Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η γωνιά του καφενείου: Από τσ’ εύθυµες στιγµές και γουστόζικες συντροφιές του παλιού καιρού

Στσ’ ώρες απού η µοναξιά κι η σιωπή µε συντροφεύουνε. Ο νους αγκανάρει τη θύµηση µου για να συµπορπατήξουνε στα περασµένα.

Για να ξυπνήσουµε παλιές θύµησες και να ξαναζωντανέψουνε εύθυµες στιγµές και γουστόζικες συντροφιές από την ταπεινή και απλοϊκή ζωή µας. Γιατί του παλιού καιρού οι γι αθρώποι χειµώνα, καλοκαίρι, αναζητούσανε το κατακάθαρο αέρα. Και το άπλετο φως τσ’ υπαίθρου. Γι’ αυτό κι ούλοι απού οι βιοτικές τωνε ανάγκες τσοι καθηλώνουνε στη κλεισούρα τω γραφείω ντωνε γη τσ’ αίθουσες διδασκαλίας των σχολείω γη των δικαστηρίω γη και τα κάθε είδος τα µαγαζιά ντωνε. Σαν ήρχουντανε το λοιπός ηµέρες αργίας, επαίρνανε τσοι κατσούνες τωνε για να τσοι στηρίζουνε γη οι πλια παραλήδες ενοικιάζανε µπεγίρια από τα Χανιά.

Γιατί ίσως θα κάνανε µεγαλύτερες διαδροµές γη για να διακινούνται άνετα, σύµφωνα και µε τα λεγόµενα του λαού «Όσα κι αν έχεις ξόδιαζε να περπατής καθόντας» όπως θα δούµε και παρακάτω. Κι αφού δεν υπήρχανε αυτοκίνητα τοτεσάς κι ήρχουντανε κοντά στη φύση, γη και στσοι καφενέδες τω χωριώ µε τσοι γραφικούς καφετζήδες να πιούνε τα λοΐσιµα καφεδάκια ντωνε γη να ευθυµίσουνε µε το εκατοσταρικάκι το κρασί µε τσ’ αγνούς φρέσκους µεζέδες κάθε εποχής.

«Απού τσοι κάνει τσοι φτωχούς και τα ξεχνούνε όύλα». Μα και µεις τα κοπέλια του χωριού. Κείνησας τσ’ εποχής ήτανε φορές απού αναζητούσαµε τη λήθη και τη λησµονιά από τσοι κακοτοπιές, τσοι δυσκολίες και τα βάσανα τση ζωής, πότε µε το κυνήγι και πότε µε τα ψαρέµατα. Για να ξεδώσοµε από τη σκληρή πραγµατικότητα τση καθηµερινότητας µας. Μέρες διαλεχτές για τούτεσας τσ’ εξορµήσεις ήτανε οι σκολάδες απού δεν υπήρχε κάποιο ξωκκλήσι κοντινό να µα σε καλεί µε τη καµπάνα ντου.

Όπως καλή ώρα εδά αναστορούµαι.

Απού οι γι αχτίνες του ολόλαµπρου ήλιου κείνησας τσ’ εποχής µα σε καληµερίσανε στσοι κακοτόπιες τσοι µαδάρας να λαγωνεύοµε. Είµαστε µια πατουλιά νέω κυνηγώ απ’ ούλα τα ΄χαµε η πείρα πρέπει πως µας έλειπε. Γιατί άξαφνα επετάχτηκε από µπρος µα ένα σµάρι πέρδικες. Εµείς αντιδράσαµε εγκαίρως και σχεδόν µε οµοβροντία αδειάσαµε τα δίκανα µας εναντίον ντωνε. Μα κείνες εσυνεχίζανε να πετούνε οθέ τ’ απέναντι πλάι τση µαδάρας, όντε γροικάτε άξαφνα γεις από τη συντροφιά µας να µονολογεί λέγοντας. Ιδού οι παντέρµες σα τα πουλιά πάνε!

