Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Η γωνιά του καφενείου: Ετσά ολοκληρώνουντανε ο κύκλος τση συγκομιδής

Ετσά επερνούσανε οι χωριανοί μας τουτηνέ τη δύσκολη και παραφορτωμένη με δουλειές εποχή, με τσ’ έντονες απαιτήσεις του Θερισμού. Και μόνο τσ’ αργίες και τσοι σκολάδες εθωρούσανε πρόσωπο Θεού κατά που λέγανε. Κι οι γι άντρες τούτεσας τσοί μέρες τσ’ αργίας, σαν καταλαγιάζανε από τσ’ υποχρεώσεις και τσ’ αμπασάδες, τση καθημερινότητας τωνε, εσμίγανε στσοι καφενέδες, κι άλλοι «εκλέφτανε μια του χάρου», κουτουλοβαρέχνοντας τα ποτήρια ντωνε εκειά. Κι εγροικούσανε μερακλίδικα σερτουλάκια με τσ’ αθάνατους σκοπούς κείνησας τσ’ εποχής γη σκαμπιλοπαίζοντας και τραβαγιάροντας του καλού καιρού οι θεριακλήδες του σκαμπιλιού.

Οι γειτόνισσες εδά πάλι σαν ετελειώνανε τη λάτρα του σπιθιού τση καθεμιά, εσμίγανε ούλες μαζί ύστερα παχιούς σκιανιούς τω χαρουπίδω, γη τα βράδια στσ’ αυλές τωνε, στσ’ αποσπερίδες ανταλλάσσοντας σκέψεις και ξόμπλια για τα εργόχειρα ντων γη κουτσομπολεύοντας για να περνά η γι ώρα ντωνε. Τσοι καματερές εδά ήτανε αξημέρωτα «κάθε κατεργάρης στο μπάγκο ντου», όπως ελέγανε.

Ετσά ύστερα από την εορτή τσ’ Ανάληψης, απού οι χωριανοί εσυνηθίζανε και κάνανε μπάνιο τα μαρθιά ντωνε, και τσοι Γαϊδάρους ντωνε, και με την ευκαιρία οι γι άντρες εβγάνανε και κιανένα καλάθι αχινιούς για να τσοι φάνε. Γιατί τσοι καιρούς κείνουσας δεν εγίνουντανε μιχτά μπάνια, άντρες και γυναίκες δηλαδή. Κι από την εορτή της Πεντηκοστής και τ’ Αγίου Πνεύματος επέφτανε με τα μούτρα και πάλι, όπως ελέγανε στη φούρια του θερισμού. Μα και τούτεσας τσ’ ώρες τσ’ εργασίας δεν εχάνανε το κουράγιο ντωνε, μουδέ δεν αφήνανε να τσοί καπαντίσει η κούραση και να χάσουνε το κέφι ντωνε. Παρά ζωντανοί και χαρούμενοι εσυνεχίζανε το δύσκολο αγώνα τση ζωής, ευχαριστημένοι ελέγανε αναγυριστικά και πειράζανε ο ένας τον άλλο. Κι ετσά την ξεπερνούσανε τη κούραση και κάνανε γλέντι και χαρά τη δουλειά. Ετσά εσυνεχίζανε και τούτηνε τη δύσκολη εποχή του θερισμού κι επεριμένανε τσοι σκολάδες για ν’ αναντρανίσουνε τα κορμιά ντων, όπως είδαμε και να ξεκουραστούνε και λιγάκι.

Μα για τούτεσας τσ’ εορτές και τσ’ αργίες έκανε το κουμάντο τση η παράδοση. Όπως καλή ώρα εδά, από τούτεσας τσοι μέρες ήτανε το Γενέσιο του Προδρόμου. Απού οι γι αθρώποι κείνουνα του καιρού εορτάζανε μ’ εύθυμες συντροφιές στσοι γειτονιές και τσ’ απλοχωράδες του χωριού τσοι Κληδόνους, απού τσοι βγάνανε στ’ Αϊ- Γιαννιού τη χάρη. Κι άφτανε φωθιές κι εκαίγανε στσοι Μάηδες τωνε, απού οι γι εύθυμες εκδηλώσεις απού εγροικούντανε από τούτεσας τσοι συντροφιές ομορφοστολίζανε ούλη την ατμόσφαιρα του χωριού και τηνε κάνανε χαρούμενη κι εορταστική.

Μα σαν αρχινούσανε οι απαγγελίες από τσ’ αθυρόστομους τω σκουφιδάτω μαντινάδω, τα γέλια εγίνουντανε ξεκαρδιστικά. Μόνο πως εξεσηκώνανε τσ’ έντονες διαμαρτυρίες τω γράδω απού στο άκουσματωνε εφωνάζανε «αναμαζωχτείτε μπρε, γιατί επαέ είναι κοπελιές και κοπέλια» ήτανε βέβαια άλλοι καιροί τότεσας. Γιατί, τούτουσες τσ’ έσχατους καιρούς, εσπάσανε πρέπει τα σύνορα του θάρρους και πήρε δικαιώματα από το θράσος και πολλά άπρεπα γροικούνται. Ακόμη κι από βουλευτές εντός του Κοινοβουλίου!
Και ποιες ξεδιάντροπες συμπεριφορές παρουσιάζονται με περίσσιο θράσος κι απρέπεια. Απού μόνο σα σημεία των καιρώ μπορεί η ταπεινότητα μου να τσοι χαρακτηρίσει.
Για τσοι καιρούς απού εγώ αναλικώθηκα υπήρχανε νόμοι γραφτοί κι άγραφοι απού ούλοι τσοι σέβουντανε και τσοι τιμούσανε. Γιατί τσ’ αθρώπους τσοι καθοδηγούσανε τότεσας οι φυσικοί νόμοι. Και για να ξεκόψω εδά από τ’ άπρεπα και τη μουρμούρα και να ξαναβρεθώ στο εύθυμο κλίμα τσ’ εποχής, εταξίδεψα στα περασμένα κι ανιστορήθηκα κείνεσας τσοι μεγάλες αρχόντισσες του σεβασμού, τσ’ αθρωπιάς, τση ντροπής και του φιλότιμου.

