«Αιγυπτιοκρατούμενη Κρήτη, 1837. Μια αμερικανική ιεραποστολική εταιρεία στοχεύοντας στην εξάπλωση του προτεσταντισμού στην ανατολική Μεσόγειο, παρά την μεγάλη οικονομική κρίση της εποχής, αποστέλλει ένα ζευγάρι Αμερικανών στην Κρήτη να ιδρύσουν σταθμό και Σχολή για αγόρια και κορίτσια. Η ορθόδοξη Εκκλησία, υποπτευόμενη προσηλυτισμό, αντιδρά. Τελικά η Σχολή ανοίγει στα Χανιά και γίνεται περιζήτητη. Απροσδόκητα όμως το 1843 κλείνει παρά τις ικεσίες των κατοίκων. Η νίκη των Άγγλων στον Α’ αγγλοκινεζικό πόλεμο του οπίου αλλάζει τα σχέδια της εταιρείας. Θέλοντας να επεκταθεί «στον λαμπρό αγρό» της Κίνας, όπου οι δαπάνες θα πιάνουν τόπο, ανακαλεί αιφνιδιαστικά τους ιεραποστόλους από την Κρήτη…».
Η ιστορία θα μπορούσε να είναι κινηματογραφικό σενάριο. Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μια λιγότερο γνωστή πτυχή του παρελθόντος των Χανίων. Μια πτυχή που έφερε στο προσκήνιο η φιλόλογος και συγγραφέας Αγγελική Καραθανάση – Μανουσάκη μέσα από το βιβλίο της «Η Αμερικανική Σχολή Κρήτης (1837-1843). Από το κίνημα του τσαγιού στον πρώτο πόλεμο του οπίου», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γρηγόρη.
Με αφορμή την έκδοση του βιβλίου οι «Διαδρομές» μίλησαν με τη συγγραφέα για την Αμερικανική Σχολή Κρήτης, τα πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία της αλλά και την ιστορία που μας βοηθάει να κατανοούμε το παρελθόν αλλά δεν διδάσκει…
Μέσα από το βιβλίο σας φέρνετε στο φως κάποιες λιγότερο γνωστές πτυχές της τοπικής ιστορίας που έχουν να κάνουν με τη λειτουργία της Αμερικανικής Σχολής Κρήτης. Ποιο ήταν το ερέθισμα για να καταπιαστείτε με αυτό το ιδιαίτερο θέμα;
Σωστά αναφέρεσθε σε «ερέθισμα». Γιατί το θέμα ούτε το επέλεξα ούτε κάποιος μου το ανέθεσε ως εργασία, διπλωματική, μεταπτυχιακή ή διδακτορική. Εκείνο με βρήκε. Μου παρουσιάστηκε λαχταριστό «στο πιάτο» και μου ζητούσε επιτακτικά να το γευθώ. Και να πώς έγινε το «σερβίρισμα». Αναζητώντας πριν από μερικά χρόνια στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Χανίων πληροφορίες σε παλιές εφημερίδες για κάποιο θέμα που ερευνούσα, έπεσε στα χέρια μου ένα φύλλο του Κήρυκα Χανίων του έτους 1948 με το άρθρο «Αμερικανικόν σχολείον εις Χανιά προ εκατονταετίας». Το διάβασα με προσοχή. Ο συγγραφέας του Ν.Β. Τωμαδάκης βασιζόταν κυρίως σε ένα σπάνιο φυλλάδιο με τίτλο Συνοπτική Βιογραφία του Γεωργίου Χατζηιωάννου Ψαρουδάκη, που φυλασσόταν στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης εν μέρει και σε κάποιες, ανέκδοτες πατριαρχικές επιστολές τού 1837 προς τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης. Τις διάβασα προσεχτικά. Διαπίστωσα όμως ότι οι δυο αυτές πηγές έδιναν διαφορετική εικόνα για το ίδιο γεγονός, κυρίως για τα κίνητρα των Αμερικανών να ιδρύσουν στα Χανιά σχολείο. Μέλη «Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας» ήταν, κατά το φυλλάδιο, οι Αμερικανοί που ίδρυαν σχολεία για αγόρια και κορίτσια σε ορθόδοξες ελεύθερες ή υπόδουλες περιοχές, ενώ για τον πατριάρχη ήταν «Λουθηροκαλβινιστές» που άνοιγαν «ψυχοφθόρα σχολεία» για προσηλυτισμό. Οι αντικρουόμενες και περιορισμένες πληροφορίες μου δημιούργησαν μια περιέργεια που με έκαιγε. Ποια άραγε να ήταν η αλήθεια και κυρίως πού θα την εύρισκα; Και άρχισα να ψάχνω για τέσσερα χρόνια με μανία για στοιχεία και τεκμήρια σε ελληνικά, ευρωπαϊκά και αμερικανικά αρχεία και έντυπα, προκειμένου να συνθέσω το πορτραίτο της τελείως άγνωστής μου Αμερικανικής Σχολής Κρήτης.
