Ένα γλαστράκι µε ένα φυτό που φύτεψαν τα ίδια, στην αυλή του Κρητικού Παραδοσιακού Σπιτιού Σούδας, πρόσφεραν τα παιδιά της Σούδας στις γιαγιάδες και στους παππούδες τους, την Κυριακή 1 Οκτωβρίου µε αφορµή την Παγκόσµια Ηµέρα των Ηλικιωµένων.
Σε µια συµβολική κίνηση, κατά τη διάρκεια του δρώµενου της αναβίωσης των «Τρυγοπατηµάτων» που πραγµατοποιήθηκε εκεί. Ένα φυτό σε ένδειξη ευγνωµοσύνης και αγάπης για τους δηµιουργούς της ζωής τους που θα ριζώσει και θα φουντώσει, σαν την παράδοση της Κρήτης που εκείνοι εκπροσωπούν και επιµένουν να µεταλαµπαδεύουν στις νεώτερες γενιές. Όπως ακριβώς πράττει µε περίσσιο ζήλο και µια άλλη γιαγιά που συνάντησα τις προάλλες στην αυλή της, στο Λούλο Κεραµειών, σκέπτοµαι.
ΜΙΑ Ι∆ΙΑΙΤΕΡΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Και αυτόµατα η σκέψη µου ξεπεζεύει σε εκείνη την τόσο ιδιαίτερη συνάντησή µας κάτω από τη γενναιόδωρη σκιά ενός ζευγαριού γιγάντιων δέντρων. Ένας πρίνος και ένα κατσοπρίνι που η θωριά τους δικαιώνει τη ρήση του Κωστή Παλαµά: «Φτάνει ένα δέντρο στο ναό της φύσης να σε µπάσει.»
Από αυτή την όµορφη παραδοσιακή αυλή βιγλίζει τα βουνά του Αποκόρωνα και τις αετήσιες Καµπιανές Μαδάρες η ∆ήµητρα Μαζανάκη, το γένος Σκουµπάκη, η γριά Μαζάναινα, όπως την αποκαλούν στο χωριό της, εκατό δύο ετών σήµερα. Γέννηµα και θρέµµα του Λούλου, ρίζωσε σε τούτη την αυλή σαν τα αιωνόβια πρινάρια της. Η ίδια λέει ότι την ξέχασε ο Θεός, ωστόσο η διάθεση της για ζωή ανάµεσα στην αγάπη των δικών της είναι εµφανής και αξιοθαύµαστη. Οκτώ παιδιά, είκοσι εγγόνια και δεκαεπτά δισέγγονα, οι απόγονοί της για τους οποίους δεν µπορεί να κρύψει την υπερηφάνεια της.
ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ
Όπως υπερήφανη νιώθει και για το Γιώργο Μαζανάκη, τον άντρα της, το καντούνι των Κεραµειών, όπως τον αποκαλεί…«Για δες επαέ ένα λεβέντη» µου λέει και µου δείχνει τη φωτογραφία του. Τρίαντα χρόνια Πρόεδρος στα Παπαδιανά, και αν έκανε καλό στα χωριά µας… Και ανέ µπήκανε άνθρωποι στο σπίτι µας, χίλιες φορές, δικοί και ξένοι….»
Και ο νους της φτερουγίζει σε αυτές τις ανεξίτηλες στη µνήµη της στιγµές φιλοξενίας και στα γλέντια στα βαφτίσια, στους αρραβώνες και στους γάµους των παιδόγγονων της που έγιναν στην ίδια αυλή. Αλλά και στις δυσάρεστες στιγµές και τις αναποδιές της ζωής της που δεν έλειψαν και που, όπως οµολογούν οι δικοί της, στην προσπάθεια τους να δικαιολογήσουν « τον πολυχρόνη», τις διαχειρίστηκε µε αξιοθαύµαστη λογική.
ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ «ΤΟΥ ΠΟΛΥΧΡΟΝΗ»
Αυτό το µυστικό της µακροζωίας της ζητώ να µάθω και τη ρωτώ για τις διατροφικές της συνήθειες.
Ένα βραστάρι από κεραµειανή µαλοτήρα και δυο παξιµάδια για πρωινό και ένα ποτήρι κρασί, που έγινε τελευταία τσικουδοπότηρο, στο µεσηµεριανό της και στο βραδινό της. Έγνοιες της µια ζωή, οι ελιές, τα αµπέλια, τα πρόβατα και τις ώρες της ξεκούρασης το εργόχειρό της, µια µεγάλη της αγάπη που επιµένει ακόµα να υπηρετεί. Αυτά τα έργα της χειρός της µου δείχνει µε καµάρι και µε ένα τρόπο εγκάρδιο που µε συγκινεί µου προσφέρει δύο από αυτά.Ένα µικρό πολύχρωµο χαλί και ένα καλαθάκι. « Πάρτο, κάτι θα βάλεις µέσα», µου λέει και τα µάτια της λάµπουν. Αεικίνητη και ακούραστη η ∆ήµητρα Μαζανάκη ποτέ δεν παραιτήθηκε από τη ζωή. Εξακολουθεί να δίνει και να παίρνει αγάπη.
ΟΙ ΡΙΜΕΣ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ωστόσο ο λόγος της επίσκεψής µου, ακόµα δεν είχε εκπληρωθεί, αφού είναι γνωστό στην περιοχή των Κεραµειών ότι η ∆ήµητρα Μαζανάκη είναι η ίδια λαογραφικός θησαυρός. Απαγγέλλει σαν χείµαρρος γνωστές και λιγότερο γνωστές µαντινάδες, αλλά και πολύστιχα ιστορικά τραγούδια.«Πέντε χιλιάδες στράτευµα Καστρινορεθυµιώτες» το πρώτο, το «Αρκαλοχωριτάκι» το δεύτερο και το τρίτο ένα τραγούδι για το Βενιζέλο.
Το τραγούδι αυτό της το έµαθε ο δάσκαλος στο ∆ηµοτικό σχολείο των Αχλάδων Κεραµειών, ο γνωστός Αποκορωνιώτης ριµαδόρος Παντελογιάννης που σε όποια σχολεία και αν υπηρέτησε χάρισε στους µαθητές του παιδεία µε εθνικό προσανατολισµό προσαρµοσµένη στις ανάγκες της εποχής του.
ΜΙΑ ΠΡΟΤΑΣΗ
∆εν ξέρω µετά βεβαιότητας, αν έχει εκδοθεί το τραγούδι αυτό (µάλλον πως όχι). Όµως, αυτό που έχει ιδιαίτερη σηµασία στην περίπτωση µας, είναι το ύφος της ποιητικής αυτής αφήγησης και το πάθος της απαγγελίας. Ένα πάθος που δεν προέρχεται µόνο από το θαυµασµό της γιαγιάς στο µεγάλο Κρητικό πολιτικό, αλλά και από την ανάγκη που νιώθει να µεταδώσει την ποιητική παράδοση της Κρήτης. Επιθυµία που έχει γίνει αντιληπτή από τους δικούς της ανθρώπους και που οδήγησε τον εγγονό της Ιωσήφ Μαζανάκη στην αποτύπωση του τραγουδιού στο τετράδιο µε τις πολύτιµες ρίµες της γιαγιάς του. Σε κάθε περίπτωση µια ποιητική αφήγηση που πρέπει να καταγραφεί µε τη βοήθεια της τεχνολογίας. Πρωτίστως µια ενδιαφέρουσα προφορική αφήγηση για το Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών και Μελετών « Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»…σκέφτοµαι, στο δρόµο της επιστροφής.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥ∆Ι ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Αϊτέ που εκυνήγασε τα άγρια γεράκια, σώζουνται τα µετερίζια σου, στα φρούδια, στα χαράκια.
Μα φόρτωνες, φορτώνουσου, πέτρες κι εχτιζουµέντα και µοναστήρια και χωριά αντρεία εσωσαµέντα.
Απελπισµένοι ήµαστα από την τυραννία και τη σηµαία υψώσαµε εις τον Προφήτη Ηλεία.
Ήρθανε πλοία ελληνικά απ΄όξω απ το λιµάνι και ο Κουντουριώτης ναύαρχος βοήθεια να µας κάνει.
Τα πλοία εχαιρέτησε την Τουρκική σηµαία κι ακούσαµε φριχτή χαρά εκείνη την ηµέρα.
Μα όξω από πίσω φτάνουνε των Ευρωπαίων πλοία, σαν νά ‘χανε µε την Τουρκιά αγάπη και φιλία.
Στον Κουντουριώτη είπανε ευθύς να αναχωρήσει, στα κρητικά µας τα νερά να µην ξαναπατήσει.
Μα αυτός ευθύς των απαντά δεν θα αναχωρήσω και της πατρίδας τον εχθρό ήρθα να πολεµήσω.
Τούρκοι εκεί φυλάγανε πολλοί να µας πατήσουν, καλά πρεπε να το σκεφτούν από πριν να ξεκινήσουν.
Και όσες φορές πιαστήκαµε µε Τούρκους εις τη µάχη,οµπρός – οµπρός σε βρίσκαµε µε όπλο και σελάχι.
Όπως και αν πολέµησεςακούγονται οι αντρειές σου, οι φίλοι σε θαυµάζανε και οι συναγωνιστές σου.
Κάστρο τονε το στήθος σου, καµπάνα η φωνή σου, οι φίλοι σε εκτιµούσανε, σε τρέµανε οι εχθροί σου.
Η Ευρώπη σε αναγνώρισε πολιτικό κι αγώνα, τον πρίγκιπα Γεώργιο µας έφερε ηγεµόνα.
Ο πρίγκιπας αγκάλιαζε πολλούς και τσι είχε φίλους κι άλλους που αγωνιστήκανε τσι είχανε σαν τζι σκύλους
Σαν είδες µέγα αρχηγέ, του πρίγκιπα τη γνώµη, µε επιστολές στσι φίλους σου, την Κρήτη αναστατώνεις.
Σαν είδες πως ο πρίγκιπας δεν ήθελε κουβέντες, εσκέφτηκες το κίνηµα του 905(εννιακόσια πέντε)
Εσκέφτηκες και έκαµες ό,τι είχες εις το µάτι και µια βραδιά επήγαµε στο Θέρισσο το Μάρτη.
Έστειλαν χωροφύλακες και µας επολεµούσαν, ως και τα φρούδια τση Τουρκιάς κι αυτά µας εχτυπούσαν.
Εκάµανε τα πάδεινα για να µας διαλύσουν, µε Ρώσους και µε δίφορους για να µας ενικήσουν.
Τόσα κακά που πράξανε, δεν τα χωρεί σακούλα, προς χάρη σου εσκοτώσανε πολλούς και τον Παπούλια.
Του έθνους τς ατιµίες τους δεν θα τους λησµονήσεις, Μαρκάκη εσκοτώσανε, Μπολάνη και Κοιµίση.
Τόσα κακά που πράξανε ο κόσµος τα θυµάται και το κακό απ’ το κακό ποτέ δεν λησµονάται.
Αφού καταδεχτήκανε, έτσι να µας πληγώσουν, θα ‘ρθεις µια µέρα µε καιρό κι όλα θα τα πληρώσουν.
Βαριά θα κλαίει αρχηγέ η Κρήτη που σε γέννα, γιατί σε είχανε εξόριστο και πέθανες στα ξένα
Πόνο θλιφτό ακούσαµε αυτό το µαύρο µήνα, µουδέ νεκρό σε θέλανε, να µπεις εις την Αθήνα.
Σήµερα ηµέρα Παρασκή τ’ ακάθιστου του ύµνου, ξένοι κι Έλληνες στα Χανιά λαµπρή τιµή σου δίνουν.
Ήρθανε στην κηδεία σου απ’ όλη την Κρήτη σηµαίες , άνθη, στέφανα, υιέ του Ψηλορείτη.
Ήρθανε στην κηδεία σου σαλιβαροµιτανάδες, κορίτσια µε µαύρη τη στολή κι ήταν σαν καλογράδες.
Η λεβεντιά το σώµα σου, το φέρετρο τραβούσε και τα κορίτσια µε ανθούς απάνω τον ραντούσαν.
Για κανονιές ρίχνει βροντές, για δάκρυο ψιχαλίδα, και θαύµα µεγαλύτερο στη ζήση µου δεν είδα.
Με κανονιές και δάκρυα σε βάλανε στον τάφο, κλαίει η καρδιά µου και πονεί για τουτανά που γράφω.
Κι άλλα πολλά θα γράψω εγώ και σ’ άλλο το δευτέρι, αιώνια η µνήµη σου, Μέγα Αρχηγέ Λευτέρη.
Κι ο ποιητής που τα ‘γραψε δάκρυα µαύρα βγάνει και είναι από την Κάϊνα, τον λένε Παντελογιάννη.
*Η Μαρία Μαράκη είναι φιλόλογος- πρώην Λυκειάρχης.