Παρασκευή, 10 Ιανουαρίου, 2025

«Η γραφή είναι ένα φάσμα στο οποίο μπορεί κανείς να περνά από το ένα είδος στο άλλο»

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΑΛΑΜΠΑΝΙΔΗΣ

Ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης (Θεσσαλονίκη, 1980) σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στη Θεσσαλονίκη και το Παρίσι. Είναι διδάκτορας Συγκριτικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Το βιβλίο του Ευρωκομμουνισμός: Από την κομμουνιστική στην ευρωπαϊκή Αριστερά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις. Επ’ αφορμή της κυκλοφορίας της συλλογής διηγημάτων Largo (Πόλις, 2020), του ζητήσαμε να μας απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ιδού τι μας απάντησε!

Σύστησέ μας το Largo.
Το Largo είναι μια συλλογή δεκαπέντε διηγημάτων, ιστορίες σε μικρή φόρμα και σε διαφορετικές τονικότητες. Η ατμόσφαιρα στην οποία κινούνται είναι, θα λέγαμε, ένας μαγικός ρεαλισμός δωματίου, χαμηλόφωνος και υπαινικτικός. Όπως φανερώνει ο τίτλος (largo είναι ένας πολύ αργός μουσικός ρυθμός), τα διηγήματα περιστρέφονται γύρω από την έννοια του χρόνου και του ρυθμού – της ζωής των ανθρώπων, εννοείται. Τρόπον τινά αποτελούν μια μεταμφιεσμένη «κοινωνιολογική» ματιά στον ψυχισμό της εποχής, ιδίως της γενιάς των συνομηλίκων μου, που την παρασέρνουν ιλιγγιώδεις ταχύτητες ενώ ταυτόχρονα παραμένει καθηλωμένη νοσταλγώντας κάτι που της διαφεύγει.

Το Largo αποτελεί την πρώτη σου λογοτεχνική απόπειρα. Πώς βίωσες τη μετάβαση από τις πολιτικές επιστήμες στη λογοτεχνία;
Δεν ήταν μετάβαση αλλά περισσότερο η αποκάλυψη μιας παράλληλης ζωής. Η γραφή είναι ένα φάσμα στο οποίο μπορεί κανείς να κινείται, λιγότερο ή περισσότερο επιδέξια, περνώντας από το ένα είδος στο άλλο. Ειδικά όταν πρόκειται για τις κοινωνικές επιστήμες, που προσπαθούν να βάλουν σε τάξη το χάος της ανθρώπινης κατάστασης που δεν υπακούει στους αυστηρούς νόμους της φύσης, τα σύνορα με τη λογοτεχνία είναι διάτρητα. Λογοτεχνική και επιστημονική ματιά, κατά τη γνώμη μου, είναι διαφορετικά πρίσματα μέσα από τα οποία προσπαθούμε (ματαίως) να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει γύρω μας και να του δώσουμε ένα σχήμα.

Διαβάζοντας κανείς τα διηγήματα της συλλογής, νιώθει να κατανοεί τη διαδικασία κατασκευής τους. Η ιδέα μοιάζει να προηγείται, για να ακολουθήσει η αναζήτηση των χαρακτήρων, του τόπου και των μέσων ώστε η αρχική ιδέα να μετατραπεί σε διήγημα. Κατά πόσο ισχύει αυτή η υπόθεση εργασίας;
Πολύ ενδιαφέρον αυτό που λες, δεν το είχα σκεφτεί! Γράφει κανείς σε ένα βαθμό διαισθητικά, εννοώ χωρίς πάντα να προσχεδιάζει – τουλάχιστον εγώ, που ποτέ δεν τα πήγα καλά στη μεθοδολογία. Καμιά φορά χρειάζεται να έρθει κάποιος τρίτος για να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τη μέθοδο εργασίας. Πράγματι, στην περίπτωσή μου, προηγείται η ιδέα, συνήθως παράδοξη, ανοίκεια ή αστεία, ένα παιχνίδι διαστρέβλωσης μιας κατάστασης που μπορεί να συναντάται στην πραγματική ζωή. Και μετά ακολουθεί η ανάπτυξη και η επένδυση. Τώρα που το σκέφτομαι, θα ταίριαζε το μότο των φονξιοναλιστών «form follows function»: προηγείται αυτό που θες να πεις και το πώς θα λειτουργήσει αφηγηματικά, και έπεται η φόρμα που το υπηρετεί.

Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, ενώνει τα διηγήματα της συλλογής είναι το παράδοξο που προσφέρει μια λοξή ματιά στη φαινομενικά γνώριμη πραγματικότητα. Να υποθέσω πως εδώ ίσως βρίσκονται κάποιες από τις λογοτεχνικές σου επιρροές;
Έτσι είναι. Αυτό που προσπάθησα, πετυχημένα ή όχι, είναι να πάρω μια απόσταση από τον ρεαλισμό, από την ηθογραφία, που είναι μια βαθιά ριζωμένη «γραμμή» στη λογοτεχνία μας, και βέβαια από τις ευθείες ιστορικο-κοινωνικές αναφορές. Και αυτό ναι, έχει να κάνει με ορισμένες επιρροές. Για να μην πετάω σωρηδόν ονόματα, όπως συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις, θα αρκεστώ να αναφέρω τους μαγικούς κόσμους του Καλβίνο ή του Μουρακάμι, του Σαραμάγκου ή του Σάμπατο, ή στα καθ’ ημάς γραφές όπως η Ζατέλη, η Μπουραζοπούλου, ο Βακαλόπουλος. Ακόμη ίσως και εντυπώσεις παιδικών διαβασμάτων, όπως οι παράδοξες ιστορίες του Τζιάνι Ροντάρι.

Βρήκα ιδιαιτέρως απολαυστικά τα διηγήματα εκείνα που στο επίκεντρό τους έχουν το εργασιακό περιβάλλον. Το πικρό γέλιο που πηγάζει από αυτά αποτελεί έναν κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό των συνθηκών που επικρατούν στα εργασιακά;
Με αιφνιδιάζει κι αυτή η παρατήρηση, νόμιζα ότι τα συγκεκριμένα διηγήματα είναι κάπως αδύναμα. Υποθέτω όμως ότι κάτι πιάνουν από το πνεύμα της εποχής, μια ασφυκτική υλική συνθήκη που αφορά ιδίως τη γενιά μας. Για να το πω κάπως κοινωνιολογικά, μια γενιά υψηλών προσδοκιών, εξαιρετικά μορφωμένη, με ισχυρή μετα-υλιστική ταυτότητα, που προσγειώθηκε απότομα στη ματαίωση. Παραφράζοντας αυτό που γράφει ωραία ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης στο Κάποιοι άλλοι, μεγαλώσαμε πιστεύοντας ότι θα γίνουμε ήρωες ταινίας του Γούντυ Άλεν και βρεθήκαμε καθηλωμένοι στην ιδιαίτερη ανθρωπολογική συνθήκη που λέγεται υπάλληλος γραφείου.
Σε αρκετά από τα διηγήματα επιλέγεις ως τόπο ένα μέρος φανταστικό, το οποίο επιπρόσθετα βρίσκεται συχνά εκτός Ελλάδος. Πώς προέκυψε αυτό;
Είναι κι αυτός ένας τρόπος να γυρίζεις τον κόσμο, πού λεφτά για ταξίδια… Σοβαρά τώρα, η επιλογή αυτών των τόπων έχει να κάνει με την προσπάθεια αποστασιοποίησης από τον ρεαλισμό. Εξάλλου, δεν είναι πραγματικοί τόποι – δεν έχω πάει ποτέ στην Ιαπωνία, στη Γερμανία του ’60, σε αμερικανική εταιρεία χάρτου, ούτε στην ανύπαρκτη πολίχνη της Μυρσίνας στην περιφέρεια Τρικάλων. Είναι μάλλον ψυχικές γεωγραφίες, που όχι εντελώς αυθαίρετα επενδύουν την ιδέα κάθε διηγήματος. Χωρίς βέβαια να κάνω συγκρίσεις, ο Γκάτσος έγραψε το καλύτερο ποίημα του, την «Αμοργό», αν και δεν είχε ποτέ επισκεφθεί το νησί.