Χαρισματικές νοικοκεράδες, που τσ’ αναστορούμαι εδά σ’ εύθυμες συντροφιές να ροζονάρουνε καθισμένες στσοι πέτρες γη τσοι τροχάλους με τσοι φαρδιές φουστάνες, κι εγώ μικιό κοπελάκι να τσοι πιλατεύω με τσ’ αστρολογιές μου. Που για να με φοβερίσουνε και να ησυχάσω, ανασηκώνανε λιγάκι τη φουστάνα ντωνε και μου λέγανε πως θα με βάλουνε εκειά μέσα, αν δεν ησυχάσω, που ‘ναι ο φουρόκατος για να με φάει. Κι ύστερα από τη σύντομη αναφορά μου στσοι κληδόνους και στσ’ όμορφες συντροφιές του παλιού καιρού απού οι γι αθρώποι εκατέχανε να ξεχωρίζουνε τσ’ αργίες από τσοι καματερές. Γι’ αυτό και κάθε πρωινό εξεκινούσανε ορεξάντοι για εκειά απού τσοι προορίζανε οι γι υποχρεώσεις τωνε. Πότε στον έντονο αγώνα του θερισμού και σ’ αραιά διαστήματα στσ’ αργίες και τσοι σκολάδες με τσ’ εορτές και πανηγυριώτικες εκδηλώσεις, όπως η παράδοση δασκαλεύει. Κι ετσά επέρνα από σιγά σιγά κι ο μήνας του θερισμού, ο πρωτογούλης κι από μέρα σε μέρα ελιγοστεύανε και τα σπαρμένα κάποιων χωριανώ κι οι θεμωνιές γύρου γύρου απ’ τα αλώνια επροβάλανε τσοι σιλουέτες τωνε έτοιμες γι αλώνεμα.

Ωστόσο ετελειώνανε κι οι γι ημερομηνίες του Ιούνη κι ετοιμάζεται ο δευτερογούλης ν’ ανοίξει τη πόρτα του κατακαλόκαιρου, απού οι γι οικογένειες κι οι δικολογιές θ’ απλωθούνε στσοι σκιανούς τω χαρουπιδώ, γύρου γύρου από τ’ αλώνι από το μεγάλο κολατσιό κι ύστερα απού εξεκινούσανε οι γι ατελείωτες γύρες απάνω στο βωλόσυρο κι έκανε καθένας τη δουλα ντου. Ώσπου ν’ απού τελείωνε κάθε θεμωνιά και συνεχίζανε με το λιχνιστό κι ακλουθούσε η πολυπόθητη σοδειά του κάθε είδους τση χρονιάς. Που πάντα την εορτάζανε με τσοι κουταλίτες με το πετουμέζι από το πρώτο μιγόμι τ’ αλεύρι, από το καρπό τση χρονιάς απού οι χρυσοχέρες νοικοκεράδες εκαθαρίζανε και το μπέμπανε στο μύλο. Κι ετσά εσυνεχίζουντανε ο αγώνας τση ζωής και τούτονε τον αλωνάρη μήνα με τσοι μεγάλες κάψες και τσοι πολλές ενδιαφέρουσες εορτές, απού ανακουφίζανε από τσοι δυσκολίες και δούνανε κουράγια στο δύσκολο αγώνα με τα πολλά βάσανα.

Θεέ μου βλέπε μας το νου μας, πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σκολάδες = Γιορτές κι αργίες
Αμπασάδες = Μικροδουλειές
Κουτουλοβαρέχνω = Τσουγκρίζω το ποτήρι μου
Τραβαγιάρω = Κάνω φασαρία
Θεριακλής = Ο παθιασμένος με κάτι
Σκαμπίλι = Παιχνίδι της τράπουλας
Σκιανιούς = Σκιές
Ξόμπλια = Σχέδια
Καματερές = Ημέρες Εργασίας
Μαρθιά = Οικόσιτα ζώα
Καπαντίζω = Υπερτερώ
Αναγυριστικά = Υπονοούμενα κι υπαινικτικά
Αναντρανίζω = Ανασηκωθούνε
Άφτω = Ανάβω
Ξεγκαρδίζομαι = Πολύ δυνατά γέλια
Σκουφιδάτη = Άσεμνη
Γράδες = Γριές
Αναλικώνομαι = Ενηλικιώνομαι
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Τρόχαλος = Κρεμισμένες ξερολιθιές
Αστρολογιές = Αταξάδες
Φουρόκατος = Άγριος γάτος
Μουρμούρα = Μεμψιμοιρώ
Κατέχανε = Ξέρανε
Δευτερογούλης = Ιούλιος
Μεγάλο κολατσιό = Μετά τις 10 πρωινή
Βωλόσυρος = Αλωνιστικό εργαλείο
Δουλα = Ώρα εργασίας καθενιούς
Κουταλίτης = Τηγανιτή ζύμη ενός κουταλιού
Μιγόμι = Μισό φορτίο


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα