Ο Μαρξ προσπαθεί να αποδείξει ότι η δυναμική του κοινωνικού βίου δεν είναι τυχαία κι ακόμη ότι υπακούει σ’ ορισμένες νομοτέλειες. Ενώ οι προηγούμενοι στοχαστές αναφέρονται σ’ ένα διανοητικό παράγοντα, το ανθρώπινο πνεύμα που σαν εφευρετική δύναμη ανανεώνει και τη φύση και τον άνθρωπο.
Το κοινωνικό γίγνεσθαι
Ο Μαρξ προτάσσει τον οικονομοτεχνικό παράγοντα σαν ουσιώδες διακαθοριστικό αίτιο των κοινωνικών σχέσεων και όλων των μεταβολών και των αποκρυσταλλώσεων της ιστορίας. Η τεχνικοοικονομική υποδομή των πολιτικών κοινωνιών διέπεται από την ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής από μέρος μιας μειοψηφίας εκμεταλλευτών. Το πνευματικό οικοδόμημα όλων των ιστορικών κοινωνιών μπορεί να αναλυθεί σε σχέσεις ταξικών ανταγωνισμών για τη διακατοχή των μέσων παραγωγής και την κυριαρχία του τρόπου παραγωγής.
Ο Μαρξ απόκτησε σημασία ιδιαίτερη για την προσπάθεια να εξηγήσει την κοινωνική δομή και συνάμα τις μεταβολές της, μέσα από σύστημα αιτιών και αποτελεσμάτων.
Συνεπώς καθοριστική είναι η συμβολή του Μαρξ στη μελέτη των πολιτικών κοινωνιών, όσον αφορά την επίδραση του οικονομικού παράγοντα, αλλά και όσον αφορά το ρόλο της ταξικής πάλη για τη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι.
Κάθε σύστημα παραγωγής είναι καταρχήν γνωστό για τα μέσα παραγωγής μιας ορισμένης εποχής και ενός ορισμένου τόπου, και δημιουργεί τη δικιά του κοινωνική δομή (υλική βάση) μ’ ολόκληρο το εποικοδόμημά της, με την πολιτική, την τέχνη, την επιστήμη, τη θρησκεία, τη φιλοσοφία.
Στη διαλεκτική του Μαρξ, αυτό αποτελεί τη θέση αλλά η αντίθεση, παράγωγο της δυναμικής κοινωνικής εξέλιξης, που είναι η νέα τεχνολογία με τα νέα μέσα παραγωγής, μπορεί και συμβάλλει στη σύνθεση ενός νέου συστήματος παραγωγής και μιας νέας τάξης πραγμάτων. Αυτή η σύνθεση θα γίνει νέα θέση για το επόμενο στάδιο.
Δοαλεκτικός υλισμός
Ο Μαρξ διακρίνει τρεις διαδοχικούς τρόπους πολιτικής οργάνωσης, στο διαλεκτικό υλισμό, (Φιλοσοφία της Ιστορίας).
Στην πρώτη βαθμίδα η ιδιοκτησία ανήκει στη φυλετική κοινότητα (πρωτόγονος κομμουνισμός).
Στη δεύτερη βαθμίδα αναπτύσσεται η ατομική ιδιοκτησία. Εμφανίζεται η πόλη-κράτος. Στην πόλη-κράτος οι πολίτες έχουν από κοινού τους δούλους. Οι δούλοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης (δουλοκτητικό σύστημα). Ακολουθεί το φεουδαρχικό σύστημα με ουσιαστικό γνώρισμα τη δουλοπαροικία.
Στην τρίτη βαθμίδα το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγή, με κύριο χαρακτηριστικό τη μισθωτή εργασία και την εκμετάλλευση του εργάτη από το κεφάλαιο. Μάλιστα με το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” (1848) που συγγράφει με τον Ενγκελς, ο Μαρξ καλεί την εργατική τάξη να αποκτήσει ταξική συνείδηση, να γίνει «τάξη καθεαυτή» και στη συνέχεια να αποκτήσει πολιτική ωρίμαση και να γίνει μία «τάξη για τον εαυτό της».