Η ιστορία που αφηγήστε τα έχει όλα: Απίθανες συγκυρίες, παρασκηνιακές διεργασίες, καταλυτικές κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις αλλά και δυναμικές προσωπικότητες. Τι σας εξέπληξε περισσότερο κατά τη διάρκεια της ιστορικής έρευνας;
Ναι, έχει όλα αυτά που λέτε και πολλά άλλα, μα δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο γεγονός ή κάποιο πρόσωπο, γιατί όλοι και όλα αλληλοσυνδέονται. Μια διαρκής έκπληξη και μια ανατροπή ήταν για μένα κάθε στοιχείο και κάθε νέα πληροφορία που μου πρόσφερε αφειδώς η μανιώδης αναζήτησή μου σε τεκμήρια-πηγές. Το ένα τεκμήριο μου άνοιγε τη θύρα σε άλλο και μου παρέδιδε το κλειδί για το επόμενο. Έτσι σιγά σιγά συγκεντρώθηκαν τα υλικά για την οικοδόμηση του βιβλίου. Θα σας αναφέρω από την έρευνα δύο παραδείγματα, που μου έδωσαν τόσο μεγάλη εσωτερική ικανοποίηση και χαρά, που τολμώ να την παρομοιάσω με το «εύρηκα» του Αρχιμήδη.
Το πρώτο: Ψάχνοντας για τα βιογραφικά στοιχεία των προσώπων-«ηρώων» του βιβλίου βρέθηκα μπροστά στο βιβλίο «Memorabilia» («Απομνημονεύματα») του Jesse Ames Spencer, αδελφού της ιεραποστόλου δασκάλας Καρολίνας Μπέντον. Εκεί πληροφορήθηκα για την ύπαρξη κάποιων λογοτεχνικών κειμένων της σε αμερικανικό νεανικό περιοδικό του 1846. Ανακάλυψα σπάνια αφηγήματά της σχετικά με τη ζωή στα Χανιά κατά τα έτη 1837-1843. Χωρίς την πληροφορία του αδελφού της θα παρέμεναν άγνωστα, αφού τα υπέγραφε μόνο με τα αρχικά της.
Το δεύτερο: Ήταν ευτυχής στιγμή στην έρευνά μου, όταν βρήκα την απάντηση στο ερώτημα γιατί έκλεισε η Σχολή, αφού όλοι τη θεωρούσαν «το θαύμα της πόλης». Διαπίστωσα τότε ότι «το φαινόμενο της πεταλούδας» έχει ισχύ όχι μόνο στη φύση αλλά και στην ανθρώπινη ιστορία. Η ρήση ότι «αν μια πεταλούδα κινήσει τα φτερά της στον Αμαζόνιο, μπορεί να φέρει βροχή στην Κίνα» είδα με έκπληξη να επιβεβαιώνεται στην περίπτωση της Αμερικανικής Σχολής Κρήτης. Ένα ιστορικό γεγονός εκείνη την εποχή στην Κίνα είχε ως συνέπεια να κλείσει η Σχολή στα Χανιά. Δεν θα συνεχίσω με άλλες εκπλήξεις, θα ήταν ατελείωτες. Έζησα μια τετραετία σε κλίμα συνεχών εκπλήξεων, πνευματικής χαράς και ικανοποίησης αλλά και αισθητικής απόλαυσης.
Θα ήθελα να σταθούμε λίγο περισσότερο στα πρόσωπα. Υπήρξε κάποια προσωπικότητα που σας κέρδισε περισσότερο;
Όλα τα πρόσωπα του βιβλίου είναι υπαρκτά, πραγματικά, δεν υπάρχουν στο βιβλίο μυθιστορηματικά ή επινοημένα πρόσωπα ούτε επινοημένες στιγμές, καταστάσεις, συναισθήματα ή λόγια. Όλα είναι τεκμηριωμένα με υποσημειώσεις και παραπομπές στις οποίες ο αναγνώστης, αν θέλει, μπορεί να ανατρέξει ή και να ελέγξει. Τα ιστορικά εκείνα πρόσωπα, όταν ερευνούσα και έγραφα, ήταν για μένα ζωντανές παρουσίες. Ήταν οι «ήρωές» μου και ήθελα να βρω επαρκή στοιχεία, ώστε μέσα από τη φωνή τους να συνθέσω το πορτραίτο τους, να δείξω τον χαρακτήρα τους, τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις και τις αποφάσεις τους. Κι έτσι, φυσικούς όπως τους άγγιζα κάθε μέρα κι από λίγο, επιθυμούσα να τους αγαπήσουν οι αναγνώστες, όπως τους είχα αγαπήσει κι εγώ. Ζούσα μαζί τους τις μικρές και τις μεγάλες στιγμές τους. Ο καθένας είχε κάτι ιδιαίτερο που με κέρδιζε, είτε κάνοντάς με να τον θαυμάζω είτε κάνοντάς με να αντιδρώ, κάποτε και να θυμώνω. Γιατί νομίζω πως ένα πρόσωπο δεν σε κερδίζει μόνο με τα θετικά στοιχεία της προσωπικότητάς του, σε κερδίζει με τη ζωντάνια του, με τη δράση του, καλή ή κακή, γι’ αυτό θέλεις να παρακολουθήσεις οπωσδήποτε την πορεία του.
