Από το 1870 στη ναυπηγική και από τη δεκαετία του 1930 μέχρι το 2000 οι άνθρωποι που δούλευαν το ξακουστό καρνάγιο των Χανίων, ήταν η οικογένεια Παριωτάκη. Ο τελευταίος καραβομαραγκός του Καρνάγιου ο κ. Γιώργος Παριωτάκης ξεφυλλίζει μαζί μας τις φωτογραφίες από το προσωπικό του αρχείο και για όλες έχει μια ιστορία. Μια ιστορία βγαλμένη από τους “κτίστες” της θάλασσας, τους ανθρώπους που έδιναν πνοή στο ξύλο.
«Ο παππούς μου Παναγιώτης Παριωτάκης γεννήθηκε το 1845 και πέθανε το 1935, 90 ετών! Τον πήρε ένας θείος του και του έμαθε την τέχνη του καραβομαραγκού. Στα 1870 επειδή είχε γίνει εξαιρετικός μάστορας εργαζόταν μόνος του τότε σε διάφορα σημεία του λιμανιού π.χ. στη σημερινή πλατεία Τελωνείου. Κάποια στιγμή μετακόμισε από το Γαλατά που έμενε στον Τοπανά. Είχε 2 κορίτσια και δύο αγόρια, ανάμεσα τους τον πατέρα μου Κωνσταντίνο Παριωτάκη που άμεσα τους έβαλε στη δουλειά. Το 1897, μετά τα γεγονότα με την επανάσταση, ο Παναγιώτης Παριωτάκης πήρε την οικογένεια του και πήγε στη Σύρο όπου η δουλειά αυτή είχε πολύ μεγάλη πέραση. Εκεί έμειναν 3 χρόνια και στη συνέχεια επέστρεψαν στα Χανιά, πρώτα στην οδό Σκίνερ στη Ν. Χώρα και μετά στην πλατεία Λουκάρεως, εκεί έκτισε το δικό του σπίτι, και στο οικόπεδο του Πρέβε είχε αρχικά το καρνάγιο του» αφηγείται ο κ. Γιώργος.
Στην δύσκολη Κατοχή
Ακολουθεί ο πόλεμος και η σκληρή ναζιστική κατοχή. Το καρνάγιο επιτάσσεται από τους Γερμανούς για την επισκευή των σκαφών με τα οποία έκαναν τις μεταφορές τους προς την ηπειρωτική Ελλάδα και τα νησιά. «Ο πατέρας μου και όλο το προσωπικό επιτάχθηκε, καταναγκάστηκε να δουλεύει στο καρνάγιο και να επισκευάζει τα δικά μας σκάφη, τα ελληνικά που είχαν επιτάξει οι Γερμανοί για τις μεταφορές τους. Στη φωτογραφία από την εποχή εκείνη διακρίνονται μεταξύ άλλων ο πατέρας μου και ο Δημήτρης Πολυτόπουλος ( ή Καλαμάτας λόγω της καταγωγής του από τη Μεσσηνία)» αναφέρει ο κ. Γιώργος.
Με την απελευθέρωση ήλθε το σχέδιο “Μάρσαλ” με βάση το οποίο προβλέπονταν δάνεια μέσω της Αγροτικής Τράπεζας. «Τα χρόνια αυτά πολλοί έφτιαξαν σκάφη. Βέβαια μετά στις αρχές της δεκαετίας του ΄50 με τον Μαρκεζίνη που σε μια νύχτα διπλασίασε την αξία του δολαρίου και υποτίμησε τη δραχμή, πολλοί είχαν προβλήματα στο να ξεπληρώσουν τις δόσεις τους» αναφέρει ο συνομιλητής μας. Από το καρνάγιο του πατέρα του προέκυψαν δύο ντουζίνες μάστορες, κορυφαίοι στο είδος τους στα μεταπολεμικά χρόνια.
