Σήμερα εν έτει 2018 η κατάσταση στα Βαλκάνια θυμίζει την εποχή των αρχών του 20ου αιώνα όταν η χώρα μας έφτανε μέχρι την Θεσσαλία ενώ η Κρήτη και τα Δωδεκάνησα βρισκόταν υπό την κατοχή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Είχε προηγηθεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος το 1877 κατά τον οποίον οι Ρώσοι έφτασαν στο χωριό Άγιος Στέφανος 16 μόλις χιλιόμετρα έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ στην συνθήκη του Αγίου Στεφάνου θέλησε να ευνοήσει την Βουλγαρία και να μην δώσει καμία ελπίδα στην Ελλάδα σχετικά με την Μακεδονία και Θράκη. Ο λόγος ήταν ότι η χώρα μας δεν στάθηκε στο πλευρό των Ρώσων στον πόλεμο που έδωσαν εναντίον των Τούρκων. Βέβαια η πολιτική είναι περίπλοκη και δεν μπορεί κάποιος έτσι απλά να επιρρίψει ευθύνες στην τότε κυβέρνηση για το ότι έμεινε ουδέτερη και δεν βοήθησε τους Ρώσους αν δεν λάβει υπ΄ όψιν του τις στενές σχέσεις που είχε με τις ισχυρές χώρες της Ευρώπης που ήταν αντίθετες με την προέλαση των Ρώσων. Στην πολιτική σκακιέρα πρέπει να προβλέπει κανείς τις κινήσεις του αντιπάλου του πριν κάνει την δική του και να ζυγιάζει πολύ καλά τα υπέρ και τα κατά. Εκείνη την δύσκολη λοιπόν περίοδο οι Βούλγαροι με τα σώματα των κομιτατζήδων τρομοκρατούσαν τους Έλληνες χωρικούς αρπάζοντας τα ζώα τους η κλέβοντας την σοδειά τους χωρίς εκείνοι να μπορούν να ζητήσουν βοήθεια από το επίσημο κράτος της Ελλάδας αφού ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία η οποία όμως κατέρρεε μετά την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου. Σε αυτή την περίπτωση ισχύει ο νόμος της ζούγκλας δηλαδή ο δυνατός κατορθώνει να επιβληθεί των υπολοίπων και μοιάζει με δυνατό ζώο που καταβροχθίζει ένα άλλο που το διεκδικούν τα υπόλοιπα. Το 1902 ο δεσπότης Καστοριάς Καραβαγγέλης από τα σημαίνοντα πρόσωπα της αντίστασης κατά των Βουλγάρων στέλνει ένα γράμμα στον πρωθυπουργό Ζαΐμη και του επισημαίνει με δραματικό τόνο ότι χρειάζεται βοήθεια έστω και 50 ψυχωμένους άνδρες, με προτίμηση από την Κρήτη (διότι ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι από τις συνεχείς επαναστάσεις) , ώστε να ενωθούν με παλικάρια της Μακεδονίας και να αποτελέσουν αντίπαλο δέος στους αποθρασυνόμενους κομιτατζήδες. Αυτούς θα ακολουθούσαν και άλλοι τόνιζε στην επιστολή ο δεσπότης αλλά δεν ηύρε καμία ανταπόκριση από την επίσημη κυβέρνηση. Τότε μίλησε η ελληνική ψυχή, πατριωτισμός και ο εθελοντισμός του Έλληνα που αντελήφθη ότι αν δεν έπαιρνε την κατάσταση πάνω του δεν θα γινόταν τίποτα. Μια ομάδα νεαρών αξιωματικών όπως ο Παύλος Μελάς, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος, Κωνσταντίνος Μαζαράκης, Γεώργιος Τσόντος (Βάρδας), Γεώργιος Κατεχάκης, Δημήτρης Αναγνωστόπουλος και Αλέξανδρος Κοντούλης. Μέσω του Παύλου Μελά ήρθαν σε επαφή με τον δεσπότη Καστοριάς και με τον πρόξενο της Ελλάδας στο Μοναστήριον , ευπατρίδη Ίωνα Δραγούμη και άρχισε η αποστολή πολεμοφοδίων. Την άνοιξη του 1903 με πρόταση του Σφακιανού αξιωματικού Γεωργίου Τσόντου (Βάρδα) στέλνονται στη Μακεδονία 4 έμπειροι και ψυχωμένοι Κρητικοί, ο Ευθύμης Καούδης, ο Λαμπρινός Βρανάς, ο Γεώργιος Πέρος και ο Γεώργιος Δικώνυμος αποτελώντας τον πρώτο πυρήνα για να συσταθούν επαναστατικά σώματα εθελοντών που έγιναν το φόβητρο των κομιτατζήδων Βουλγάρων. Η σπίθα του αγώνα όμως έγινε πυρκαγιά με τον άδικο θάνατο του ήρωα Παύλου Μελά στις 13 του Οκτώβρη του 1904. Τότε άρχισαν να ανεβαίνουν πολλοί Μακεδονομάχοι από όλα τα μέρη της Ελλάδας με τους Κρητικούς να έχουν την πρωτοπορία αφού ήταν