Ετσά εσυνέχιζε τη πορεία ντου οθέ το τέλος του κι ο δεύτερος φθινοπωρινός μήνας, ο Οκτώμπρης.
Πότε να συμπεριφέρεται όπως τονέ θέλει η γι εποχή ντου, σκυθρωπό και κατσούφη, και πότε θεοπάλαβο και παιχνιδιάρη. Με το να παίζουνε τα νεφαλάκια στον ουρανό σα τα κουζουλά το χωστό με τον ήλιο. Εικόνες απού μερκές απ’ αυτές τσ’ αντιγράφει από άλλες εποχές, όπως είναι η γι άνοιξη, γη κι ακόμη ήταν και φορές απού θύμιζε και τοτεσάς κατακαλόκαιρο. Μόνο πως και πάλι, ύστερα από τα φαντασμαγορικά ηλιοβασιλέματα, αναζητούσανε τσοι ζακέτες τωνε όσοι ‘τανε όξω, κι εγουστάρανε το μέσα, όπως έλεγα κι οπροχθές. Κι ετσά ελιγοστεύανε τα φύλλα του ημεροδείχτη με τσοι δικές του ημερομηνίες. Κι επερνούσανε οι γι ημέρες, για να ξημερώσει μια πρωινή απού τη συνέχεια την έπαιρνε ο τελευταίος φθινοπωρινός μήνας ο Νοέμπρης για την πορεία του ετήσιου κύκλου.
Κι ετσά, με τη σκυτάλη τση διαδρομής ανά χείρας μεροξημερώνουντανε οι γι αθρώποι του παλιού καιρού. Ακλουθώντας από κοντά τη παραδοσιακή ζωή, όπως ήτανε μαθημένοι. Μόνο όμως οι γι αθρώπινες αδυναμίες τωνε τσ’ υποχρεώσανε να κολλήσουνε του Μεγαλομάρτυρα Αγίου Γεωργίου το προσωνύμιο του μεθυστή. Γιατί τούτηνα την εποχή εξεκινούσανε οι κρασοπαραγωγοί συχνές δοκιμές στα καινούργια σοδειάς κρασιά ντωνε. Γι’ αυτό και τσ’ αργαδενές στσοι καφενέδες σαν είχε κάποιος πολλά λόγια τον εκακολογούσανε «πως είχε ξηλώσει τσοι κουνούπους».
Τσοι καματερές μέρες εδά τουτουνά του μήνα, αφήνανε οι χωριανοί μας κείνουνα του καιρού τσοι αυλές τωνε, με τ’ ανθισμένα Αγιοδημητράκια και τσ’ ανέσεις τω σπιθιώ ντωνε κι εστρατοπεδεύανε συγκούρμουλες οι γι οικογένειες στα λιόφυτα για το μάζωμα των ελιώ, γη στα καματερά χωράφια. Για να συνεχίσουνε τη σπορά τω δημητριακών.
Μέσα σε τουτηνά την ατμόσφαιρα τσ’ απόλυτης σιωπής που κιανείς ήχος δεν ετάρασσε την ηρεμία απού επικρατούσε, πέρα από το θρόισμα των φύλλω, ανάλογα με την ένταση του αέρα, τα κελαηδήματα από τα πουλιά, απού ετραγουδούσανε τσοι δικούς τωνε σκοπούς, παίζοντας με τα πεταρίσματα ντωνε κι απολαμβάνοντας την ελευθερία ντωνε μέσα στην αγνή παρθένα φύση. Άλλες βοές δεν υπήρχανε τοτεσάς παρά μόνο τα ρυθμικά κι απαλά χτυπήματα απού εγροικούντανε από τα ραβδάκια τω μαζωχτάδω. Τσ’ ελιές απού τραβαγιάρανε πέφτοντας στα σκαλοπάθια του τριποδιού. Και τα βαταλαλήματα απ΄ό τσοι μαζώχτρες και τσοι μαζωχτάδες απού τούτεσας τσ’ ώρες τσοι δύσκολες και κουραστικές εκείνοι ανακουφίζουντανε με τ’ αναμεταξύς τωνε πειράγματα και τα τραγούδια.
Γιατί στ’ αλήθεια κείνηνα η γι εποχή με τσοι πολλές δυσκολίες και με τα πολλά βάσανα ήτανε χιλιοτραγουδισμένη. Σε αντίθεση με τουτηνέ την εποχή, τσ’ ευμάρειας και των ανέσεων, απού επικρατεί η γι απόλυτη σιωπή μεταξύ των αθρώπω, σε ανησυχητικό επίπεδο τση μουγκαμάρας. Κι αν ετσά επερνούσανε στα λιόφυτα οι μαζώχτρες κι οι μαζωχτάδες. Τσ’ ίδιες ώρες οι ζευγάδες απού δεν απομένανε μονάχα, γιατί τσοι συντροφεύανε οι τρουλίτες με τα ιδιόρρυθμα κελαηδήματα ντωνε και παιχνιδιάρικα πετάγματα ντωνε. Και μετά από τόσανα χρόνια απομέμνουνε ανεξήγητες οι γι εικόνες απού τσ’ αναστορούμαι με περίσσια συγκίνηση, που όξω από πίσω και σε μικρή απόσταση από τ’ αλέτρι ακλουθούσανε οι σεισορές, κουνώντας πέρα δώθε τσ’ ώρες των, ψάχνοντας τη τροφή ντωνε από τη καινουργιοανοιγμένη αυλακιά απού είχε ανοίξει τ’ αλέτρι στο πέρασμα του. Κι ετσά επερνούσανε οι γι ημέρες τουτουνά του μήνα κεινουνά του ευλοημένου καιρού.
