Η ιλαρά είναι μια από τις πιο επικίνδυνες και μεταδοτικές παιδικές ασθένειες, που μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές, ακόμη και το θάνατο των ασθενών.
Η επανεμφάνιση
Τελευταία σε Ευρωπαϊκές χώρες έχει εκδηλωθεί, μετά από πολλά χρόνια, επιδημία ιλαράς που βρίσκεται σε εξέλιξη. Κατά την περίοδο 2016-17 έχουν καταγραφεί περισσότερα από 14.000 περιστατικά σε όλη την Ευρώπη και 41 θάνατοι. Μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου του 2017 στην Ελλάδα έχουν καταγραφεί πάνω από 100 κρούσματα ιλαράς, με μεγαλύτερη συχνότητα στη Νότια Ελλάδα. Αφορούν κυρίως μικρά παιδιά από κοινότητες Ρομά, άτομα 25-44 ετών από το γενικό πληθυσμό, καθώς και επαγγελματίες υγείας που ήταν ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι. Γενικά, σε χώρες που δεν εφαρμόζεται συστηματικός εμβολιασμός, παρατηρούνται επιδημίες ιλαράς κάθε 2-4 χρόνια.
Μια σοβαρή νόσος
Η ιλαρά αποτελεί μια από τις βασικότερες αιτίες θανάτου μικρών παιδιών στον κόσμο, παρά το γεγονός ότι έχει ανακαλυφθεί εδώ και δεκαετίες φθηνό, ασφαλές και αποτελεσματικό εμβόλιο. Η νόσος, που προσβάλλει ακόμη και ενήλικες και μάλιστα με σοβαρότερη μορφή, προκαλείται από τον ομώνυμο ιό και είναι εξαιρετικά μεταδοτική.
Η ιλαρά έχει εξαλειφθεί από τις ανεπτυγμένες χώρες, λόγω των εκτεταμένων προγραμμάτων εμβολιασμού. Στις υπανάπτυκτες, όμως, χώρες πεθαίνουν κάθε μέρα από τη νόσο παραπάνω από 450 άνθρωποι, κυρίως παιδιά, παρά το γεγονός ότι για να εμβολιαστεί ένα άτομο χρειάζεται λιγότερο από 1 δολάριο! Αξίζει να σημειωθεί ότι η UNICEF έχει χορηγήσει δωρεάν πάνω από 200 εκατομμύρια εμβόλια στις χώρες του τρίτου κόσμου.
Τα συμπτώματα
Τα αρχικά συμπτώματα εμφανίζονται 8-12 μέρες μετά τη μόλυνση του παιδιού από τον ιό. Την 1η και τη 2η μέρα μετά την επαφή με άτομο που νοσεί, το παιδί παρουσιάζει πυρετό, αδυναμία, καταβολή, κόκκινα μάτια, διογκωμένους αδένες, ξηρό βήχα και μερικές φορές διάρροια. Την 3η μέρα ο πυρετός υποχωρεί και εμφανίζονται μικρές λευκές κηλίδες στο εσωτερικό του στόματος. Από την 4η μέχρι την 5η μέρα εμφανίζεται εξάνθημα στο δέρμα και ο πυρετός επανεμφανίζεται. Το εξάνθημα εξαπλώνεται από το μέτωπο και πίσω από τα αυτιά σε ολόκληρο το σώμα, με τη μορφή μικρών κόκκινων κηλίδων που εξέχουν ελαφρά. Την 6η μέρα το εξάνθημα αρχίζει να υποχωρεί με γρήγορους ρυθμούς (αφήνοντας συχνά ένα μικρό ξεφλούδισμα στο δέρμα), ενώ την 7η ημέρα όλα τα συμπτώματα έχουν υποχωρήσει. Ο ασθενής αναρρώνει πλήρως μετά σε 10-14 μέρες.
