Βρίσκεται στην καρδιά του Ηρακλείου και κεντρίζει το ενδιαφέρον όχι μόνο των επισκεπτών αλλά ακόμη και των ντόπιων που καθημερινά και επί σειρά ετών διαβαίνουν την πολυσύχναστη Λεωφόρο Δικαιοσύνης. Ο χώρος που σήμερα καταλαμβάνει, υπήρξε τμήμα των ενετικών (1583-1586) και οθωμανικών (1883-1886) στρατώνων (Κισλάδων). Το Δικαστικό Μέγαρο του Ηρακλείου φιλοξενείται σε ένα ιστορικό κτήριο άμεσα συνδεδεμένο με την καθημερινότητα της πόλης και των κατοίκων της, ενώ, τα τελευταία χρόνια, υποδέχεται μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οι οποίοι ενημερώνονται για την ιστορία του κτηρίου και τον διαχρονικό διοικητικό του ρόλο.
Μιλώντας στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η αρχαιολόγος – δικαστική υπάλληλος Χριστίνα Παπαδάκη, που έχει αναλάβει πρόσφατα την ξενάγηση των μαθητών στους χώρους του Μεγάρου, ανέφερε ότι το κτήριο των ενετικών στρατώνων, κατά την Άλωση της Candia από τους Οθωμανούς, καταστράφηκε από φωτιά, ωστόσο, ανακαινίστηκε πλήρως, διατηρώντας την αρχική του χρήση, μέχρι που η κατάρρευσή του από τον σεισμό του 1856 οδήγησε στην εκ νέου ανέγερσή του.
Η υποψήφια βουλευτής Χανίων του ΣΥΡΙΖΑ Μάγκυ Αρσενίδη – Μανουσέλη μιλά
για την κάθοδό της στις εκλογές
«Το 1883 οι Οθωμανοί ανέθεσαν στον Ηπειρώτη πρακτικό αρχιτέκτονα Αθανάσιο Μούση τον σχεδιασμό του κτηρίου των νέων στρατώνων που ήταν ενιαίο, διώροφο, ξυλόστεγο και δίχως την στοά που είχε κατά μήκος της βόρειας πρόσοψης ο ενετικός προκάτοχός του. Στους Κισλάδες φιλοξενούνταν τέσσερα τάγματα Γενίτσαρων και είκοσι τρία οτζάκια εντοπίων (Γερλίδων) ενώ οι εγκαταστάσεις περιλάμβαναν γραφεία, όπως αυτό του Τούρκου διοικητή, κοιτώνες, αποθήκες, κρατητήρια και στάβλους. Σύμφωνα με τον τοπικό τύπο της εποχής, για την ανέγερση των Οθωμανικών στρατώνων χρησιμοποιήθηκε αρχαίο οικοδομικό υλικό από την Κνωσό και στο περίτεχνο μαρμάρινο θύρωμα, που σώζεται έως σήμερα, ενσωματώθηκαν δύο κυκλικά βάθρα, φτιαγμένα από πορφυρό μάρμαρο και κοσμημένα με φύλλα άκανθας, καθώς και δυο επίκρανα παραστάδας από γκρίζο μάρμαρο, προερχόμενα από τη Λατινική Μονή του Αγίου Φραγκίσκου, που βρισκόταν στον χώρο του σημερινού Αρχαιολογικού Μουσείου».
Στο πέρασμα του χρόνου και επί Κρητικής Πολιτείας, για μικρό χρονικό διάστημα, φιλοξενήθηκαν στο κτήριο των Κισλάδων τα αγγλικά στρατεύματα, ενώ το 1921 το 2ο Γυμνάσιο Ηρακλείου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1920 το έως τότε ενιαίο κτηριακό συγκρότημα διαιρέθηκε, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Δημήτρη Κυριακού, στα τρία υφιστάμενα κτίσματα, με τις μεταξύ τους υπαίθριες διαβάσεις, που δεν έπαψαν ποτέ μέχρι σήμερα να φιλοξενούν τις διοικητικές και άλλες δημόσιες υπηρεσίες της πόλης. «Είναι γεγονός ότι κτήρια όπως αυτό του Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου χαρακτηρίζονται διεθνώς στη βιβλιογραφία ως τόποι απρόσμενης μάθησης, καθώς τα ίδια καλούνται να αντιμετωπίσουν σημαντικές προκλήσεις που αφορούν στην ταυτότητά τους και κυρίως στη συνεχή διάδραση με τον κοινωνικό τους περίγυρο. Εγγράφονται στην κατηγορία των ιστορικών κτηρίων που καθώς σχετίζονται με την πρακτική εφαρμογή της Δικαιοσύνης, έχουν να μας διηγηθούν πολλά για δύσκολα και αμφιλεγόμενα γεγονότα της τοπικής ιστορίας», είπε η κ. Παπαδάκη, που μιλώντας για τις επισκέψεις των μαθητών, επεσήμανε ότι τα περισσότερα παιδιά μετά από την ξενάγησή τους, έχουν σχηματίσει διαφορετική και οπωσδήποτε θετική εικόνα για αυτό το κτήριο, καθώς συνειδητοποιούν ότι εξακολουθεί να λειτουργεί εδώ και πολλές δεκαετίες έχοντας ενσωματώσει στην πλούσια βιογραφία του, τον δικαστικό και νομικό πολιτισμό της τοπικής κοινωνίας.
