Με την ελπίδα πως η πρόνοια του Θεού θα µπέψει κάποια στιγµή κι όθεν επαέ τα νέφαλα τση βροχής, απού πολλές χρονιές αργεί, µα δε ξεχνά, για να δροσερέψουνε τη καταταλαιπωρηµένη φύση από τσοι καλοκαιρινούς κάψωνες και να ποτιστούνε τα δεντρά στσ’ άνυδρους τόπους µου και να ξεδιψάσουνε τα πουλιά και τα ζώα.
Κι άλλα παραγωγικά δέντρα παλιά, για να µπορέσουνε να ξετελέψουνε τη καρποφορία ντωνε, κι άλλα ακόµη να προετοιµαστούνε. Κι απατός µου µε τη συντροφιά τση θύµησης µου και των αναµνήσεω µου να συµπορπατήξοµε στσοι περασµένους κι αλλοτινούς χρόνους και καιρούς απού η ζωή ήτανε αλλιώτικη επαέ στο χωριό κι είχε ενδιαφέρον.
Ετσέ καιρός ήτανε και τότε σας κι εγυροσίµωνε η γι εορτή τση Μεσοσπορίτισσας, γι’ αυτό κι οι ζευγάδες εσυνεχίζανε τη σπορά, σιγοτραγουδόντας τραγούδια και µαντινάδες απού βγαίνανε από τη καλή γη κακή διάθεση του καθενιούς. Μαζί µε τα πουλιά στα κλαδερά απού κάνανε κι εκείνα το ίδιο τραγουδώντας τσ’ ειδικούς τωνε σκοπούς, γη εψάχνανε τροφή από το σκαµµένο από τ’ αλέτρι χωράφι. Ούλοι δα οι άλλοι τση κάθε οικογένειας ήτανε απλωµένοι στα λιόφυτα, γιατί τανε η φούρια των ελιώ. Κι εκειά εγίνουντανε το µεγάλο πανηγύρι. Γιατί έτσα τόχανε αντέτι, τσ’ ώρας τση δουλειάς να τραγουδούνε για να περνά όµορφα η γι ώρα ντωνε, αλλά και να µη τσοι καπαντίζει κι η κούραση. Γιατί ετσά τσ’ ενθουσίαζε κι ο για πολλά χρόνια Ιεροψάλτης του χωριού µας, µπάρµπα Μιχάλης «εν τη εργασία και η ζωή βρε παιδιά!» έλεγε τσοι νέους και τσοι νιες κεινουνά του καιρού.
Μα και ποια άλλη ώρα αλήθεια κιόλας ν΄ασχοληθούνε µε τα αιστήµατα ντωνε, απού ήτανε κι εποχές απού δεν είχανε χρόνο µουδέ ν’ αποθάνουνε, όπως ελέγανε χαρτολογώντας. Και περίττου εδά απού µαζώνανε το χρυσό µαξούλι τσ΄ εποχής, το λαδάκι. Απού µε κείνο άφτανε τα καντηλάκια ντωνε, τα σκολόβραδα στα κονοστάσια τω σπιθιώ ντωνε, τα λυχναράκια ντωνε απού τσοι φωτίζανε τσ’ αργαδινές για να δειπνήοσυνε και ν’ αποσπερίσουνε. Μα τούτονα το λαδάκι τσοι θρεφε κιόλας. Κι ήτανε ακόµη στ’ αλήθεια ευλοηµένο και κατάχρυσο τούτονα το µαξούλι, γιατί στσοι δυσκολίες και τσ’ αναποδιές τση ζωής εκείνο τσοι χαρτζιλίκωνε.
Τούτεσας οι σκέψεις µου φέρανε στη θύµηση µιαν άλλη εποχή. Απού τούτεσας οι ταπεινές εργασίες τσ’ αγροτικής ζωής εβαστούσανε ζωντανή την ελληνική ύπαιθρο και στα χωριά τσ΄ Επικράτειας ελειτουργούντανε οι γι Εκκλησίες και τα κουδούνια τω σκολειώ εχτυπούσανε. Και µε τσοι ζωηρές φωνές τω κοπελακιώ την ώρα των παιχνιδιώ ντωνε αποχαιρετούσανε τη κάθε µέρα. Κάθε πρωί η τοπική αγορά τση κάθε πόλης ήτανε γεµάτη µε τα φρέσκα κι αγνά προϊόντα τση κάθε εποχής. Και η εξοχή έσφυζε παντού από ζωή. Γι’ αυτό κι οι γι οδοιπόροι εβρίσκανε ένα ποτήρι νερό κι οι κατατρεγµένοι περίθαλψη. Μα κι οι ξενιτεµένοι τα πατρογονικά ντωνε. Μα τούτεσας οι γι ισορροπίες εχαθήκανε κι η ύπαιθρος άδειασε και µαζί µ’ αυτή αδειάσανε και τα ράφια τω µπακάλικω και τα τελάρα τω µανάβικων από ελληνικά προϊόντα. Κι ερηµοκαταλύµατα γέµισαν τα χωριά µας κι ένας καηµός πολλά βαρύς µατώνει τη καρδιά µας. Και βέβαια για το άδειασµα τούτονα τσ’ υπαίθρου, µπορεί να συνηγορούνε µεγάλες κι αξεπέραστες δυσκολίες. Όµως και οι κυβερνόντες εδείξανε και δείχνουνε µεγάλη κι εγκληµατική αδιαφορία.
