Από τα τέλη του 1952 τη χώρα κυβερνούσε ο δεξιός «Δημοκρατικός Συναγερμός» του Αλέξανδρου Παπάγου (αρχηγού του Εθνικού Στρατού κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου), o οποίος είχε επιτύχει μια σαρωτική νίκη στις εκλογές της 16ης Νοεμβρίου, λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος.
Ηγετική προσωπικότητα της νέας κυβέρνησης ήταν ο Υπουργός Συντονισμού, Σπυρίδων Μαρκεζίνης, ο οποίος είχε υπό την εποπτεία του όλα τα παραγωγικά υπουργεία. Ήταν κάτι παρά πάνω από «τσάρος» της οικονομίας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Την αντιπολίτευση αποτελούσαν τα δύο κεντρώα κόμματα της ΕΠΕΚ και των Φιλελευθέρων. Η Αριστερά, λόγω του πλειοψηφικού, δεν εκπροσωπείτο στη Βουλή.
Στις αρχές του 1953, με νωπές τις πληγές από τον Εμφύλιο, η ελληνική οικονομία είχε ολοκληρώσει τη μεταπολεμική ανασυγκρότησή της. Η παραγωγή και η κατανάλωση είχαν υπερβεί το προπολεμικά επίπεδα, ενώ αξιοσημείωτη ήταν η πρόοδος στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό σε πολλούς τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Όμως, για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το βιοτικό επίπεδο ήταν ακόμη πάρα πολύ χαμηλό.
Παρότι το εθνικό μας νόμισμα είχε υποτιμηθεί επτά φορές από τη γερμανική κατοχή, ούτε η οικονομία είχε εξυγιανθεί, ούτε η δραχμή ήταν αξιόπιστη. Η χρυσή λίρα ήταν το κυρίαρχο νόμισμα στις συναλλαγές, το ισοζύγιο πληρωμών και ο προϋπολογισμός μονίμως ελλειμματικά και το κράτος λειτουργούσε χάρις στα χρήματα της αμερικανικής βοηθείας.
Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση Πλαστήρα (1951-1952) δια του αρμοδίου υπουργού Συντονισμού, Γεωργίου Καρτάλη, είχε εφαρμόσει μια αντιπληθωριστική πολιτική, με πολιτικό κόστος είναι αλήθεια, που συνέβαλε στη μείωση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών και του προϋπολογισμού. Αλλά αυτό δεν έφτανε, σύμφωνα με τους πιο αξιόλογους έλληνες οικονομολόγους (Βαρβαρέσος, Ζολώτας κ.ά.), που θεωρούσαν την αναπροσαρμογή της δραχμής έναντι του δολαρίου αναγκαία συνθήκη, προκειμένου να αυξηθούν οι εξαγωγές, κυρίως των αγροτικών προϊόντων, και να αποκατασταθεί το ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών, γεγονός που θα συνέβαλε στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Ο καθηγητής Κυριάκος Βαρβαρέσος, σ’ ένα απόσπασμα της έκθεσής του προς τον πρωθυπουργό Νικόλαο Πλαστήρα για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (5/1/1952), που κρατήθηκε μυστικό, σημείωνε:
«…Η αναπροσαρμογή της δραχμής εις επίπεδον το οποίον να ανταποκρίνεται προς την πραγματικήν αγοραστικήν της δύναμιν είναι συνεπώς μία εκ των απαραιτήτων προϋποθέσεων δια την βελτίωσιν των οικονομικών της χώρας και ιδία την αποκατάστασιν του ισοζυγίου των εξωτερικών πληρωμών…»
Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για να επιτύχει η αναπροσαρμογή, σύμφωνα με τον Βαρβαρέσο, ήταν η εξυγίανση της οικονομίας, η κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, η καταπολέμηση του πληθωρισμού, η μείωση των κερδών των επιχειρηματιών με αύξηση της άμεσης φορολογίας κλπ. Ο ίδιος πρότεινε η ισοτιμία της δραχμής να αλλάξει από 1 δολλάριο=15.000 δραχμές, σε 1 δολλάριο=25.000 δραχμές. Ο Γεώργιος Καρτάλης, επίσης, υποστήριζε την υποτίμηση της δραχμής στη σχέση 1 δολλάριο=22.000 δραχμές.
ΠΗΓΗ: sansimera.gr