Για να σπάσει τη σιωπή µας µια καινούργια οµοβροντία από ντρανταχτά γέλια όµως αυτή τη φορά. Και δεν ήτανε η τελευταία, γιατί µπορεί να µην εφάγαµε πέρδικες αλλά κάθε φορά απού εσµίγαµε, έπαε στσοι καφενέδες αναστορούµαστε τη κυνηγητική µας αποτυχία και γελούσαµε µε τη καρδιά µας κι όι µόνο παρά µου θύµησε και τον αθάνατο διηγηµατογράφο τον Ιωάννη Κονδυλάκη. Απού κι εκείνος περιγράφει µια συντροφιά που τσ’ αργίες αναζητούσε να περνά καλά κι όµορφα σ’ ένα καφενεδάκι τσ’ υπαίθρου και να διασκεδάζουνε µε το γραφικό καφετζή και να γελούνε κι εκείνοι ασυγκράτητοι.  Κι ήτανε πολλά τα ερεθίσµατα απού εδέχουντανε από τη συµπεριφορά τούτουνα του καφετζή. Γι΄ αυτό κι άξαφνα απού ‘ρθε το χαµπέρι, απού τσοι γέµισε µε θλίψη ο θάνατος του αγαπηµένου ντωνε καφετζή. Η γι απόφαση απού πήρανε ήτανε να πάνε συγκούρµουλοι στην εξόδιο ακολουθία αλλά και να του πούνε δύο λόγια σαν επικήδειο µιας κι ήτανε ούλοι ντωνε γραµµατιζούµενοι.

Το πρόβληµα ντωνε πως θα µπορέσουνε ν’ αρθούνε στο ύψος τση περίπτωσης, αφού και νεκρός τσ’ ενέπνεε µε τσ΄ εύθυµες εν ζωή συµπεριφορές του. Το πρόβληµα εµεγάλωσε σαν αρχίνιζε ο επικήδειος που κάθε λέξη έφερνε και καινούργια ερεθίσµατα για γέλια. Και στο τέλος δεν αντέξανε µ’ αποτέλεσµα να φέρουνε ταραχή κι οι ψυχραιµότεροι να τσοι φυγαδεύσουνε για να γλιτώσουνε από τα χειρότερα. Ήτανε βέβαια η γι εποχή απού τσ’ αθρώπους τσοι χαρακτήριζε η ζωντάνια και τη ζωή ντωνε την εκουµαντάρανε οι γι ίδιοι κι όι τα διάφορα ρέµατα, απού παραφέρνουνε τσ’ αθρώπους τουτουνέ του καιρού σα τα ψοφισµένα ψάρια.

Κι ύστερα δα από τσοι παραπάνω ιστορίες ξαναβρέθηκα εκειά απού εξέκοψα. Απού ο Νοέµπρης είχε πάρει τη σκυτάλη για τη συνέχεια. ∆υστυχώς, όµως, αν κι είναι ο τελευταίος φθινοπωρινός µήνας κι οι γι ηµέρες του συνηθίζουνε να ΄χουνε τα χειµωνιάτικα χαραχτηριστικά τη φετινή χρονιά επιµένει να ΄ναι καλοκαιρινός. Ο Θεός ας λυπηθεί τα δέντρα, τα πουλιά και τα ζώα. Απού δε φταίνε για τα αθρώπινα παραστρατήµατα. Κι ενώ τα ρακοκάζανα ένα ένα κλείνουν για την επόµενη χρονιά, οι µούστοι έχουνε οινοποιηθεί και το έθιµο κλίµα µε ζωηρεύει µε τσοι δοκιµές τω κρασιώ. Αφού ήταν του Αγίου Γεωργίου του µεθυστή. Γι’ αυτό κι οι γι εύθυµες συντροφιές δε ξελείπουν.

Θέε µου βλέπε µας το νου µας και καθοδήγα µας για τη καλή του χρήση.

Καληµέρα σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.

Σηµειώσεις

Αγκανάρω = Εξαναγκάζω κάποιον να πράξει κάτι

Μπεγίρι = Άλογο

Χάνι = Οίκηµα, τροφή και στέγη σε ζώα

Πατούλια = Οµάδα

Λαγωνεύω = Ψάχνω επίµονα για να βρω κάποιο θήραµα

Όθε = Προς

Μαδάρα = Γυµνό Βουνό

Γροικάται = Ακούγεται

Αναστορούµαι = Θυµούµαι

Συγκούρµουλοι = Όλοι µαζί


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα