Με τα οδοιπορικά και τα σεργιανίσματα στη καθημερινότητά μας, επαραπέρασε ο καιρός, κι έχομε μπει μπλιο στην τελική ευθεία για τσοι μεγάλες εορτές τση Χρισιανοσύνης. Εδά και καιρό εξεκίνησε η νηστεία του σαρανταημέρου τω Χριστουγέννω και με βροντερή φωνή ψέλνονται στσ’ εκκλησιές μας το «Χριστός γεννάται Δοξάσατε…» και το «Η Παρθένος σήμερον τον προαιώνιον λόγο…»
Επεράσανε και τα Νικολοβάρβαρα κι ο χειμώνας δε τα ‘ντυσε τα βουνά μας με τη χειμωνιάτική ντωνε φορεσιά ως εδά, για να βγούνε κιόλας κι αληθινά τα λόγια του λαού: «Πως τουτονά το καιρό κι οι τοίχοι παγώνουνε». Παρά έτσα για τ’ αντέτι, πρέπει τα σκέπασε με λιγοστό χιονάκι, έτσα σα τη μάσκα, σα να φοβούνται κι εκείνα τον κορωνιό «απου νταγιαντούνε τσοι βροντές και τσοι βροχές, ολοχρονίς του χρόνου», απου τραγουδεί κι ο λαός μας.
Και τον παλιό καιρό απου τουτεσάς οι γι εορτές, σα τουτοσές τσοι μέρες, ήτανε το θέμα απου εσυζητούσανε οι συντροφιές στα ροζοναρίσματά ντωνε. Κι οι προετοιμασίες γι’ αυτές τσοι ξεστρατίζανε τσοι χωριανούς από τσ’ υποχρεώσεις τση καθημερινότητάς τωνε. Οι γυναίκες εξεσήκωνανε τα σπίθια ντωνε και τα καθαρίζανε και βουτηγμένες στον ασβέστη τα μπαντανίζανε μέσα κι όξω. Γι’ αυτό και μοσκομυρίζανε ακρωτηριανό ασβέστη, κι ελάμπανε από καθαριότητα. Έτοιμα να δεχτούνε ταχιά τσοι δικολογιές και τσοι φιλιές κι ούλους απου θαν’ εμπαινοβγαίνανε σ’ αυτά τουτεσάς τσοι μέρες, ετσά, για το καλό, για χάρη τουτονά των ημερών.
Κι ύστερα ήρχουντανε η γι ώρα τση ζαχαροπλαστικής κι εγεμίζανε τα ντολάπια ντωνε με ξετρουλιασμένες τσοι πιατέλες με μελομακάρουνα, κουραμπιέδες και ξεροτήγανα, απου τα στερεύανε εκειά για να μη τα μαγαρίσουνε οι καρακοτζόλοι απου μπαινοβγαίνουνε ασύδοτοι, στα σπίθια των αθρώπω, τουτονά το εορταστικό δωδεκαήμερο. Οι γι άντρες εδά πάλι, εκαθαρίζανε τσ’ αυλές και τα κηπαλάκια ντωνε κι εκουβαλούσανε ξύλα για τη καμινάδα και φουρνόξυλα για τσοι φούρνους. Κι όποιες άλλες αμπασάδες εχρειγιάζουντανε για τον εξωραϊσμό των ένα γύρω εξωτερικώ χώρω, για να τσοι κάμουνε όσο πιο καθαρούς, όμορφους και φιλόξενους, για τουτεσάς τσοι χρονιάρες μέρες.
Κι έτσα επερνούσανε οι γι ημέρες κι εδιάβαινε ο καιρός, κι ούλοι επροχωρούσανε όθε το εορταστικό Δωδεκαήμερο. Μ’ άξαφνα, η θύμησή μου μ’ έκαμε κι αντιστάθηκα στην επέτειο τσ’ εορτής του Θεοφόρου πατρός Ιγνατίου. Κι η συνείδησή μου με ανακάλεσε στη τάξη για να θυμηθώ τον μακαριστό πατέρα Ιγνάτιο, φίλο και συσπουδαστή στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης, τον ανύσταχτο εργάτη του καλού, τον πολυτάλαντο συγγραφέα και αρθρογράφο και ταχτικό αναγνώστη, τούτησες τση ταπεινής «Γωνιάς του Καφενείου», και να του μπέψω ένα χαιρετισμό στσοι τόπους τση αιωνιότητας. Απου στσ’ αρχές τούτησες τση χρονιάς και λίγο πριχού ξεκινήσει το ολοκούζουλο ανοιξιάτικο πανηγύρι τση φύσης, απου την υπεραγαπούσε, τον εκάλεσε εκειά η Χάρις του καλού Θεού, για την αιωνία ανάπαψή ντου. Και να του ευκηθώ κι εγώ με την ευκαιρία, για την αιωνία ανάπαψή ντου. Και να Σε διαβεβαιώσω Σεβάσμιε Πάτερ, πως τα λιγοστά χρόνιαα ζωής απου μ’ απομένουνε, θα σε βαστώ ζωντανό στη συνείδησή μου και θα εύχομαι για την αιωνία ανάπαψή σου. Εύχου και Συ μακαριστέ Ιγνάτιε, ο Θεός να με προστατεύει από τα λάθη και τσ’ ανυπακοές μου. Αιωνία σου η μνήμη Σεβαστέ Ιγνάτιε.