Στον μεσοπόλεμο
Το Καρνάγιο στον μώλο του Αγ. Νικολάου ξεκίνησε να λειτουργεί τη δεκαετία του ’30. Νωρίτερα ο Κωνσταντίνος Παριωτάκης, ο πατέρας του κ. Γιώργου Παριωτάκη, είχε κατασκευάσει ένα μεγάλο σκάφος. «Το 1924 ένας Χανιώτης επιχειρηματίας ο Γιατρουδάκης παρήγγειλε στον πατέρα μου ένα σκάφος να μεταφέρει τα εμπορεύματα στην ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν ένα σκάφος 22 μέτρα πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη για τα Χανιά. Ο πατέρας μου το “σκάρωσε” στη πλατεία Τελωνείου, σημερινή πλατεία Κατεχάκη. Όταν τελείωσε δεν είχε τα απαιτούμενα εργαλεία να το καθελκύσει και χρειάσθηκε να έλθει εξειδικευμένο προσωπικό από το Πέραμα. Πρώτος καπετάνιος ο Κουρκούτης που είχε διατελέσει και λιμενάρχης Χανίων. Στα 1930 έγιναν έργα στο λιμάνι των Χανίων, έφτιαξαν την προβλήτα και τότε έφτιαξαν μια “γλίστρα” για να ανελκύουν και να καθελκύουν στη θάλασσα τα σκάφη. Έτσι ο πατέρας μου ενοικίασε τον χώρο από το Λιμενικό Ταμείο και ξεκίνησε να δουλεύει το καρνάγιο» αναφέρει ο συνομιλητής μας. Την εποχή εκείνη τα εργαλεία ήταν ελάχιστα και ο κόπος τεράστιος για να φτιάξεις ένα σκάφος. Οι καραβομαραγκοί έφερναν ξύλα ευκάλυπτου, μουρνιάς, πεύκου, προκειμένου να φτιάξουν τον σκελετό του κάθε σκάφους, που είχαν σχεδιάσει με τα μέσα της εποχής.
Μεταπολεμικός εκσυγχρονισμός
Στα 1952 ο Γιώργος και ο Κυριάκος Παριωτάκης αναλαμβάνουν το καρνάγιο του πατέρα τους. Ο Κυριάκος Παριωτάκης 11 χρόνια μεγαλύτερος θεωρείται ο κορυφαίος καραβομαραγκός της εποχής, με τεράστια πείρα. Το καρνάγιο που μέχρι τότε ασχολούνταν κυρίως με τις επισκευές σκαφών άρχισε να κατασκευάζει κυρίως αλιευτικά. «Κάναμε προσπάθειες για τον εκσυγχρονισμό του, πήγαμε ρεύμα με υποβρύχιο καλώδιο από την απέναντι μεριά του λιμανιού, πήραμε δύο βαρούλκα για να τραβάμε πιο άνετα και πιο σίγουρα τα σκάφη» λέει ο κ. Γιώργος.
Ο ίδιος δεν θα ξεχάσει το ναυάγιο του “Άφοβου” στην είσοδο του λιμανιού. «Ήταν το 1962 και ο “Άφοβος”, ένα μότορσιπ είχε βουλιάξει στη μπούκα του Ενετικού Λιμανιού. Έξι μήνες προσπαθούσαν να το βγάλουν με δύτες αλλά δυστυχώς δεν κατάφεραν τίποτα. Ήλθε κάποια στιγμή ένα μηχάνημα του Ναυστάθμου που το τράβηξε μέχρι το καρνάγιο. Το βγάλαμε πάνω αλλά ήταν τόσο βαρύ που μας προκάλεσε μεγάλες ζημιές στον εξοπλισμό μας! Έφεραν έναν οξυγονοκολλητή και έκλεισε τα ρήγματα και μετά από καιρό το πήρε ένα ρυμουλκό και το πήγε στον Πειραιά για να γίνουν σοβαρές επισκευές» εξηγεί.
Ένα άλλο συμβάν συνδέεται με την 21η Απριλίου, όταν και κηρύχθηκε η δικτατορία. «Το επόμενο πρωί είχαμε προγραμματίσει να τραβήξουμε έξω το “Δημήτριος” του Σταθάκη. Σε μια στιγμή έρχεται ένας λιμενικός και λέει “σταματήστε τη δουλειά, απαγορεύεται, εξαφανιστείτε”. Πώς να σταματήσουμε που είχαμε βγάλει το μισό σκάφος έξω; Προσπαθούσαμε να του το εξηγήσουμε, κάποια στιγμή το κατάλαβε, μας λέει να το βγάλουμε αλλά να μην κινούμαστε, να μην περπατάμε, να μην φαινόμαστε… τώρα πώς θα γινόταν αυτό. Τέλος πάντων το βγάλαμε!».
Ξεχωριστή στιγμή για το καρνάγιο και η κατασκευή του πρώτου σιδερένιου σκάφους. Του “Τολμηρός” του Μιχάλη Κωλέττη. «Ωραίο σκάφος, με αυτό πήγαινε ο Κωλέττης στη Λιβύη για ψάρεμα, ήταν ένα τόλμημα να φτιάξουμε σιδερένιο σκάφος αλλά το πετύχαμε» θυμάται.
Η νέα εποχή έκανε πιο “καθαρή” τη δουλειά, ο καραβομαραγκός δεν χρειάζοταν να είναι κάθε μέρα μέσα στις πίσσες και στα χρώματα. Σύγχρονα μηχανήματα διευκόλυναν τη δουλειά του χωρίς αυτό ποτέ να σημαίνει ότι έπαψε να αποτελεί μια μορφή τέχνης η ναυπήγηση. «Τότε ο καραβομαραγκός έκανε τα πάντα! Και το σχεδίασμα και το καλαφάτισμα, και το πίσσωμα! Τα καλύτερα ξύλα τα φέρναμε από τη Σάμο, λόγω μεγάλης ποσότητας ρετσινιού, ήταν και πιο ανθεκτικά» αναφέρει.
