Η Ρεθεµνιωτοπούλα Καλλιρρόη Παρρέν, το γένος Σιγανού, (Ρέθυµνο, 1861 – Αθήνα 1940) ήταν λογία και µια από τις πρώτες Ελληνίδες φεµινίστριες. Είχε γεννηθεί στα Πλατάνια Αµαρίου αλλά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1867, όπου ο πατέρας της Στυλιανός Σιγανός, ήταν πρόεδρος της Επιτροπής Κρητών Προσφύγων. Αρχικά φοίτησε στο σχολείο Σουρµελή και στη συνέχεια στη γαλλική σχολή των καλογραιών στον Πειραιά. Το 1878 πήρε το πτυχίο της δασκάλας από το Αρσάκειο και στη συνέχεια ανέλαβε για δυο χρόνια διευθύντρια του Παρθεναγωγείου της ελληνικής κοινότητας Οδησσού. Μετά από µια διετία επέστρεψε στην Αθήνα και παντρεύτηκε τον Κωνσταντινουπολίτη Ιωάννη Παρρέν, γιο Γάλλου πατέρα και Αγγλίδας µητέρας, ιδρυτή του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.
Μεγάλη γυναικεία φυσιογνωµία, µε σθένος και πίστη στον αγώνα του φύλου της, πνεύµα ανήσυχο, δραστήριο και πρωτοποριακό, πρωτοστατεί στο φεµινιστικό κίνηµα στην Ελλάδα. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα δηµοσιογράφος, εκδότρια και διευθύντρια, αφού στις 8 Μαρτίου 1887, ένα χρόνο µετά τον γάµο της, εξέδωσε την «Εφηµερίδα των Κυριών», που συντάσσονταν αποκλειστικά από γυναίκες, κι από την οποία ρίχθηκε και το σύνθηµα «ψήφος στις γυναίκες», που αποτέλεσε την απαρχή διαµόρφωσης στερεάς πολιτικής φεµινιστικής συνείδησης. Η εφηµερίδα αυτή συνέχισε να εκδίδεται µέχρι το 1918 όταν η Παρρέν εξορίστηκε στην Ύδρα (Μάρτιος 1917 – Νοέµβριος 1918) «διά τας πολιτικάς πεποιθήσεις της».
Συµµετείχε ενεργά σε διεθνή γυναικεία συνέδρια, ίδρυσε τη «Σχολή της Κυριακής των Απόρων Γυναικών και Κορασίων» (1890), το «Άσυλον της Αγίας Αικατερίνης» (1895), το «Άσυλον των Ανιάτων» (1896), και τον «Πατριωτικό Σύνδεσµο», την «Ένωσιν υπέρ της Χειραφετήσεως των Γυναικών», ενώ το 1896, ιδρύθηκε υπό τη γενική προεδρία της, η «Ένωσις των Ελληνίδων». Το 1911 ίδρυσε το Λύκειο των Ελληνίδων (το παράρτηµα των Χανίων ιδρύθηκε το 1915).
Η Παρρέν συγγράφει πολλά άρθρα, δοκίµια, µυθιστορήµατα και θεατρικά έργα µε βασικό θέµα πάντα τη θέση της γυναίκας στα τότε κοινωνικά προβλήµατα, όπως: «Ιστορία της γυναικός» (1889), «Η µάγισσα» (1901), «Το νέον συµβόλαιον» (1901), «Η νέα γυναίκα», και «Επιστολές Αθηναίας προς Παρισινή». – ένα από τα έργα της µάλιστα, «Η Χειραφετηµένη» (1915), µεταφράστηκε και σε ξένες γλώσσες.