Ο υποψήφιος βουλευτής Χανίων της Ελληνικής Λύσης παρουσιάζει τις απόψεις του
εν όψει των εθνικών εκλογών
«Το κτήριο του Δικαστικού Μεγάρου Ηρακλείου, ακολουθώντας το πεπρωμένο του, μοιάζει αμφιπρόσωπο, καθώς είναι αφενός επιβλητικό ως προς τη θέση και το μέγεθος και αφετέρου ταλαιπωρημένο από την εντατική χρήση και επιφορτισμένο με αντικρουόμενες και συχνά “μυθολογικές” και “μεταφυσικές” ατομικές και συλλογικές εμπειρίες και μνήμες, που προκαλούν ανάμικτα συναισθήματα στους “εξωτερικούς” παρατηρητές», είπε η κ. Παπαδάκη, σχολιάζοντας τη λαβωμένη και από τους βανδαλισμούς όψη του, που προβληματίζει φορείς και τοπική κοινωνία.
Η ξενάγηση των μαθητών, που επί σειρά ετών πραγματοποιούνταν από την δικαστική υπάλληλο Μαρίνα Παπαδάκη, αναπροσαρμόζεται συνεχώς ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και απαιτήσεις. Στην πιο πρόσφατη εκδοχή της περιλαμβάνει τέσσερα στάδια. Συγκεκριμένα, έπειτα από την παρακολούθηση μικρού μέρους της τακτικής ακροαματικής διαδικασίας, ακολουθεί περιήγηση στο κτήριο και ενημέρωση για την ιστορική του πορεία και εξέλιξη.
Εν συνεχεία πραγματοποιούνται συζήτηση για τον θεσμό της δικαιοσύνης και επίσκεψη στον Δικηγορικό Σύλλογο, όπου τα παιδιά συνομιλούν με μαχόμενους δικηγόρους. Η επίσκεψη ολοκληρώνεται με τη βιωματική εμπειρία ενός εικονικού δικαστηρίου στο ακροατήριο: «Τα παιδιά αναλαμβάνουν τους βασικούς ρόλους των παραγόντων μίας ποινικής δίκης, συνειδητοποιώντας στην πράξη τις δυσκολίες και το μεγαλείο των προκλήσεων που προϋποθέτει η απονομή της δικαιοσύνης», ανέφερε η κ. Παπαδάκη, που συμπλήρωσε ότι οι μαθητές «αποχωρούν ενθουσιασμένοι από την εμπειρία της πρώτης τους επαφής με τον χώρο».
Αναλαμβάνοντας την ευθύνη ανάδειξης και αυτής της λειτουργίας του Δικαστικού Μεγάρου, η Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Ελεονώρα Λινάκη, σε συνεργασία με την Εισαγγελία και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ηρακλείου έχουν καταθέσει πρόταση που εκπονήθηκε από το Τμήμα Μουσειολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και τη συνεργάτιδά του Κωνσταντίνα Νικολοπούλου, στην Περιφέρεια Κρήτης, με θεματικό άξονα την προβολή της ιστορίας της Δικαιοσύνης στην πόλη του Ηρακλείου. «Το προτεινόμενο έργο, αποσκοπεί στην ενίσχυση του πολιτισμικού αποθέματος στον αστικό πυρήνα του Ηρακλείου, καθώς επιδιώκεται η παράλληλη χρήση του Δικαστικού Μεγάρου ως χώρου απονομής Δικαιοσύνης αλλά και Πολιτισμού, περνώντας στη νέα γενιά το μήνυμα ότι το ένα δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς το άλλο» συμπλήρωσε η κ. Παπαδάκη, με φόντο το πάγιο αίτημα της τοπικής κοινωνίας και των φορέων της, για τη δημιουργία ενός σύγχρονου κτηρίου απονομής της δικαιοσύνης που θα επιτρέψει στο υφιστάμενο ιστορικό κτήριο να συνεχίσει τον εκπαιδευτικό και επιμορφωτικό του ρόλο, μέσα από την αναβάθμισή του και την λειτουργία του ως χώρου πολιτισμικής υποδομής στον πολεοδομικό ιστό μιας πόλης που αναζητά τη σύνδεση με το ιστορικό παρελθόν της.