Ύστερα από το ξεκίνημα και την ανηφορική πορεία τση Σαρακοστής με τα πολλά θεόπνευστα δασκαλέματα και τσοι νουθεσίες και την παράλληλη συνοδοιπορία μας με την επικαιρότητα, απού έχει και την έγνοια του τι φάγωμεν και τι πιωμεν. Και όχι άδικα, φυσικά, αφού «η καλή νοικοκερά πριν πεινάσει μαγερεύει», γι’ αυτό κι ενημερωνόμαστε συνέχεια με λεπτομέρειες για το σαρακοστινό τραπέζι και το αναμενόμενο Λαμπριάτικο. Εφτάξαμε στην εβδομάδα των παθών και στην κορύφωση του Θείου Δράματος με τη Σταύρωση και το ηχηρό τετέλεστε. Απού εξεσήκωσε τα φυσικά φαινόμενα σε αντιδράσεις. Και όπως λέει ο Ευαγγελιστής Ματθ ΚΖ 45 «Από δε έκτης ώρας σκότος εγένετο επί πάσαν την γην έως ώρας ενάτης…». Και συνεχίζει το ίδιο κεφάλαιο ο Ευαγγελιστής και λέει στον στίχο 54… «Ο δε εκατόταρχος και οι μετ’ αυτού τηρούντες τον Ιησού ιδόντες τον σεισμόν και τα γενόμενα εφοβήθησαν σφόδρα λέγοντες· αληθώς Θεού Υιός ήν ούτος».
Ο δε Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης σε νεαρά ηλικία απού εβρίσκετο εκεί, κάπου στο Κάιρο, αντιλήφτηκε τσοι φυσικές αντιδράσεις, απού όπως ψάλλομεν στα εγκώμια του επιτάφιου θρήνου… «Ο Ήλιος εσκοτίσθη μεσημβρίαν εν ακμή» ανεφώνησε συγκλονισμένος «ή θεός πάσχει ή το παν απόλλυται». Κι ετσά φτάνομε στη Λαμποφόρο Ημέρα τσ’ Ανάστασης. Και πάντως όχι, όρθρου Βαθέως… αλλά πολύ νωρίτερα απού λαός αρίφνητος εγέμισε ο πέργυρος τσ’ εκκλησίας, κατά που λέει ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο. Πάνδημη μ’ άλλα λόγια η συμμετοχή στη χαρά τσ’ Ανάστασης του Χριστού. Μόνο απού με το πρώτο Χριστός Ανέστη και πριχού ακουστεί ο χαρακτηριστικός στίχος «Αναστήτω ο Θεός, και διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού και φυγέτωσαν από προσώπου αυτού οι μισούντες αυτόν».
Πολλοί απ’ αυτούς τους ενθουσιώδεις Χρισιανούς με φαναράκια και λαμπάδες εγυρίσανε την πλάτη στον Αναστημένο Αμνόν του Θεού. Και προτιμήσανε, όπως συνηθίζεται άλλωστε, με περίσσια βιασύνη και μεγάλη βουλιμία στσ’ αμνούς τω προβατινώ. Άτζεμπις, τα λόγια του Χριστού προς τσοι Μαθητές του «ουκ ισχύσατε μιαν ώραν γρηγορήσαι μετ’ εμού;» Ματθ. 26,40 δεν τύπτουν τσοι συνειδήσεις σ’ όσους «Φυγέτωσαν από προσώπου αυτού»; Κι αφού στ’ αλήθεια κιόλας δεν άργησε ν’ ακουστεί και τούτηνε τη χρονιά ο κατηχητικός λόγος του λαλίστατου Ιωαν. Του Χρυσόστομου απού λέει: «Η τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες».
