∆εν αναδεικνύονται ήρωες µόνο στσοι πολέµιους και στα πεδία των µαχών. Παρά και όσοι αγωνίζονται στο δύσκολο αγώνα τση ζωής. Κι είναι αλήθεια! Πως και σε τούτονα τον χώρο, οι δυσκολίες και τα βάσανα πάντα υπήρχανε κι υπάρχουνε. Μα όσο αντιγαέρεις οθέ τσοι περασµένους χρόνους, οι δυσκολίες απού αντιµετωπίζανε του καιρού κείνουνα οι γι αθρώποι, ήτανε περισσότερες κι οι γι ανέσεις, ήτανε µηδενικές.
Σε τουτουσάς τσοι χρόνους εδιάλεξε τη µοίρα τση να γεννηθεί η γη ηρωίδα του κείµενου µου. Πρέπει να ΄τανε, όπως αναστορούντανε οι γι εδικοί τσοι στα στραταρίσµατα τση δεύτερης δεκαετίας του εικοστού αιώνα. Γι’ αυτό και σαν εχρειάστηκε να βγάλει ταυτότητα, εκαρατάρανε σαν ηµεροµηνία γέννησης τση την 27 Ιούλη του 1923. Κι ετσά όπως λέει το σχετικό τραγουδάκι, κάθε παιδί απού γεννάται «σαν τ’ οπωρικό λογάται». Ετσά κι η ∆έσποινα εµεγάλωνε και το κόσµο εκαµάρωνε στο χωριό Παναγιά τω Κεραµειώ µέσα σε µια κτηνοτροφική οικογένεια. Κι αναθρέφουντανε ούλα τα κοπελάκια στα χωριά κείνονα το καιρό. Και τα γράµµατα του ∆ηµοτικού τα ΄µαθε το ίδιο καιρό απού βοήθα τ’ αδέρφια τση στη βοσκική και κεια ήβρισκε ώρα κιόλας και εδιάβαζε. Και στο σπίτι εδά πάλι εδέχουντανε τα δασκαλέµατα τση καλής νοικοκεράς Μάνας τση, για να γενεί καλή νοικοκερά και προυκοκάµουσα νύφη. Η γη οικογένεια τση παρόλο απού το επώνυµο τση ήτανε Βενετάκη, απού επαέ στη Κρήτη ερµηνεύεται σα µικρόσωµος, εκείνη και τ’ αδέρφια τση ήτανε ψηλοί και φανισιµιοί. Γι’ αυτό κι ήτανε περιζήτητοι στσοι συντροφιές, γιατί ΄τανε εµφανίσιµοι, γι’ αυτό κι είχανε πολλούς φίλους.
Μική κοπελιά ήτανε όταν εγίνηκε πρώτο θέµα τσ’ επικαιρότητας των Χανίων οι ∆αιµονισµένοι στη Παναγία Κεραµειών. Που όπως αντιγράφω στο βιβλίο µου, σελίδα 226 “ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ ΧΩΡΑΦΑΚΙΑ ΑΚΡΩΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ” από το βιβλίο του µακαρίτη δασκάλου Κωστουράκη τα “Κεραµάνα”. Η εφηµερίδα Παρατηρητής έγραφε στις 17/11/1934: «Η κοινή γνώµη των κατοίκων Παπαδιανώ είναι ανάστατος. Παντού πλανάται το φάσµα του πειρασµού απού ελυµαίνοντο πότε εις το Λούλο, πότε στση Παναγιάς και στ’ Αλετρουβάρι…». Πολλές οι γι εµπειρίες και τ’ ακούσµατα από κεινεσάς τσοι µέρες του ξαφορεσµού. Απού κι εδά ακόµη σαν τα αναστοράται και τ’ αναθιβάνει στσοι συντροφιές απού την εγροίκουνε, ταράσσεται η γι ίδια κι ανατριχιάζει.
