Ξαφνικά, εκεί που καθόταν και του γυάλιζαν τα παπούτσια, απέναντι απ’ το Πάρκο Σανταντέρ, περιμένοντας να έρθει η ώρα της τιμητικής εκδήλωσης, ο Μαγιαρίνο ένιωσε απολύτως βέβαιος πως μόλις είχε δει έναν πεθαμένο πολιτικό γελοιογράφο. Δεν ήταν εύκολο για τον Μαγιαρίνο να αποδεχτεί την πρόσκληση για τη βράβευσή του. Δεν ήταν συνηθισμένος σε βραβεία και τιμητικές εκδηλώσεις προς το πρόσωπό του. Όλα αυτά τα χρόνια, από το πρώτο εκείνο δοκιμαστικό σκίτσο μέχρι αργότερα, στην περίοδο της πλήρους αποδοχής και της τεράστιας φήμης, ό,τι είχε να πει το έλεγε πάντα μέσα στο συννεφάκι της εκάστοτε γελοιογραφίας που υπέγραφε, διατηρώντας το πρόσωπό του μακριά από την προβολή, γεγονός που του επέτρεπε να περπατά τους δρόμους της Μπογκοτά χωρίς να τον αναγνωρίζει κανείς, ούτε ο πλέον φανατικός αναγνώστης της εφημερίδας, εκείνος που πρώτα τη σελίδα με το σκίτσο του αναζητούσε μόλις έπιανε την εφημερίδα στα χέρια του, και να που τώρα του ζητούσαν να εμφανιστεί στη σκηνή ενός κατάμεστου θεάτρου, με τους προβολείς στραμμένους πάνω του, και να παραλάβει το βραβείο, δίνοντας την απαραίτητη ευχαριστήρια ομιλία, ενώ σκηνές από τη ζωή του θα προβάλλονταν στη μεγάλη οθόνη μαζί με κάποια από τα διασημότερα σκίτσα του, πριν από τη δεξίωση που θα ακολουθούσε σε πιο στενό κύκλο και τις ερωτήσεις των δημοσιογράφων. Ήξερε καλά πως ένας πετυχημένος γελοιογράφος είχε -ή θα έπρεπε να έχει- κυρίως εχθρούς, πραγματικούς και δυνάμει, ενοχλητικός για την εκάστοτε εξουσία καθώς -θα έπρεπε να- ήταν, και ίσως η ποσότητα των εχθρών αλλά και το μένος τους εναντίον του να αποτελούσε και τη μονάδα μέτρησης της επιτυχίας του, της επιδραστικότητάς του στην κοινωνικοπολιτική αρένα της καθημερινότητας, της βαρύτητας της γνώμης του και της επιρροής του. Όλη του η ζωή, αφότου αποφάσισε να παρατήσει οριστικά τη ζωγραφική, παρά το ταλέντο και τις προσδοκίες για το μέλλον, κινήθηκε με άξονα τη δουλειά του ως γελοιογράφου, η οικογενειακή του ευτυχία, ο φόβος για τη ζωή τη δική του και των κοντινών του ανθρώπων, οι ερωτικές του επιτυχίες, οι φιλίες του, η επιλογή γειτονιάς, η καθημερινή ρουτίνα, τα πάντα. Ασυμβίβαστος, έτσι ένιωθε ο Μαγιαρίνο, ξεροκέφαλος ίσως, που ακούγεται πιο γλυκό, στο μεταίχμιο κομπλιμέντου και μομφής, άκουγε σπάνια τις συμβουλές των φίλων του και δεν έδινε σημασία στις απειλές των εχθρών του, έτσι τουλάχιστον έδειχνε, και τώρα, στην αρχή της νουβέλας του Βάσκες, ενώ του γυαλίζουν τα παπούτσια, λίγο πριν από την τιμητική εκδήλωση, νιώθει πως βλέπει έναν πεθαμένο πολιτικό γελοιογράφο να διασχίζει τον δρόμο, και είναι αυτή η αλλόκοτη οπτική εμπειρία που θα ενεργοποιήσει τον μηχανισμό της μνήμης, καθώς εκείνος ο γελοιογράφος αποτέλεσε για τον Μαγιαρίνο πρότυπο, και θα επιθυμούσε διακαώς -έστω υποσυνείδητα- να τον συγκρίνουν κάποτε μαζί του, και ίσως αυτή η σύγκριση να υπερέχει της οποιασδήποτε τιμητικής εκδήλωσης, ίσως μάλιστα η παρουσία του στην τιμητική εκδήλωση να ακυρώνει την όποια πιθανότητα για σύγκριση των δυο τους, εκείνος άλλωστε ποτέ δεν δέχτηκε τους δούρειους ίππους του συστήματος, δεν επέτρεψε στη ματαιοδοξία του να υπερισχύσει του καθήκοντος, να