Βέβαια δεν είναι δυνατόν ν’ απομείνομε αδιάφοροι, και στα συνηθισμένα βηματάκια πίσω τσ’ εκκλησίας μας προς την εκκοσμίκευση απού έφερε την Ανάσταση από όρθρου βαθέως, πριχού τα μεσάνυχτα. Και φροντίζει τσοι τελετές προς τον Ιούδα με το «Χριστός Ανέστη» χωρίς Ανάσταση. Γιατί κι εκείνος δεν αξιώθηκε τούτησας τση μεγάλης τιμής. «Μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια… ρίψας τα αργύρια εν τω ναώ ανεχώρησε και απελθών απήγξατο» Ματθ. 27, 3-6. Όμως ο Αναστημένος Χριστός, ο οποίος ήρθε όπως λέει ο ίδιος, «ουκ ελήλυθα καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνειαν» Λουκ. 5,32 και βέβαια όσους θέλουνε, όπως συμπληρώνει «ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν» Ματθ. 16, 24 κι ύστερα και από την άποψη του Αποστ. Παύλου Ρωμ 14, 4 «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην» που σύμφωνα με τη λαϊκή σοφία: «Απού κάθε αρνάκι από τ’ ατζάκι του θα κρεμαστεί».
Οι δικές μου κρίσεις και τα σκόλια μου περιττεύουνε. Γι’ αυτό και από τα βάθη τση ψυχής μου εύχομαι σ’ ούλους χρόνια πολλά, χαρούμενα κι ευλοημένα. Και συνεχίζω τη μεταλαμπριάτικη διαδρομή μου, απού σιγά σιγά το νερό μπαίνει στ’ αυλάκι ντου και κάθε κατεργάρης στο μπάγκο ντου. Και βρίσκομαι και πάλι στη συνηθισμένη πορεία τση καθημερινότητας με τσ’ ιδιαιτερότητες τσ’ ευλοημένης ανοιξιάτικης εποχής. Και σοντηρώ τα Όρη απέναντι, απού όπως φαίνεται και στη φωτογραφία από τη Καυκάλα (περιοχή Χωραφακίων μεταξύ τση παραλίας τση Μαχαιρίδας και του όρμου Λαγκαδάκι) τα χιόνια να ΄χουνε λιγοστέψει για τα καλά. Απού κι εκείνα απού απομένουνε από μέρα σε μέρα υγροποιούνται κι απορροφούνται άλλα από το υπέδαφος για να ενισχύσουνε τσ’ υπόγειες δεξαμενές, που από καταβολής κόσμου έχτισε ο Μέγας αρχιτέκτονας δημιουργός «ος τα πάντα εν σοφία εποίησε». Κι άλλα γίνουνται ποταμάκια «και ποτίζουνε δέντρα και κλαδιά, λεμονιές και κυπαρίσσια», όπως ετραγουδούσαμε μια φορά κι έναν καιρό τη Βαγγελιώ τη παινεμένη. Κι άλλα πάλι αναζητούνε γουργουρίζοντας τσοι κοίτες των ποταμώ και να συνεχίσουνε τη ροή ντων μαζί, ώστε ν’ αποφτάξουνε και ν’ ανακατωθούνε με τσοι θάλασσες, τα πέλαγα και την απεραντοσύνη των ωκεανώ. Γιατί ετσά ΄ναι, όπως τόπε ένας φιλόσοφος, «τα πάντα ρει». Γιατί ετσά προχωρούνε ούλα κι άλλα κινούνται σε κυκλική πορεία και ξανάρχονται με απόλυτη ακρίβεια και θεϊκή σοφία. Κι άλλα αποφτάνουνε στην απεραντοσύνη και το απόλυτο, χωρίς τέρμα, χάος. Μέγεθος ασύλληπτο για τον εδικό μου πεπερασμένο νου. Ένας απ’ αυτούς τσοι χώρους είναι και ο χώρος τσ’ απεραντοσύνης τσ’ αιωνιότητος όπου «ψυχαίς των δικαίων αυλισθήσονται». Κι αφού «ου γαρ έχομεν ωδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» Εβρ.13,14.
Και πάλι εύκομαι από καρδιάς καλή πορεία στην ολάνθιστη και μοσκομυρισμένη εποχή τσ’ άνοιξης. Θεέ μου, βλέπε μας το νου μας και καθοδήγα μας στη καλή ντου χρήση.
Χριστός Ανέστη, Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Άτζεμπις = Άραγε
Πέργυρος = Περίβολος της εκκλησιάς
Ατζάκι ντου = Ποδαράκι, γάμπα
Κατεργάρης = Κατάδικος που δουλεύει σε κάτεργο
Σοντηρώ = Παρατηρώ επισταμένως
Τα όρη = Τα Λευκά Όρη