Εδά και κάµποσες µέρες σεργιανίζοµε στσ’ ηµεροµηνίες τουτουνά του κατάκαλου, για πολλούς, τελευταίου µήνα του καλοκαιριού. Οι καµπάνες των εκκλησιών σηµαίνουνε και καλούνε µε τα σύγχρονα καµπανίσµατά ντωνε στσ’ Όρθρους, τσοι ΄Σπερνούς και τσοι Παρακλήσεις, για την Υπεραγία Θεοτόκο, «δι ης εις ύψος ήρθη». Κι άλλοι πάλι, ξεφεύγουνε από τα πατροπαράδοτα δασκαλέµατα τση παράδοσης, από τη βιασύνη ντωνε. Και ούτε λίγο ούτε πολύ, δεν συµπεριφέρονται µε το σεβασµό απού τουτεσάς οι γι ηµέρες απαιτούνε.
Καιρός όµως ν’ αφήκοµε το καθένα να πορεύεται τη στράτα τσ’ επιλογής του. Κι εµείς να ταξιδέψοµε µε τη βοήθεια τση θύµησής µου και τη συντροφιά τση σκέψης µου και των αναµνήσεών µου, στσοι περασµένους χρόνους, απού οι γι αθρώποι είχανε τιµονιέρη και καθοδηγητή τση ζωής τωνε τη σοφή παράδοση, γι’ αυτό και κατέχανε να ξεχωρίζουνε τη σκόλη από τη καµατερή. Και για κείνο, ακλουθούσανε τα δασκαλέµατα των εντολών του Θεού «έξι ηµέρες να εργάζεστε, τη δε ηµέρα τη εβδόµη, Σάββατα Κύριον τον Θεόν σου», γι’ αυτό και ξαργιούσανε τσοι Κυριακές και ούλες τσ’ άλλες σκολάδες. Και µεροξηµερωνούντανε σύφωνα µε τσοι φυσικούς νόµους, απού τσ’ ακλουθούσαν κατά πόδας και όπως ο Προφήτης στον Ψαλµό 103 (Προιµιακό) µας λέει: «Έθου σκότος, και εγένετο νυξ. Εν αυτή διελεύσονται πάντα τα θηρία του δρυµού… Ανέτειλεν ο ήλιος, και συνήχθησαν και εις τας µάνδρας αυτών κοιτασθήσονται. Εξελεύσεται άνθρωπος επί το έργον αυτού, και επί την εργασίαν αυτού έως εσπέρας. Ως εµεγαλύνθη τα έργα σου, Κύριε! Πάντα εν σοφία εποίησας…»
Έτσα δα κιόλας κι εγίνουντανε, και παραφυλάγανε την όρεξή ντωνε για τα υπόλοιπα, για τσ’ αργίες και τσοι σκολάδες. Όπως η παράδοση τσοι καθοδήγα και καταθέτανε τουτεσάς τσοι µέρες την ευγνωµοσύνη ντωνε στο Θεό, που όπως λέει στο Ευαγγέλιο ο Χριστός: «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ματθ. 5, 45), εξεκουράζανε τα κορµιά ντωνε από τον κάµατο τσ’ εργασίας και σµίγανε σε συντροφιές και παρέες «και κλέφτανε µια του Χάρου», όπως ελέγανε.
Γι’ αυτό και τουτονέ το µήνα, η θύµηση µου µε ταξιδεύει στσ’ αναµνήσεις µου. Στον ευλοηµένο καιρό απου οι φιλιές αναγνωρίζουντανε κι οι δικολογιές εγνωρίζουντανε. Στσοι χαριτωµένες µέρες απου φέρνανε όλο και πλια κοντά το πανηγύρι µας. Ούλα αλλάσανε από µέρα σε µέρα κι εγίνουντανε οµορφότερα. Κάτασπρα τα σπίθια του χωριού και χαρούµενες οι γι όψεις τω χωριανώ, επεριµένανε να ξηµερώσει η παραµονή. Απου νωρίς αρχινούσανε να ‘ρχονται ο µουσαφίρηδες πανηγυριώτες, απούρχουντανε να συνεορτάσουνε και να συµπροσευχηθούνε στη Παναγία, Πολιούχο τσ’ ενορίας µας µε τσοι δικολογιές τωνε.