Επίσης, μερικά παιδιά παραπονιούνται ότι τα ενοχλεί το φως (φωτοφοβία), οπότε καλό είναι να παραμένουν σε χώρο με χαμηλό φωτισμό. Αν και το σύμπτωμα αυτό δεν είναι ανησυχητικό, θα πρέπει να ενημερώνεται άμεσα ο παιδίατρος, ώστε να αποκλειστεί η περίπτωση παρουσίας μηνιγγίτιδας, η οποία μπορεί να προκαλέσει το ίδιο σύμπτωμα.
Οι τρόποι μετάδοσης
Η ιλαρά μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων από τη μύτη ή το στόμα του ασθενούς και σπανιότερα με αντικείμενα που μολύνθηκαν πολύ πρόσφατα από ρινικές ή φαρυγγικές εκκρίσεις. Ο ιός εισέρχεται στο αναπνευστικό σύστημα, όπου εγκαθίσταται στο βλεννογόνο και τους επιχώριους λεμφαδένες και πολλαπλασιάζεται. Στη συνέχεια μεταφέρεται με τη λεμφική οδό στο αίμα και με αυτό σε διάφορα όργανα. Ο ιός απενεργοποιείται εύκολα στη φύση με τη ζέστη και το φως. Στον αέρα ή σε επιφάνειες δεν επιβιώνει περισσότερο από 2 ώρες.
Η ιλαρά παρουσιάζει πολύ υψηλή μεταδοτικότητα με ποσοστό δευτερογενούς προσβολής έως 90% μεταξύ επίνοσων ατόμων (π.χ. ατόμων που δεν έχουν κάνει εμβόλιο). Η μετάδοση γίνεται 4 ημέρες πριν την έκθυση του εξανθήματος έως 4 ημέρες μετά. Η νόσος δεν μεταδίδεται από και προς τα ζώα.
Η διάγνωση
Τις πρώτες ημέρες της ασθένειας, το άρρωστο άτομο δίνει την εικόνα κοινού κρυολογήματος, γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στη διάγνωση, που γίνεται με λήψη ιστορικού και κλινική εξέταση από παιδίατρο, ενώ σπάνια χρειάζονται εξειδικευμένες εργαστηριακές εξετάσεις (μοριακή ανίχνευση του ιού και των αντισωμάτων του). Σε υποψία, πάντως, παρουσίας κάποιων από τα αναφερόμενα συμπτώματα της νόσου, οι γονείς θα πρέπει να επικοινωνούν άμεσα με τον παιδίατρο.
Οι πιθανές επιπλοκές
Το πρώτο διάστημα μετά την εκδήλωση της νόσου, το ανοσοποιητικό σύστημα του παιδιού είναι εξασθενημένο, με αποτέλεσμα μια απλή ίωση ή μία διάρροια να απειλήσει ακόμη και τη ζωή του, ιδίως στις αναπτυσσόμενες χώρες, όπου τα υγειονομικά συστήματα είναι ανεπαρκή ή και εντελώς ανύπαρκτα. Η ιλαρά μπορεί να προκαλέσει αρκετές ήπιες ή σοβαρότερες επιπλοκές, όπως πνευμονία, βρογχίτιδα, ωτίτιδα, θρομβοπενία, εντερίτιδα και σπανιότερα μυοκαρδίτιδα, θρομβοφλεβίτιδα ή εγκεφαλίτιδα (λοίμωξη του εγκεφάλου).
Επίσης, μπορεί να προκαλέσει σε εγκύους αποβολή, πρόωρο τοκετό και γέννηση ελλιποβαρούς εμβρύου. Σε αναπτυγμένες χώρες έχουν αναφερθεί 1-2 θάνατοι ανά 1000 κρούσματα, ενώ σε αναπτυσσόμενες η θνητότητα μπορεί να φτάσει και το 25%.