Εν τω μεταξύ, τούτεσας τσοι δύσκολες μέρες απού οι χωριανοί μας εβασανίζουντανε με τσ’ αγροτικές τωνε υποχχρεώσεις και τα νοικοκυριά ντωνε στο χωριό ήτανε κλειστά. Επχιαίνανε και τα σκολιαρούδικα, σαν εσκολνούσανε στα λιόφυτα, απού ήτανε οι Μανάδες τωνε για φαϊτό. Γιατί ετσά ‘τανε αβιζαρισμένα αποβραδίς από τσοι Μανάδες τωνε «Σα σκολάσετε παιδί μου, νάρθετε στσ’ ελιές, γιατί εκειά θα σας εβαστώ το φαγάκι σας. Για να φάτε και να διαβάσετε εκειά. Ώστε να ακούσομε τη καμπάνα να σας ειδοποιεί για τ’ απογεματινό μάθημα». Γιατί τσοι περασμένους χρόνους εκάνανε μάθημα πρώι κι απόγεμα και κλείνανε τσοι συβουλές τωνε οι Μανάδες με τη προτροπή και να ‘στε στο δρόμο προσεχτικά και ήσυχα κι εγώ ταχιά απού θα βγάλομε τσ’ ελιές θα σας εκάμω κουταλίτες με το καινούργιο λάδι να τσοι φάτε με το πετουμέζι.
Ετσά επερνούσανε οι γι αθρώποι του παλιού καιρού και με τούτεσας τσοι δυσκολίες απαλεύανε. Κι ετσά εσυνεχίζανε το λιομάζωμα, ώσπου όπου εκάνανε το σώρο τσ’ ελιές κι ήρχουντανε κι σειρά ντωνε, γιατί ‘τανε και μέρες απού τ’ αλιτριβίδια είχανε ρεβαϊσι και δεν επρολαβαίνανε οι γι αργοκίνητες φάμπρικες. Γιατί πέρα από τσοι μυλόπετρες απού τσοι γυρίζανε μπεγίρια γη μουλάρια. Ούλα τ’ άλλα εγινόντανε με τα χέρια και το μπέτη απού εσπρώχνανε το πασούλι (φωτογραφία φάμπρικας και μια φωτογραφία από το λιομάζωμα τω περασμένω χρόνω)
Σαν ήρχουντανε δα οι γι αλιτριβιδιάροι, επαίρνανε τσ’ ελιές για βγάλσιμο. Επεριμένανε ύστερα το τρισευλογημένο μαξούλι, το ολόχρυσο προϊόν απού ολοχρονίς του χρόνου ανακούφιζε οικονομικά και διατροφικά τσοι ελαιοπαραγωγούς. Απού εκτός των άλλων απού χρησιμεύει, συντροφεύει τσ’ ορθόδοξους χρισιανούς και μετά θάνατο με τα καντηλάκια απού τρεμοσβήνουνε τα Σαββατόβραδα στα νεκροταφεία. Επραγματοποιούσανε κι οι νοικοκεράδες την υπόσχεση ντωνε με τσοι κουταλίτες. Και τέλος το συμπέρασμα πως τα βάσανα κι οι δυσκολίες σα περνούνε, γίνονται οι καλύτερες κι ομορφότερες αναμνήσεις.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ώρα καλή σας Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Οθέ = Προς
Οπροχθές = Προχθές
Χωστό = Κρυφτό
Κουζουλός = Τρελός
Αργαδινές = Βράδια
Ξηλώνω = Διώχνω
Καματερή = Εργάσιμη
Συγκούρμουλες = Όλοι μαζί
Καματερά χωράφια = Καλλιεργημένα χωράφια
Γροικώ = Ακούω
Τραβαγιάρω = Κάνω φασαρία
Βαταλαλώ = Φλυαρώ
Αβιζέρνω = Επισημαίνω, ειδοποιώ
Ταχιά = Μεθαύριο
Κουταλίτες = Τηγανίτες (τηγανίτα μιας κουταλιά ζύμη)
Απαλεύανε = Αγωνίζουντανε
Ρεβαϊσι = Μεγάλη ένταση, φούρια
Μαξούλι = Εισόδημα
Αναστορούμαι = Θυμούμαι
Σεισόρας = Σουσουράδα
Μπέτης = Στήθος
Πασούλι = Τα πλάγια ξύλα του Εργάτη τση φάμπρικας