Γι’ αυτό κι οι στράτες του χωριού εγίνουντανε πολυσύχναστες, και κάθε τόσο εγροικούντανε καινούργια καλωσορίσµατα και χαιρετούρες. Κι ύστερα από τη θρησκευτική πανδαισία του σπερνού, αρχινούσανε να γροικούνται τα πρώτα ακούσµατα από τα βιολιά, τσοι λύρες και τα λαγούτα, από τσοι ζυγιές των οργανοπαιχτών απου εφιλοξενούντανε στσοι καφενέδες του χωριού, κεινηνά τη χρονιά. Απου δεν αργούσανε να µερακλώσουνε κάποιες συντροφιές απου επιάνουντανε στο χορό κι εζωγραφίζανε µε τα ζάλα ντωνε τσοι σερτούς, τσοι καλαµαθιανούς και τα αθάνατα χανιώτικα πεντοζάλια, µε τη χαρακτηριστική ντωνε λεβεδιά κι ασβελτοσύνη.
Γιατί κεινονά το καιρό, σαν επιάνουντανε στο χορό, δεν εχοροπηδούσανε, χασκογελώντας και κουβεδιάζοντας, παρά εγροικούσανε τα όργανα και προσαρµόζανε τσοι κινήσεις των. Και σαν κάποιος ήτανε ατζαµής και ξέφευγε από το σωστό ρυθµό, οι γι αετονύχηδες οργανοπαίχτες τον επαναφέρνανε και παράλληλα του φωνάζανε: «στην αυλακιά µωρέ»… Γιατί τουτεσάς οι γι ώρες του γλεντιού ήτανε ιερές και τσοι σέβουντανε όπως όντενε προσευχούντανε.
Αναστορούµαι τον αφέντη µου στα καλά ντου, όντεν επιάνουντανε στο χορό την ώρα απου αυτοσυγκεντρώνουντανε για να ξεκινήσει, έτρεµε σύγκορµος. «Γιατί η λεβεδιά ‘ναι µια πληγή που πάντα αίµα τρέχει,/ Θεέ µου και πώς τη νταγιαντά εκείνος που την έχει». Κι έτσι εξεκίνα αποβραδίς το πανηγυριώτικο γλέντι κι εσυνεχίζανε ταχιά µε τον Όρθρο και τη Θεία λειτουργία. Κι ύστερα απολούτουργα, να κορυφώνονται οι κοινωνικές σχέσεις µε τσοι χαιρετούρες, τα καλωσορίσµατα και τα καλέσµατα, απου εγίνουντανε πολυσύχναστα και πολύβουα τα σπίθια τω χωριανώ, απου ήτανε οι πόρτες τωνε ανοιχτές κι οι τάβλες τωνε στρωµένες.
Για να συνεχιστεί τ’ απογεµατάκι το πανηγυριώτικο ξεφάντωµα στσοι καφενέδες, µε τσοι ζυγιές, τα όργανα να δούνουνε κέφι, οι χορευτάδες θέαµα κι ο έρωτας να περιτριγυρίζει για καινούργια θύµατα. Γι’ αυτό και το πανηγύρι κάθε χρόνο το περιµέναµε µε αγωνία.
Θεέ µου φύλαε το νου µας και καθοδήγα µας για καλή χρήση.
Πολλά τα έτη σας αναγνώστες και αναγνώστριες, κι αναζήτηχτοι.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κατέχουνε = Ξέρανε
Σκόλη = Εορτή
Καµατερή = Εργάσιµη
∆ικολογιές = Συγγενολόι
Γροικάτε = Ακούγεται
Ζυγιά = Το ζευγάρι οι γι’ οργανοπαίχτης (Λύρα γη Βιολί και Λαγούτο)
Ζάλα = Βήµατα
Ασβελτοσύνη = Πολύ γρήγορα
Αναστορούµαι = Θυµούµαι
Αφέντη µου = Πατέρα µου
Νταγιαντά = Αντέχει
Ταχιά = Αύριο
Όντεν = Όταν