Οραματίζεται ο Μαρξ, στη συνέχεια, τον σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, τη μετάβαση στην κομμουνιστική κοινωνία και τέλος την “κοινωνία ελευθέρων πολιτών”.
Ο ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Ο Μαρξ στα πολιτικά φαινόμενα κράτος και εξουσία, θα επισημάνει ότι η πολιτική εξουσία που δημιουργείται από την κοινωνία για εξυπηρέτηση των σκοπών της, μεταβάλλεται σε κυρίαρχο της κοινωνίας και επιβάλλει στην τελευταία τις θελήσεις της.
Σ’ αυτό βέβαια συμφωνεί και ο φίλος και συνεργάτης του Ενγκελς, όπως χαρακτηριστικά γράφει: «Για την προάσπιση των κοινών συμφερόντων, η κοινωνία δημιούργησε αρχικά δια μέσου της διαιρέσεως τη εργασίας τα δικά της όργανα. Όμως αυτοί οι οργανισμοί, των οποίων η κορυφή αποτελείται από την κρατική εξουσία εντάχθηκε με τον καιρό στην υπηρεσία των ιδίων συμφερόντων και από υπηρέτες της κοινωνίας έγιναν αφέντες».
Τη θεωρία του Μαρξ για το Ταξικό Κράτος, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αντικρατική μιας και υποστηρίζει ότι το Κράτος είναι κατά γενικό κανόνα το όργανο της πιο ισχυρής τάξης (άρχουσα τάξη), εκείνης που κυριαρχεί από οικονομική άποψη και που χάρις σ’ αυτό γίνεται επίσης και πολιτικά κυρίαρχη αποκτώντας έτσι νέα μέσα για να κατακτήσει και να εκμεταλλευτεί την καταπιεζόμενη τάξη.
Η κατάργηση του αστικού, ταξικού και γραφειοκρατικού κράτους θα παραμείνει βασικό θέμα της μαρξιστικής μελλοντολογίας και συγκεκριμένα ο Λένιν στο έργο του “Κράτος και Επανάσταση”, μιλά για αφανισμό του Κράτους σε συσχετισμό από το ένα μέρος με την αναγκαιότητα της επαναστατικής βίας και από το άλλο με τις σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις της οικονομίας. Πάντως ο λειτουργικός μηχανισμός του Κράτους ως υπηρέτης του Κεφαλαίου θα διαπιστωθεί και με τη θεωρία του Κέιν μετά από το μεγάλο κραχ του 1929 και της αλλαγής της μορφής του καπιταλισμού από ανταγωνιστικού σε κρατικομονοπωλιακό.
Ο κρατικός παρεμβατισμός με την έννοια να αποβεί το κράτος ο καλύτερος πελάτης των βιομηχανιών, προκειμένου να δώσει αδιέξοδο στις κρίσεις του καπιταλιστικού συστήματος, αποδεικνύει ότι το Κράτος στις καπιταλιστικές κρίσεις διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο μιας και τα περισσεύματα της βιομηχανικής υπερπαραγωγής τα απορροφά προκειμένου άλλα να χρησιμοποιήσει για Δημόσια Επένδυση κι άλλα για Δημόσια Κατανάλωση. Γίνεται συνεπώς συμπαραστάτης του κεφαλαίου, προσδίδοντάς του δύναμη να προχωρήσει.
Ο ΜΑΡΞ ΣΗΜΕΡΑ
Σήμερα η μαρξιστική θεώρηση μπορεί να δημιουργεί πολλά ερωτηματικά και ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Τα ερωτηματικά βαραίνουν το μέρος της μαρξιστικής θεωρίας που αφορά την πραγμάτωση της ιδεατής κομμουνιστικής κοινωνίας, του αταξικού κράτους. Πολλοί μάλιστα υποστηρίζουν ότι η άποψη της περί καταργήσεως του Κράτους και διαμόρφωσης μιας “κοινωνίας πολιτών” στη θέση της σημερινής πολιτικής κοινωνίας, έχει θεωρητικό καθαρά χαρακτήρα, για να μην πούμε ουτοπική βάση.