Κι ύστερα από τούτεσας τσ’ έκτακτες εµπειρίες τση ∆έσποινας από τσοι ∆αιµονισµένους, η ∆έσποινα συνεχίζει να αναλικώνεται όπως οι συνήθειες κείνησας τσ’ εποχής εκαθορίζανε. Σε ούλα ήτανε µέσα η ∆έσποινα, και στη βοσκική εβοήθουνε και στο σκολειό επήγαινε, και µε τα εργόχερα τση ασχολούντανε και στη νοικοκεροσύνη εκαπιδεύουντανε. Μα σαν ετέλειωσε το σκολειό το καιρό του ελαιοµαζώµατος ήρχουντανε µαζί µ’ άλλες χωριανές τση επαέ στα κατωµέρια κι έµπαινε µαζώχτρα στα µοναστήρια. Κι ετσά επέρνα ο καιρός και συνέχιζε να µεγαλώνει και να µπλέκει τα όνειρα τση για το αύριο. Για να ξεσπάσει άξαφνα ο πόλεµος κι η βάρβαρη Γερµανία ήρθε να κυριέψει τη Κρήτη. Κι ετσά τα όνειρα εσβήνανε και πολλούς κιντύνους έφερε. Ήτανε η γι εποχή απού η ζωή του αθρώπου άξιζε όσο µια µπάλα τουφεκιού. Κάθε τόσο τα στρατεύµατα κατοχής εκάνανε εξορµήσεις στην ύπαιθρο και σκορπούσανε στο πέρασµατωνε τη καταστροφή, τον όλεθρο και το θανατικό.
Μια τέτοια εξόρµηση εµαθεύτηκε πως θα γινότανε και στση Παναγιάς, γι’ αυτό και οι χωριανοί εφύγανε για τα όρη. Ο γερό πατέρας τση ∆έσποινας είπε: «Παιδιά µου! Είµαι ανήµπορος και δυσκίνητος. Γι’ αυτό και θα µείνω επαέ. Ανήµπορος και γέρος είµαι είντα θα µου κάµουνε; Γιατί αν έρθω µαζί σας θα πιάσουνε κι εσάς και θα ΄µαι εγώ η γι αιτία, γι’ αυτό φύγετε εσείς». Ετσά εγίνηκε κιόλας, γιατί ο γέρος δεν άλλασε γνώµη. Η σκληροκαρδία όµως του Γερµανού δεν ελύγισε κι η βάρβαρη ψυχή ντωνε δεν εσεβάστηκε τα γηραθειά και τσ’ ανηµπόριες του γέρο Βενετοµιχάλη. Γι’ αυτό και σαν εφύγανε οι Γερµανοί κι εγαήρανε στα σπίθια ντωνε οι γι’ άθρωποι, βρήκανε και το σπίτι ντωνε καηµένο και το γέρο πατέρα ντωνε. Ύστερα κι από τούτηνα τη τραγική εµπειρία, και σαν εξεκουµπιστήκανε και φύγανε οι Γερµανοί κι ετέλειωσε η κατάρα του πολέµου, τη ∆έσποινα τηνε προξενέψανε µ’ ένα νιο τσ’ εποχής επαέ στο χωριό µας. Κι εδά απόµαχη και τραυµατισµένη από το φόβο και το τρόµο τω γερόντω το «πέσιµο» καθισµένη στο αναπηρικό κάθισµα τση τριγυρισµένη από παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και τρισέγγονα συνεχίζει να υπάρχει.
Συχνά τα παιδόγγονα τση διοργανώνουνε συντροφιές εύθυµες για να περνά η γι ώρα τση. Και η γρα ∆έσποινα απού τσ’ αρέσανε οι συντροφιές κι οι παρέες, χαρούµενη κι ορεξάτη κάνει κουµάντο για τα κεράσµατα. Και συµµετέχει στσοι παρέες και δούνει κέφι µε τσ’ αυτοσχέδιες µαντινάδες τση, όπως σε µια χρονιά στη γιορτή της εταίριασε η µαντινάδα
Του κάτω κόσµου τα κλειδιά βαστάτα ο Άγιος Πέτρος
κι εζήτηξα ντου άδεια για να µη πάω φέτο.
Και τούτηνε τη χρονιά τριγυρισµένη µε τα παιδόγγονα
τσοι ολόχαρη, ευχαριστηµένη και χαµογελαστή στα γενέθλια τση.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αντιγαέρνεις = Γυρίζεις πίσω
Αναστορούντανε = Θυµούντανε
Στρατάρισµα = Στα πρώτα βήµατα, στο ξεκίνηµα
Όθε = Προς
Καρατάρω = Υπολογίζω
Φανισιµιοί = Υψηλόσωµοι
Προυκοκάµουσα = Αυτή που κάνει προυκιά
Μικιός -η = Μικρός- ή
Αναθιβάνει = ∆ιηγάται
Ανατριχιάζω = Μου σηκώνεται η τρίχα
Μπάλα = Σφαίρα πυροβόλου ή πιστολιού
Ξεκουµπίζεται = Φεύγει ακούσια
Γρα = Γριά