Κάθε φορά που εμβαθύνουμε σε ιστορικά γεγονότα κάνουμε συγκρίσεις με το σήμερα. Τι έχει να μας πει για το σήμερα η ιστορία της Αμερικανικής Σχολής;
Είναι βέβαια καλό και κυρίως λυτρωτικό να εμβαθύνουμε στα ιστορικά γεγονότα, για να μπορούμε να εξηγήσουμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν, όχι βέβαια για να το συγκρίνουμε νοσταλγικά με το σήμερα, γιατί δεν νομίζω πως υπάρχει κανείς που θα ήθελε να γυρίσει στο 1840 ούτε καν στο 2000. Και αν με τη φράση «τι έχει να μας πει για το σήμερα η ιστορία της Αμερικανικής Σχολής» εννοείτε «τι έχει να μας διδάξει», θα σας απαντήσω: μάλλον τίποτε. Πιστεύω ότι η ιστορία γενικά δεν μπορεί να διδάξει τους μελετητές ή τους αναγνώστες να αποφύγουν τα λάθη ή να επαναλάβουν τα σωστά. Κάθε άνθρωπος είναι μια ανεπανάληπτη και μοναδική προσωπικότητα, όπως και οι συνθήκες και οι καταστάσεις που είχε δημιουργήσει στο παρελθόν, γι’ αυτό δεν έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν τις εξελίξεις. Εξηγήσεις μόνο μπορούν να δώσουν. Γιατί το παρελθόν, παρόλο που είμαστε βέβαιοι ότι διαμορφώνει το παρόν και το μέλλον, ούτε αναπαράγεται ούτε επαναλαμβάνεται στην πραγματική ζωή. Μόνο η τέχνη μπορεί, κάπως, να το αναπαραστήσει. Μας επιτρέπει όμως να κάνουμε εποικοδομητικές παρατηρήσεις για τον τρόπο που έδρασαν τα συγκεκριμένα πρόσωπα. Από την ιστορία της Αμερικανικής Σχολής θα επιλέξω μόνο δύο. Η πρώτη: Η πίστη σε ένα ανώτερο σκοπό έδωσε στους ιεραποστόλους τόση δύναμη που ξεπέρασαν τα όριά τους, για να τον εκπληρώσουν. Λέει π.χ. η δασκάλα-ιεραπόστολος Καρολίνα Μπέντον: «αισθάνομαι ότι για χάρη αυτών των ογδόντα μικρών κοριτσιών θα μπορούσα να κάνω κάθε θυσία, για να συνεχίσω να τα διδάσκω». Η δεύτερη: Το μορφωτικό αγαθό που πρόσφεραν όλοι οι δάσκαλοι σε μαθητές και μαθήτριες απαιτούσε επιμέλεια και διαρκή κόπο, για να το κατακτήσουν. Το σχολείο δεν ήταν εύκολο –ποτέ δεν είναι άλλωστε–, φαίνεται όμως πως ήταν χαρούμενο, όπως συμπεραίνουμε από την εικόνα που μας δίνει η αμερικανίδα δασκάλα μετά την απόφαση για κλείσιμο της Σχολής. «Το θέαμα των δακρυσμένων παιδιών που ξέσπασαν σε λυγμούς και κραυγές, όταν τους είπαμε ότι δεν θα τα ξαναδιδάξουμε στο σχολείο μας μου σπάραξε την καρδιά».
Πρόθεσή μου γράφοντας το βιβλίο αυτό δεν ήταν να διδάξω, αλλά να μοιραστώ με τον αναγνώστη την πνευματική απόλαυση που ένιωθα η ίδια ερευνώντας και γράφοντας. Δεν ήθελα να παρουσιάσω απλά την πραγματικότητα «όσο πιο πιστά γίνεται», αλλά να την εξηγήσω, ώστε να γίνει κατανοητή η ιστορική αντικειμενική αλήθεια. Με την κοντινή εστίαση επεδίωξα να δημιουργήσω την «ψευδαίσθηση της παρουσίας» των προσώπων-ηρώων, για να γεφυρωθεί η χρονική και τοπική απόσταση με τον σημερινό αναγνώστη.