Αν και ζει και δραστηριοποιείται εκτός Κρήτης, η Παρρέν δεν ξεχνάει τον γενέθλιο τόπο της. Και προσδοκά κι εκείνη την ευλογηµένη πολυπόθητη ώρα της Ένωσής της Κρήτης µε την Ελλάδα. Ως φαίνεται η πένα της, δυναµική όχι µόνο για το φεµινιστικό κίνηµα, αλλά και για άλλα φλέγοντα θέµατα και ιδίως για όσα αφορούν στην πατρίδα της, αφήνει αποτυπώµατα γεµάτα ιστορικά στοιχεία αλλά και λυρισµό κι ελπίδα. Με επικείµενη την – επιτέλους – Ένωση και λίγο πριν την επισηµοποίησή της στο Φρούριο Φιρκά αφιερώνει το τεύχος 1046 του δεκαπενθήµερου 15 – 30 Νοεµβρίου 1913 της «Εφηµερίδας των Κυριών» στο χαρµόσυνο γεγονός, µ’ ένα ιδιαίτερο κείµενο γραµµένο απ’ την καρδιά της:
«Εφηµερίς των Κυριών» 15 – 30 Νοε 1913
Η Κρήτη απεδόθη εις την µητέρα της. Θα έλεγε κανείς πως έπρεπε να µεγαλώση πρώτα η Ελλάς, να δυναµώση η αναιµική, η κάτισχνη µητέρα, να γείνη χώρα τιµηµένη και µεγάλη και ένδοξος για να χωρέση στην αγκάλη της την δυνατήν, µια τόσον υπερήφανον µεγαλειότητα.
Ο τίτλος µη φανή παράξενος και µην ξαφνίση άλλες αδελφές, από τας νέας χώρας που απελευθέρωσεν ο µέγας Κωνσταντίνος ο ∆ωδέκατος. Η Κρήτη µόνη µέσα σ’ όλους τους λαούς της Γης και µέσα εις τας χώρας τας ιστορικάς στέκεται υψηλά και υπερήφανα σαν µάννα του πανάρχαιου πολιτισµού, ωσάν πατρίδα των Ελληνικών θεών, που µέσα εις τους κόλπους της εθήλασαν το γάλα της Αµαλθείας αιγός.
Ο Κρόνος ο πανάρχαιος του Ελληνικού Ολύµπου πρόγονος, ήτο ο τροµερός πατέρας της φυλής, που και τα ίδια του παιδιά κατέτρωγε για να µη γείνουν µεγαλείτερα απ’ αυτόν. Ητο λοιπόν µεγάλη και τρανή η Κρήτη πάντοτε και είνε η µάννα αυτή και η αρχόντισσα µε τα παλάτια της και τους ναούς της τους περίλαµπρους, µε της γυναίκες της ξεχωριστές στην ωµορφιά, στη χάρι και στην πολυτέλεια.
Ητο µεγάλη η Κρήτη, η ξεχωριστή αρχόντισσα και της φυλής κυρίαρχος, αφού κι αυτό της Αθηνάς το άστυ φόρον παρθένων και παλληκαριών της πλήρωνε.
Ητο µεγάλη πάντα η αήττητη, όταν αιώνας όλους επολέµησαν για την κατάκτησίν της, οι άρχοντες των τότε θαλασσών, της Βενετίας οι ∆όγαι και οι πρίγκηπες.
Ητο µεγάλη κι ύστερα που τους τυράννους και κατακτητές Ανατολής και ∆ύσεως έκαµε και την καταγωγήν των και την γλώσσαν των να χάσουν, και χωρίς να καταλάβουν νικηµένοι από νικηταί να ευρεθούν.
Ητο µεγάλη η υπερήφανη αρχόντισσα κι όταν ακόµη οι στόλοι των ∆υνάµεων εκανοβολούσαν µε κανόνια δυνατής ολκής το µικρόν φρούριον, εις το οποίον λεοντάρια ατρόµητα τα Κρητικόπουλα εσκαρφάλωναν για να υψώσουν την σηµαίαν την Ελληνικήν.
Τα χρόνια της σκλαβιάς της τ’ αναρίθµητα µόνον µε επαναστάσεις και ανταρσίες ηµπορούν να µετρηθούν. Χειρότερη από τα ηφαίστεια, που κάθε λίγο ξεκουνούν την Γη και κάθε τόσο φλόγες και καπνούς στον ουρανό πετούν, η Κρήτη έµεινε το άσβεστο ηφαίστειο, που γενεές και γενεές το ακολούθησαν να φλέγη και να καίη την αιµατωµένη γη και λάβα πύρινη να χύνη και ν’ απλώνη στους κάµπους που ανθεί η λεµονιά και όπου τα χρυσόµηλα µυρίζουν τον αέρα.