Η θεραπεία
Δεν υπάρχει ειδική θεραπεία για την ιλαρά, αλλά η αντιμετώπισή της γίνεται με βάση τα παρατηρούμενα συμπτώματα. Το εξάνθημα της νόσου διαρκεί συνήθως 7-9 μέρες και ο άρρωστος αναρρώνει πλήρως μετά από 2-3 εβδομάδες. Στο διάστημα αυτό θα πρέπει να προστατευθεί από εξωτερικούς βλαπτικούς παράγοντες, όπως είναι οι βακτηριακές λοιμώξεις. Επίσης, οι γιατροί έχουν τη δυνατότητα να χορηγήσουν αντιβιοτικά για λοιμώξεις που προκαλούνται από μικρόβια, αντιπυρετικά για τον πυρετό, καθώς και έτοιμα αντισώματα (γ-σφαιρίνη) ενίσχυσης του ανοσοποιητικού συστήματος ευπαθών οργανισμών. Επειδή, πάντως, η νόσος είναι ιδιαίτερα μεταδοτική, μπορεί να προσβληθεί ακόμη και το 90% των ατόμων που έρχονται σε επαφή με τον ασθενή και δεν έχουν εμβολιαστεί, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνονται οι απαραίτητες προφυλάξεις.
Όσα άτομα προσβάλλονται από ιλαρά, θα πρέπει να καταναλώνουν πολλά υγρά, να ξεκουράζονται αρκετές ώρες και να αποφεύγουν το διάβασμα και την τηλεόραση, λόγω της ευαισθησίας που προκαλεί στα μάτια η νόσος.
Πρόληψη – εμβολιασμός
Η πρόληψη της μόλυνσης από ιλαρά γίνεται με το τριπλό εμβόλιο MMR (καλύπτει ιλαρά, παρωτίτιδα και ερυθρά), το οποίο μπορεί να προφυλάξει το παιδί εφ’ όρου ζωής. Το εμβόλιο χορηγείται δωρεάν και περιλαμβάνεται στο Πρόγραμμα Εθνικού Εμβολιασμού από το 1981, χωρίς ποτέ να έχουν αναφερθεί σοβαρές παρενέργειες από τη χορήγησή του. Όλα τα άτομα που δεν έχουν νοσήσει ή δεν έχουν εμβολιασθεί είναι επίνοσα στην ιλαρά. Η φυσική νόσηση προσφέρει ισόβια ανοσία. Ο εμβολιασμός στην ηλικία των 12-15 μηνών προσφέρει ανοσία σε ποσοστό 94-98% ενώ ο επανεμβολιασμός ανεβάζει το ποσοστό στο 99%.
Παρά το γεγονός ότι οι εμβολιασμοί για την ιλαρά έχουν ξεκινήσει από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, η νόσος δεν έχει εκλείψει ακόμη από τον κόσμο, αφού η αντιμετώπισή της σε τρίτες κυρίως χώρες, για διάφορους λόγους, δεν έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Έτσι, αν και οι προσπάθειες των υγειονομικών υπηρεσιών πολλών χωρών είναι εντατικές, η αθρόα μετακίνηση πληθυσμών από χώρες με ελλιπή προγράμματα εμβολιασμών, έχει ως αποτέλεσμα την επανεμφάνισή της σε διάφορα κράτη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Ιδιαίτερα μεγάλο κίνδυνο για τον πληθυσμό, ιδίως της παιδικής ηλικίας, αποτελεί το παράλογο, επιστημονικά αστήρικτο και πιθανά καταστροφικό για την υγεία τους ‘’κίνημα αντιεμβολιασμού’’, το οποιο ενστερνίζονται με θέρμη μερικοί γονείς, ορμούμενοι από φανταστικές θεωρίες για επικίνδυνες ουσίες των εμβολίων που (υποτίθεται ότι) απειλούν τη ζωή των παιδιών τους.
Η ιλαρά, όμως, είναι ξανά εδώ και παραμένει μια πολύ επικίνδυνη νόσος, που απειλεί περισσότερο τα ανεμβολίαστα παιδιά, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές ή ακόμη και το θάνατό τους, μη γνωρίζοντας αόριστες και σκοτεινές θεωρίες συνομωσίας που διακινούνται στο διαδίκτυο από επιτήδειους και ανεύθυνους παντογνώστες…