Στα 1967 οι Γιώργος και Κυριάκος Παριωτάκης κατασκευάζουν τη “Λουλού” μια μικρή βάρκα τους που τη χρησιμοποιούσαν για να πηγαινοέρχονται απέναντι. «Ήταν το καλύτερο εργαλείο του καρνάγιου. Με τα χρόνια απόκτησε “σουξέ” και την έμαθε όλος ο κόσμος που μας άκουγε να λέμε “πάρε τη ”Λουλού” και πήγαινε απέναντι”, “φέρε τη ”Λουλού””». Η βάρκα με το κλείσιμο του καρνάγιου δυστυχώς έμεινε στον μώλο του λιμανιού και διαλύθηκε με τα χρόνια από τον καιρό ….
Από το “θαύμα” του “Πήγασος” στο… “ναυάγιο” του “Μ. Αρχάγγελος”
Η ζωή του ναυπηγού και καραβομαραγκού συνδέεται πολλές φορές με τις ωραιότερες κατασκευές αλλά και με τα… ναυάγια των δημιουργιών του.
Ο κ. Γιώργος δεν θα ξεχάσει ποτέ την ναυπήγηση του “Πήγασος”. «Ήταν το ωραιότερο σκάφος που κατασκευάσαμε ποτέ» λέει με βεβαιότητα και συμπληρώνει. Ήταν το 1988 και είχαμε μια παραγγελία από Σαντορίνη να κάνουμε ένα τουριστικό σκάφος 23 μ. μήκος, 6,20 πλάτος, 3 μ. Βάθος. Ο “Πήγασος” θα έκανε ημερήσια ταξίδια από τη Σαντορίνη στο νησάκι με το ηφαίστειο! Τέλειο σκαρί!».
Υπήρχαν βέβαια και τα ατυχήματα. Ένα από αυτά του “Μιχαήλ Αρχάγγελος” τον Φλεβάρη του 1978. «Πήγαμε να το βγάλουμε έξω, τα νερά ήταν κατεβασμένα και το σκάφος δεν πήγε στη θέση του. Τραβώντας το, το βλέπουμε να μπατάρει. Ήταν Σάββατο αξέχαστα! Την επομένη οργανώσαμε ολόκληρη επιχείρηση! Βάλαμε σύρματα από απέναντι από το λιμεναρχείο και οι αδελφοί Σταθάκη με δύο σκάφη το “Ευάγγελος” και το “Δημήτριος” βοήθησαν και το τραβήξαμε πίσω! Ευτυχώς στα 50 χρόνια που ήμουν στο καρνάγιο δεν είχαμε δυστύχημα και σοβαρό τραυματισμό και αυτό πραγματικά ήταν ένα ευτύχημα!» τονίζει.
Στα 2000 ο κ. Γιώργος βγήκε σε σύνταξη. Προσπάθησε να ενοικιάσει τον εξοπλισμό του καρνάγιου ώστε να συνεχίσει κάποιος τη δουλειά αλλά δεν υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον. «Τζάμπα τον έδινα τον εξοπλισμό αλλά τίποτα. Τζάμπα τον έδινα και στο Δήμο Χανίων για να κάνει ένα μουσείο, που θα είχε σχέση με το καρνάγιο και για το συγκεκριμένο επάγγελμα, γενικότερα. Μου είχαν δοθεί κάποιες υποσχέσεις επί δημαρχίας κ. Σκουλάκη, που ήταν ο κ. Πρωτοπαπαδάκης πρόεδρος του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου. Έχασαν τις εκλογές, δεν έγινε τίποτα. Η μοναδική μας απαίτηση ήταν και είναι να μπει μια πινακίδα που να αναγράφει “Καρνάγιο οικογένειας Παριωτάκη” τίποτα άλλο» καταλήγει ο κ. Γιώργος, που θλίβεται σήμερα να βλέπει τον εξοπλισμό μιας ολόκληρης ζωής έκθετο στα στοιχεία της φύσης και στη μανία του κάθε βάνδαλου.
Είναι πραγματικά απορίας άξιο που αυτός ο χώρος που σημάδεψε τα Χανιά και το λιμάνι της δεν έγινε ένα μικρό μουσείο, μια έκθεση ναυπηγικής, ένα εργαστήρι γνώσης για μικρούς και μεγάλους….
Η τελευταία παράγραφος μακάρι να γίνει πράξη!!