Είναι, πιστεύεις, εφικτό ο συγγραφέας να αφήσει τον εαυτό του, και στην περίπτωσή σου και τις σπουδές του, έξω από την ιστορία του;
Νομίζω πως όχι, αν και αυτό μπορεί να συνδέεται με τη δική μου αδυναμία να αποστασιοποιηθώ από άλλους ρόλους και ταυτότητες. Εν πάση περιπτώσει, σε ό,τι με αφορά, οι άλλοι εαυτοί φυτρώνουν εκεί που δεν τους σπέρνεις. Αν εκ πρώτης όψεως το Largo μοιάζει μια υπαρξιακή-μεταφυσική αναζήτηση, από κάτω κρύβεται η ματιά του ιστορικού και πολιτικού επιστήμονα που ενδιαφέρεται να αποτυπώσει, έστω εμμέσως, στοιχεία του ψυχισμού μιας γενιάς. Μήπως ο ένας πάει να ελέγξει τον άλλο; Και πώς συμβιώνουν, πότε τσακώνονται και πότε τα βρίσκουν; Ωραία ιδέα για ένα μετα-διήγημα!

Όσο γράφεις, ζητάς τη γνώμη κάποιου ή κάποιων; Έχεις βρει τον ιδανικό σου αναγνώστη; Θα μπορούσε να είναι ο επιμελητής στον ρόλο αυτόν;
Φυσικά, η ιδανική μου αναγνώστρια όμως φωνάζει από το διπλανό δωμάτιο να μην αποκαλύψω περισσότερα. Ειδικά για το Largo, είχα και τον προσωπικό μου «σύμβουλο», που με ενθάρρυνε να ξεπεράσω τις ντροπές. Είναι αλήθεια πάντως ότι «θεσμικά» τον ρόλο αυτόν θα έπρεπε να παίζει ένας παρεμβατικός επιμελητής, αναγκαίος ιδίως για να περιορίζει τον ναρκισσισμό των συγγραφέων, που πάντα θεωρούν ότι έχουν κάτι πολύ σημαντικό να πουν. Τον ρόλο αυτό, πάντως, αναπληρώνουν οι (καλοί) εκδότες όταν σε βοηθάνε να αφήσεις απέξω τα περιττά και οι διορθωτές-επιμελητές όταν ενθαρρύνονται να κάνουν ουσιαστικές παρατηρήσεις, πέρα από τα τυπογραφικά και γλωσσικά ολισθήματα.

Θα δοκίμαζες να γράψεις μυθιστόρημα;
Τρομάζω και μόνο στη σκέψη. Είναι σαν να περνάς από τις σονατίνες στη συμφωνία, σοβαρεύουν τα πράγματα. Μου αρέσει η μικρή φόρμα, έχει κάτι από την ελευθερία του δοκιμίου σε σχέση με το επιστημονικό σύγγραμμα. Από την άλλη, το μυθιστόρημα είναι πρόκληση να κάνεις κάτι σύνθετο, πολυφωνικό. Ας μην είμαστε φορμαλιστές πάντως, η φόρμα, μικρή ή μεγάλη, υπηρετεί την ιδέα και αυτό που θες να πεις. Έχει και μια δυσκολία η εποχή με το μυθιστόρημα, η γενιά μας έχει βγάλει σπουδαία δείγματα μικρής φόρμας, αλλά σαφώς λιγότερα μυθιστορήματα. Ίδωμεν.

Κάτι καλό που διάβασες τώρα τελευταία;
Έχω στο κομοδίνο το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά του Robert-Penn Warren. Πολυεπίπεδο, αντιφατικό, με πολιτικό θέμα που πάει πέραν της πολιτικής, όπως όλα τα μεγάλα μυθιστορήματα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα