Μέσα σε ελάχιστα εικοσιτετράωρα έχουν δολοφονηθεί τρεις ακόμα γυναίκες, ενώ μέσα στο πρώτο 7μηνο, δώδεκα θηλυκότητες έχασαν βίαια τη ζωή τους από τα χέρια των συντρόφων τους και της έμφυλης βίας. Mιας βίας που έχει εισχωρήσει για τα καλά στην «παραδοσιακή» ελληνική – κι όχι μόνο- οικογένεια, όπου οι ρόλοι είναι συγκεκριμένοι.
Φαίνεται όμως πως δεν είναι αρκετό τόσο αίμα για να υπάρξει μια ποινική και νομική θεσμοθέτηση του όρου, ούτως ώστε να διακρίνεται από τις υπόλοιπες ανθρωποκτονίες.
Φαίνεται επίσης ότι ο όρος από μόνος του ενοχλεί αρκετούς ανθρώπους με “ευαίσθητες” κεραίες, διότι γίνεται -μάλλον- μια διάκριση από μεριάς μας προς το γυναικείο φύλο και τις θηλυκότητες εν γένει, μιας και πολύ απλά «δεν τις θεωρούμε ανθρώπους» όσοι φωνάζουμε να τη λέμε με το όνομά της.
Δεν ενοχλεί όμως που τόσες γυναίκες φεύγουν από τη «ζήλεια», από το «ζήτησε διαζύγιο» κι από το «ήταν ήρεμο ζευγάρι, πέσαμε από τα σύννεφα»;
Μάλλον όχι…
Το μέγεθος της ανηθικότητας ενός φόνου δεν έχει καμία σχέση με το φύλο του θύματος, έτσι και ο νόμος, στην ουσία ηθική σε κανόνες, δεν πρέπει να κάνει διακρίσεις φύλων στην εφαρμογή του. Να μιλάμε όμως για γυναικοκτονία έχει νόημα για να καταλάβουμε τις κοινωνικές διαστάσεις του προβλήματος, και αυτές έχουν σχέση με το φύλο. Πως κάποιοι ανώμαλοι άντρες σκοτώνουν τις γυναίκες ή τις φίλες τους ενοχλεί άντρες και γυναίκες το ίδιο.
Αυτή η ρητορική επιθετικότητα απέναντι στο 99% των αντρών που δεν έχουν σχέση με οποιαδήποτε βία είναι άδικη και δημιουργεί τοξικότατα μεταξύ άντρα και γυναίκα