παραπάνω από το ήμισυ του συνόλου. Οι ταλαιπωρίες, οι καιρικές συνθήκες, η πείνα και οι προδοσίες ήταν τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισαν αυτοί οι εθελοντές ήρωες που νεαρά παιδιά πάνω στην εφηβεία οι περισσότεροι άφησαν πίσω τους οικογένεια, φίλους, εργασίες και έπεσαν σαν λιοντάρια να ελευθερώσουν τα πάτρια εδάφη. Μετά τον θάνατο του Παύλου Μελά η αρχηγία των αντάρτικων ομάδων ανετέθη στον κρητικό ανθυπολοχαγό από το Ηράκλειο τον Γεώργιο Κατεχάκη (Ρούβα) που μπήκε στη Μακεδονία τον Νοέμβριο του 1904 με 25 παλικάρια ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο μετέπειτα πρωτοκαπετάνιος Παύλος Γύπαρης από την Ασηγωνιά Αποκορώνου η πορεία του οποίου είναι αξιοθαύμαστη καθώς συμμετείχε σε πολλές μάχες εντός και εκτός Ελλάδας και υπήρξε προσωπικός φίλος και έμπιστος φύλαξης του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μετά την σύντομη αρχηγία του Κατεχάκη αναλαμβάνει ο Γεώργιος Τσόντος – Βάρδας από τα Σφακιά που υπήρξε αρχηγός για αρκετά χρόνια (1904-1908) και προσέφερε σημαντικό έργο. Η ευφυΐα του, ο ατρόμητος χαρακτήρας του και τα διοικητικά του προσόντα υπήρξαν ανεπανάληπτα. Παρόλα αυτά το όνομα του δεν υπάρχει σε κανένα κεντρικό δρόμο της Αθήνας όπως του άξιζε.
Στις 18 Αυγούστου του 1906 στο σώμα του Παύλου Γύπαρη προστίθεται μεταξύ αρκετών άλλων ο συγχωριανός του Μιχάλης Ιωάννου Μελαδάκης ο οποίος προήρχετο από μια πολυμελή οικογένεια, παρόλο αυτό ο Μιχάλης έφυγε από το χωριό του σε ηλικία 17 ετών να συνεχίσει την ιστορία των προγόνων του αψηφώντας τους κινδύνους για τη ζωή του και τελικά έπεσε ηρωικώς μαχόμενος εναντίον των Αλβανών στην Νικολίτσα Βόρειας Ηπείρου στις 24-04-1914 σε ηλικία μόλις 25 ετών αφού είχε με την αξία του κερδίσει την θέση του οπλαρχηγού. Η σύντομη αλλά ένδοξη πορεία της ζωής του Μιχάλη Μελαδάκη μαζί με πολλά άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία του Μακεδονικού και Βορειοπειρώτικου αγώνα αλλά και στοιχεία των Βαλκανικών αγώνων περιγράφει με πολύ γλαφυρό και τεκμηριωμένο τρόπο, ο ιατρός – συγγραφέας Ιωάννης Γ. Μελαδάκης, στο βιβλίο με τίτλο “Θυσία στο όνειρο”, το οποίο αναφέρεται στον ήρωα πρόγονο του Μιχάλη Μελαδάκη o ανδριάντας του οποίου βρίσκεται στην παραλίμνια περιοχή των Ιωαννίνων. Από αυτό το υπέροχο βιβλίο άντλησα τις περισσότερες πληροφορίες και τον ευχαριστώ για την προσφορά του και την αφιέρωση του προς το πρόσωπο μου. Μέσα από αυτό το υπέροχο βιβλίο καταλαβαίνει κάποιος ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται και αυτά που συμβαίνουν σήμερα με τις διεκδικήσεις των γειτονικών χωρών επί των εδαφών μας (Μακεδονία, Θράκη, Ήπειρος, νησιά ανατολικού αιγαίου) έχουν συμβεί και στο παρελθόν και μόνον η ανδρεία και το ψυχικό σθένος των προγόνων μας μπόρεσε να ανατρέψει τις δύσκολες καταστάσεις και να μεγαλώσει να σύνορα της χώρας. Πολύ σημαντικό ρόλο έπαιξε βέβαια και η ευφυΐα, η διπλωματική ικανότητα και ο δυναμισμός του μεγαλύτερου ηγέτη της Ελλάδας του Ελευθέριου Βενιζέλου που κατόρθωσε να διπλασιάσει τα εδάφη της χωρίς να ισχυρίζεται κανείς ότι υπήρξε αλάνθαστος (όποιος επιχειρεί θα κάνει και λάθη). Από εκεί και πέρα πασχίζουμε να τα διατηρήσουμε κάνοντας συνεχώς παραχωρήσεις, σήμερα όμως πρέπει όλοι να καταλάβουμε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο ούτε αιώνιο. Ας είμαστε όλοι ενωμένοι σαν μια γροθιά και έτοιμοι να φανούμε αντάξιοι των προγόνων μας.
Κλείνοντας θα πώ
«Αν χρειαστεί πρέπει κι΄ εμείς μετά ’πο τόσους χρόνους
να κάνουμε περήφανους, πρόγονους κι απογόνους»