Κι ετσά µαζί µε τα παραπάνω χάνεται κι η παραδοσιακή ζωή, το φιλότιµο, η γι αθρωπιά κι ο σεβασµός. Γιατί εκειά εδιάανε τούτανα, γιατί στα µεγάλα αστικά κέντρα και τα τουριστικά θέρετρα δε µπορούνε να ζήσουνε γιατί δεν ταιριάζουνε…. Κι ετσά η κατ’ εξοχήν γεωργική χώρα µας δεν έχει την ικανότητα να παράγει αγροτικά προϊόντα. Κι αυτό κατά την ταπεινή µου γνώµη είναι λάθος. Γιατί οι γεωργικές επιχειρήσεις έχουνε και ζωή και µέλλον. Ενώ ο τουρισµός ποιος ξέρει έως πότε θα δούνει δουλειά στσ’ εργαζόµενους. Γιατί όπως λέει και η µαντινάδα: «Μη µακαρίζεις όσο ζεις ποτέ θνητό κιανένα, γιατί µυρίζει ο τροχός κι αλλάζουν δεδοµένα».
Κι είναι γνωστές οι τραγικές συνέπειες το καιρό του πολέµου από τη πείνα. Ενώ οι αγρότες µας απούχανε το λαδάκι στα πιθάρια ντωνε, το κρασάκι στα βαρέλια ντωνε και στα κελάρια τα δηµητριακά ντωνε, είχανε και τρώγανε και δεν επεινούσανε. Κι ύστερα από τη σύντοµη αναφορά µου στη ξεχασµένη ύπαιθρο, θύµα τσ’ εύκολης ζωής και τσ’ αδιαφορίας των εκάστοτε κυβερνώντων, ξανά ξεπεζεύω στσοι τελευταίες ηµεροµηνίες του Νοέµπρη του παλιού καιρού. Ήτανε στα ξεπνέµατα ντου κι οι αλιτριβιδιάροι είχανε φερµένο το φρέσκο λάδι κι η αεικίνητη και περίχαρη νοικοκερά εµπαινόβγαινε κι ετοίµαζε τσοι κουταλίτες γιατί ταχιά τανε του Αγίου Αντρέα του τρυποτηγανίτη. Κι ήπρεπε να τηρηθεί το έθιµο για να µη τρυπήσουνε τα τηγάνια ντωνε. Γι’ αυτό και τούτηνα την ηµέρα επαίρνανε φωθιά τα τηγάνια επαέ στο χωριό. Κι ύστερα από το δείπνο έφερνε τσοι τηγανισµένους κουταλίτες στο τραπέζι µε µπόλικο από το φετινό πετουµέζι απούχε σιασµένο η χρυσοχέρα νοικοκερά και τσοι τρώγανε µε ιδιαίτερη ευχαρίστηση, απού στο τέλος εγλείφανε και τα δαχτύλια ντωνε.
Θεέ µου, φύλαε το νου µας και καθοδήγα µας για τη καλή ντου χρήση.
Πολλά τα έτη σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες κι αναζήτηχτοι.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Οθεν επαέ = Προς τα εδώ
∆ροσερέψουνε = ∆ροσιστούνε
Απατός µου = Εγώ
Κλαδερά = Θαµνώδης εκτάσεις
Αντέτι = Συνήθεια
Καπαντίζει = Υπερτερεί
Μαξούλι = Εισόδηµα
Άφτω = Ανάβω
Αργαδινή = Βράδυ
∆ιάω = ∆ιαµένω
Πεσίχαρη = Πρόθυµη, χαρούµενη
Κουταλίτης = Τηγανίτης
Ταχιά = Αύριο