Κι ύστερα αναντρανιστά εσυνέχισα και πάλι τη στραθιά για τσοι χρονιάρες μέρες. Μέρες στ’ αληθινά χρονιάρες και μοναδικές, χαρούμενες κι ευλοημένες. Απού εξεκουράζανε τα κορμιά και γεμίζανε τσοι ψυχές, κι ευφραίνουντανε οι καρδιές των αθρώπω. Μέρες, τέλος, με πολλές συγκινήσεις και χιλιάδες αναμνήσεις. Που με περισσότερες λεπτομέρειες τσ’ αναθιβάνω στο βιβλίο μου «ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ», που κεινανά τα χρόνια που ούλα ήτανε αληθινά, αθρώπινα και γνήσια.
Οι γι εορταστικές εκδηλώσεις για τουτεσάς τσοι μεγάλες εορτές εξεκινούσανε με το χτύπημα τση καμπάνας λίαν πρωί των Χριστουγέννω, από τον εφημέριο μας, τοτεσάς, Διονύσιο Ιερομόναχο του Γουβερνέτο, απου την έκανε και κελαηδούσε με τη καλογερίστικη ντου δεξιοτεχνία. Αφού δα την προηγουμένη είχανε προαναγγείλει με τσοι γλυκές φωνές τωνε «Χριστού τη Θεία γέννηση» στ’ αρχοντικά του χωριού, τα χωριανάκια, με τα κάλαντρα. Κι ανήμερα εδά κι ύστερα από το «Η Γέννηση σου Χριστέ ο Θεός ημών…» ακολουθούνε τα συνηθισμένα, τα Ειρηνικά, από το λειτουργό του Υψίστου υπέρ του σύμπαντος κόσμου, και συνέχιζε να ψέλνει τους Θεόπνευστους Χριστουγεννιάτικους ύμνους με τον εδικό ντου τρόπο, ο για πολλά χρόνια Ιεροψάλτης τσ’ Ενορίας μας ο μακαριστός μπάρμπα – Μιχάλης.
Κι οι χωριανοί απου ‘χανε γεμίσει την Εκκλησία, επαρακολουθούσανε με σεβασμό. Κι ύστερα από τη θρησκευτική πανδαισία και το «δι ευχών…» ήρχουντανε η σειρά τσ’ άλλης πλευράς τση παράδοσης. Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι· με αποτέλεσμα ν’ αποτυπώνονται στσοι τόπους των αναμνήσεων εικόνες ανεξίτηλες, άφθαστου μεγαλείου κι ομορφιάς. Ήταν ούλοι εκειά, κι όσοι απουσιάζανε για οποιοδήποτε λόγο, τσοι καληνωρίζανε και τωνε μπέμπανε τσ’ ευχές τωνε στσοι προπόσεις ντωνε και κιανένα δεν εξεχνούσανε. Και για τα στέφανα ντωνε ευχούντανε να τα χαίρονται χαιράμενοι και γλυκοζαλισμένοι και για τσοι χαρές τω κοπελιώ ντωνε και καλή ψυχή στσοι γερόντους απου ήτανε κειά και συχωρεμένους τσ’ αποθαμένους τωνε εμπέμπανε και ευκές για την αιώνια ανάπαψή ντωνε. Ήτανε βέβαια ο καιρός απου οι γι αθρώποι δεν είχανε μόνο στομάχια και τσέπες και τούτεσας οι χρονιάρες μέρες ήτανε κι οικογενειακές γιορτές.
Ο Θεός να φυλάει το νου μας.
Καλό, Ευλογημένο και Χρισιανικό Δωδεκαήμερο Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι. Και Δόξα εν υψίστοις κι επί γης Ειρήνη ο Θεός να μπέψει.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Μπλιο= Πλέον
Αντέτι= Συνήθεια
Νταγιαντούνε= Αντέχουνε
Ολοχρονίς του χρόνου= Όλο το χρόνο
Ροζονάρω= Κουβεδιάζω
Μπαντανίζω= Ασπρίζω, ασβεστώνω
Δικολογιά= Συγγενολόι
Φιλιά= Ο φίλος, ο κουμπάρος
Στερεύω= Φυλάσσω
Μαγαρίζω= Λερώνω
Ταχιά= Μεθαύριο
Αμπασάδα= Μικροδουλίτσες
Ολοκούζουλο= Πολύ τρελό
Αναντρανιστά= Ανασηκωτά, με ορθωμένο σώμα
Αναθιβάνω= Διηγούμαι
Γλυκοσαλισμένος= Χωρίς πίκρες και στενοχώριες
Χαιράμενος= Να ζει η σύζυγος ή ο σύζυγος