Ο Μαρξ στο “Κεφάλαιο” υπήρξε, όμως, ο μεγάλος αναλυτής του καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής, με αδιαμφισβήτητο κύρος και με αναφορές επιστημονικές με διαχρονική αξία, όπως υπερεργασία, υπεραξία, κέρδος συσσώρευση, συγκεντροποίηση κεφαλαίου και εφεδρικός στρατός ανέργων. Οι μελέτες του ακόμη για την αλλοτρίωση, το προλεταριάτο, τις ταξικές διακρίσεις, την πάλη των τάξεων, ως προωθητικού μηχανισμού του ιστορικού γίγνεσθαι, είναι καθοριστικές στην επιστήμη της Φιλοσοφίας, της Κοινωνιολογίας, της Ιστορίας.
Η οπτική γωνία κάτω από την οποία η μαρξιστική κοινωνιολογία τοποθετεί το πολιτικό φαινόμενο, δεν αποτελεί κατ’ ουσία άρνηση αλλα επανασύνδεση με τις καλύτερες παραδόσεις του ελληνικού πολιτικού στοχασμού και ιδιαίτερα με τον Αριστοτέλη, ο οποίος θεωρούσε το κριτήριο των κοινωνικών στρωματώσεων σαν ένα από τα σπουδαιότερα, αν όχι το σπουδαιότερο έρεισμα για την επίτευξη πραγματικής κοινωνικής και πολιτικής ισορροπίας.
Είναι γεγονός πάντως ότι η πολιτική πράξη των τελευταίων εκατό πενήντα χρόνων σηματοδοτήθηκε σε ευρεία κλίμακα από την πολιτική μεθοδολογία και από τη στρατηγική του μαρξικού στοχασμού.
Αλλά και επιπλέον η πολιτική θεωρία εμπλουτίσθηκε με αφορμή το μαρξικό λόγο μιας και υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμος στη γένεση νεομαρξιστικών, αντιμαρξιστικών και αναθεωρητικών ιδεολογιών.
Πέρα από τις θεωρίες του αναρχισμού ή την παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού, υπάρχουν και στοιχεία νέων θεωριών, που είτε κινούνται στον χώρο του φιλοσοφικού πραγματισμού ή στο πλαίσιο του ιδεατισμού διακηρύσσουν με κομπορρημοσύνη ότι το τέλος της ιστορίας έφθασε και ο δρόμος μιας ονειρεμένης κοινωνίας, που αποζητά ο σημερινός μονοδιάστατος και πολύπληκτος άνθρωπος, είναι πολύ κοντά.
Οι τελευταίου τύπου πολιτικές θεωρίες του αιώνα μας χρησιμοποιούν, αναγκαστικά, στοιχεία επίκρισης ή και επιδοκιμασίας του μαρξιστικού λόγου για να μπορέσουν να ασκήσουν εποικοδομητική κριτική στη σημερινή κοινωνία και να ευαγγελιστούν ένα καλύτερο μέλλον.
*Πτυχιούχος Παντείου και Φιλοσοφικής Σχολής
Πριν από ενάμιση περίπου αιώνα ο Μαρξ στον πρόλογο “Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας” παρατηρούσε ότι το υποκειμενικό είναι του ανθρώπου, δεν είναι, όπως υποστηρίζει η φιλοσοφία του γερμανικού ιδεαλισμού, το αποτέλεσμα μιας πράξεως αυτοπροσδιορισμών της συνείδησής του, αλλά η συνισταμένη των προσδιορισμών του ατόμου από τους συγκεκριμένους αντικειμενικούς όρους υπάρξεώς του μέσα στο πλαίσιο της κοινωνικής πραγματικότητας, της οποίας αποτελεί αναπόσπαστο μέρος και η οποία διαμορφώνεται σύμφωνα με ορισμένες νομοτέλειες που ξεπερνούν την οποιαδήποτε υποκειμενική συνείδηση.