O Γενικός Πρόξενος της Ελλάδος στη Μαριούπολη Εμμανουήλ Ανδρουλάκης ήταν ο τελευταίος των Προξένων που έφυγε από τη βομβαρδιζόμενη Μαριούπολη. Ο πρώτος Γενικός Πρόξενος που εγκαταστάθηκε στη Μαριούπολη το 1996 ήταν ο Πρόξενος της χώρας μας που υπογράφει και το παρόν. Μετά λειτούργησαν τα Προξενεία Ιταλίας, Γερμανίας.
Αν και η Ιστορία έχει μια ενιαία διαρκή ροή, ο ιστορικός του μέλλοντος θα τη χωρίσει στην περίοδο πριν και μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Το 1779 η Αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη η Β΄ ανταποκρινόμενη σε επιστολή του Μητροπολίτη της Κριμαίας Ιγνατίου για τη διάσωση των κατοίκων από Ταταρικές επιθέσεις, εξέδωσε αυτοκρατορικό διάταγμα με το οποίο επέτρεπε τη μετακίνηση όσων επιθυμούσαν στην επαρχία Αζουβίου, ήτοι την επαρχία της Αζοφικής, δηλαδή την ευρύτερη περιοχή της Μαριούπολης.
Επικεφαλής των μετοικούντων, που υπολογίστηκαν στις 30.000, ετέθη ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος και σε διάστημα τριών μηνών κάλυψαν μια απόσταση 500 χιλιομέτρων περίπου και έφθασαν στην περιοχή της σημερινής Μαριούπολης, όπου εγκαταστάθηκαν και έδωσαν στην πόλη το όνομα της Θεοτόκου Μαρίας, που τους βοήθησε να φτάσουν εκεί σώοι. Άρα η Μαριούπολη σήμερα σύμφωνα με το Αυτοκρατορικό Διάταγμα έχει ιστορία 241 ετών.
Οι μετοικήσαντες δεν εγκαταστάθηκαν όλοι εντός της πόλης, αλλά δημιούργησαν πολλά χωριά στη γύρω εύφορη πεδιάδα μερικά εκ των οποίων έφεραν τα ονόματα των τόπων προέλευσής τους μεταξύ δε αυτών και της Γιάλτας.
Η Αικατερίνη Β΄ εγνώριζε ότι οι Έλληνες ήταν καλοί εργάτες της γης και η γη θα τους απόφερε ένα καλό εισόδημα, με αποτέλεσμα οι καλλιεργητές Έλληνες να την υπερασπίζονται. Αυτή η εκτίμηση ήταν αληθινή και οι Έλληνες πρόκοψαν, έγιναν οι πλούσιοι της περιοχής και έχαιραν εκτίμησης. «Πήρε Έλληνα» έλεγαν για την κοπέλα που υπήρξε τυχερή στον γάμο της.
Μεταξύ των προνομίων που απολάμβαναν οι Έλληνες ήταν και η απαλλαγή από τη στρατιωτική θητεία για εκατό χρόνια. Το προνόμιο αυτό καταργήθηκε το 1860.
Η ελληνική γλώσσα διασφαλίστηκε με τη λειτουργία ελληνικών σχολείων. Ήταν επίσης η γλώσσα των δικαστηρίων μέχρι το 1864.
Ετσι άνθισε η ελληνική παρουσία σε όλη την περιοχή του Ντομπάς (περιοχές Ντονιέσκ, Μαριούπολης, Λουγκάνσκ), η οποία στη συνέχεια αυξήθηκε με την άφιξη χιλιάδων Ποντίων από τον Εύξεινο Πόντο και τον Καύκασο.
Η Μαριούπολη επί Σοβιετικής Ένωσης υπέστη και αυτή την περιπέτεια του ονόματός της. Ο Στάλιν το 1948 τη μετονόμασε σε Ζντάνωφ, προς τιμή του Ρώσου Στρατηγού και Υπουργού Πολιτισμού, που είχε γεννηθεί στη Μαριούπολη. Ο Ζντάνωφ ήταν ο εμπνευστής της θεωρίας του Σιδηρού Παραπετάσματος, δηλαδή της μη διακίνησης ιδεών μέσω των συνόρων. Επί Γκορμπατσόφ, το 1989, ξαναπήρε το αρχικό όνομά της.
Την εποχή των εκκαθαρίσεων του Στάλιν φαίνεται πως εξαφανίστηκαν γύρω στις 200.000 Έλληνες. Μια ελληνίδα μου εξηγούσε πως η γιαγιά της, τη δεκαετία του 1930, είχε τόσο τρομοκρατηθεί από τις εξαφανίσεις, ώστε ευχαριστούσε την Παναγία που είχε πεθάνει ο άντρας της για να μη γίνεται μάρτυρας των όσων συνέβαιναν στους συμπολίτες του. Ένας άλλος μου διηγήθηκε εμπιστευτικά ότι το πιστοποιητικό της γέννησής του που αποδείκνυε την ελληνική καταγωγή του, το είχε κρύψει στη στέγη του σπιτιού του μέσα στα κεραμίδια, για να μην ενοχοποιηθεί για την καταγωγή του.
Η θητεία μου – Πρώτου Πρόξενου στη Μαριούπολη – ήταν πλήρης συγκινήσεων λόγω της έκφρασης των έντονων συναισθημάτων των ομογενών μας, που έβλεπαν στον Πρόξενο την Ελλάδα. Έρχονταν στο Γραφείο και όλοι ήθελαν να δουν και να χαιρετήσουν τον Πρόξενο. Μου έλεγαν «Ρωμαίος είμαι κι εγώ. Μιλώ Ρωμαίικα». Ήθελαν να κουβεντιάσουν μαζί μου. Τα ελληνικά τους στην ποντιακή διάλεκτο δεν ήταν και τόσο κατανοητά, όμως η έκφρασή τους ήταν πολύ εύγλωττη και αποκάλυπτε τη φλόγα της ψυχής τους.
Ήμουνα σε ένα ελληνικό χωριό σε μια μαθητική εκδήλωση και όταν τελείωσε, εξερχόμενος εν μέσω συνωστισμού, είδα έναν ασπρομάλλη που έκανε αγωνιώδεις προσπάθειες να με πλησιάσει, όπως διέκρινα από το βλέμμα και τις κινήσεις του. Παρακάλεσα τους αστυνομικούς που με περικύκλωναν να τον αφήσουν να έρθει κοντά μου. Τον άφησαν. Με πλησίασε. Εγώ του έδωσα το χέρι να τον χαιρετήσω και αυτός το αρπάζει, το φιλεί, με αγκαλιάζει και μου λέει:
«Πρόξενέ μου, Καλώς Όρισες. Εσένα περιμέναμε 70 χρόνια». Αναφέρω το περιστατικό χωρίς σχόλια. Ας το κρίνουν όσοι το διαβάσουν.
Ας προστεθεί ότι στο Πανεπιστήμιο Μαριούπολης λειτουργεί έδρα Ελληνικών Σπουδών στην οποία διδάσκουν 7-8 καθηγητές από την Ελλάδα, με δαπάνη του ελληνικού δημοσίου και τα τμήματα των ελληνικών είναι όλα πλήρη.
Η τραγική μοίρα της Μαριούπολιης σήμερα, αλλά και των άλλων ουκρανικών πόλεων απασχολεί κάθε πολίτη της γης που διερωτάται για ποιο λόγο κρίθηκε απαραίτητο να κηρυχθεί αυτός ο πόλεμος εναντίον της κρατικής υπόστασης μιας χώρας.
Εγώ δεν μπορώ να δώσω απάντηση.