στέκει πάντα κριτικός απέναντι στα κακώς κείμενα. Κάπου εκεί λοιπόν, απέναντι από το πάρκο Σανταντέρ στη Μπογκοτά, ξεκινάει η νουβέλα αυτή του Βάσκες, που πιο ταιριαστό τίτλο δύσκολα θα μπορούσε να έχει, ακριβή στην απλότητά του και εύστοχο στη γενικότητά του. Αρκετά από τα γνώριμα χαρακτηριστικά της λογοτεχνίας του Κολομβιανού συγγραφέα είναι εδώ, η εμμονή, για παράδειγμα, με τη μνήμη και το παρελθόν, αλλά και ο μηχανισμός με τον οποίο η μνήμη ανασυγκροτείται, συχνά από ένα τυχαίο γεγονός, ελάχιστης φαινομενικά σημασίας, πυροδοτείται μια σειρά γεγονότων, τα οποία ο Βάσκες συνηθίζει να αφηγείται με διαρκή μπρος πίσω, σπάζοντας σε δεκάδες κομμάτια τον αφηγηματικό χρόνο, δημιουργώντας διαρκώς νέα πριν και μετά, με αρκετές λειτουργικές επαναλήψεις, που έρχονται να ρίξουν εκ νέου φως, να οδηγήσουν σε νέες αναγνώσεις και αξιολογήσεις, σπείρες αφήγησης με έναν τρόπο πάντοτε περίτεχνο, που συνδυάζει το αναγνωστικό σασπένς με την υπαρξιακή αναζήτηση του Μαγιαρίνο στην προκειμένη περίπτωση. Στα βιβλία του Βάσκες οι ατομικές ιστορίες των ηρώων αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του μεγάλου κάδρου της κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας της Κολομβίας. Έτσι και εδώ, χρησιμοποιώντας και τη δημόσια θέση του Μαγιαρίνο, ο Βάσκες επιτυγχάνει να αποδώσει την πραγματικότητα, τον τρόπο με τον οποίο -θα έπρεπε να- λειτουργούν τα μέσα ενημέρωσης, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουν την κριτική οι ισχυροί, τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι δημόσιες σχέσεις, τον τρόπο με τον οποίο παραμονεύουν διαρκώς η λογοκρισία και ο φόβος, αλλά και να θέσει ίσως το πιο δύσκολο προς απάντηση ερώτημα, εκείνο που σχετίζεται με τα όρια της κριτικής και το αλάθητο του κριτικού. Ανάμεσα σε διάφορα αφηγηματικά ευρήματα ξεχωρίζει η επιλογή του συγγραφέα να τοποθετήσει στην ιστορία του δύο χαρακτήρες, τον Μαγιαρίνο και τη γυναίκα του, οι οποίοι είναι διάσημοι χωρίς αναγνωρίσιμο πρόσωπο. Εκείνος σκιτσογράφος και εκείνη ηθοποιός του ραδιοφώνου, και αυτή η εμπνευσμένη επιλογή του ζευγαριού αυτού, στην εποχή της ολοκληρωτικής επικράτησης της εικόνας, έρχεται να συνθέσει με τον συγγραφέα μια ιδιότυπη απρόσωπη τριαδικότητα, θαρρείς, και να δώσει το δικαίωμα στον αναγνώστη να αναζητήσει τον ίδιο τον συγγραφέα στις αγωνίες και τα ερωτήματα του Μαγιαρίνο σε μια δεύτερη ή τρίτη ανάγνωση της ιστορίας. Οι υπολήψεις του Βάσκες είναι επίσης μια νουβέλα επίκαιρη σε μια ευρύτερη συζήτηση που λαμβάνει χώρα σχετικά με έναν διάσημο εγχώριο γελοιογράφο και τον πολιτικό ρόλο που φαίνεται να παίζει τα τελευταία χρόνια, έχοντας στρέψει εναντίον του αρκετούς φανατικούς θαυμαστές, αποκτώντας παράλληλα ένα νέο κοινό το οποίο διακρίνει στα σκίτσα του έναν σύμμαχο. Αν και Ο ήχος των πραγμάτων όταν πέφτουν εξακολουθεί να είναι το αγαπημένο μου βιβλίο ενός αγαπημένου συγγραφέα, αυτό καθόλου δεν σημαίνει πως Οι υπολήψεις δεν είναι ένα ακόμα ωραίο βιβλίο από τον Κολομβιανό συγγραφέα, τον οποίο με συνέπεια μεταφράζει ο Αχιλλέας Κυριακίδης, πάντα για τη σειρά ξένης λογοτεχνίας του Ίκαρου με τα υπέροχα εξώφυλλα!