Τ’ Αρκάδι φρούριο απόρθητο, εις την φωτιά ενός απ’ τους πολλούς πολέµους σαν πυροτέχνηµα τινάχθηκαν στον ουρανό, µε τάγµατα από µοναχούς πολεµιστάς, που για καµπάνες είχαν την κλαγγήν των όπλων των και για λιβάνι τον καπνό του µπαρουτιού.
Μάννα µεγάλη κ’ ένδοξη αυτή, µε γάλα γέννησε κι έθρεψε παιδιά, λεβέντες και πρωτοπαλλήκαρα ηρωϊκά και φηµισµένα εις τα πέρατα της Γης. Στις Τέχνες, εις την Επιστήµη και τα γράµµατα κι εις κάθε ωραιότητα του νου και της ψυχής, ακόµη και εις το πειο σοφά και δύσκολα, να κυβερνούν λαούς και χώρες να υψώνουν ωσάν γίγαντας.
Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που είχε ιδεί το αίµα της σαν ποταµός να χύνεται και τα βουνά της υψηλότερα να γίνωνται από της εκακόµβες των οστών της αναρίθµητες. Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που µε τα µατωµένα χέρια της της αλυσσίδες της σκλαβιάς εσύντριψε και γίγαντας ωρθώθη στη Μεσόγειο, αυτοκρατόρισσα πορφυρογέννητη και ένδοξη, τον Κωνσταντίνο, τον µεγάλο σαν αυτήν, εις την αγκάλη της να σφίγξη δοξασµένον νικητήν και άρχοντα.
Για την ανάστασιν µιας τέτοιας χώρας παντοδύναµης και εις τα πέρατα της Γης µοναδικής δεν πήγαιναν λουλούδια και σηµαίες και µυρτιές και λόγια διαβασµένα στο χαρτί. Αυτά είνε στολίδια που ταιριάζουν µόνον εις θνητούς κοινούς, εις πανηγύρια, γάµους και εορτές και εις πολιτικά συµπόσια.
Για την µεγάλην και ξεχωριστήν πανήγυριν µιας φυλής ανδρείων, που δεν εταπεινώθηκε ποτέ στους ισχυρούς, αλλ’ ούτε εις τον τύραννον εµπρός χαµήλωσε το µέτωπον, µεγάλα έτρεπε τιµής και ανδρείας τρόπαια να υψωθούν και µε παιάνας και αγώνας γυµνικούς, σαν στους παληούς καλούς καιρούς, να τιµηθή η ηµέρα της ενώσεως.
Και η Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη, πολιτείες και χωριά, τρεις να προσφέρη ηµέρες και τρεις νύκτες συνεχείς στους γέρους καπετάνιους, και στα ανδρεία της παιδιά κάθε µοσχάρι σιτευτό και κάθε εκλεκτό κρασί, γεύµατα και συµπόσια Οµηρικά, κάτι σαν είδος κοινωνίας θεϊκής, κάτι που να τιµά και ν’ ανασταίνη µαζή µε την σηµερινή χαρά το µεγαλείον και την δόξαν του πρώτου και του πειο αρχαϊκού πολιτισµού.
Και στους γέρους καπετάνιους και στα λεβεντόπαιδα, κρασί νέκταρ να κερνούνε κόρες διαλεχτές µε κορµιά κυπαρισσένια κι’ αρχοντιά πολλή, Καρυάτιδες της Κρήτης ολοζώντανες. Και χορούς εις τις πλατείες και εις τους αγρούς να χορεύουν τρεις ηµέρες και τρεις νύκτες µε της λύρας το τραγούδι το ξεχωριστό για την νίκην και την δόξαν της µητέρας της µεγάλης και τρανής.
Κ. Παρρέν
(Σηµ. Στην αντιγραφή του κειµένου, διατηρήθηκε η ορθογραφία και στίξη του πρωτοτύπου)
*Η Ζαχαρένια Σηµανδηράκη είναι ειδική συνεργάτιδα Γενικών Αρχείων του Κράτους
1 ∆εκ. 1913. Τελετή της Ένωσης
Αναµνηστική κάρτα για την Ένωση.