Ιοφών: Καλώς όρισες, πατέρα, από της Σάμου τη στρατηγία!
Σοφοκλής: Δεν τη ζήτησα εγώ, γιε μου! Δώρο μού την έβαλαν στις φούχτες οι Αθηναίοι…
Ιοφών: Το ξέρω! Ακόμη στα αφτιά μου ηχούν οι επευφημίες των περσινών θεατρικών αγώνων στα «Μεγάλα Διονύσια»… Θέλανε, μπράβο τους, έτσι να τιμήσουν εν ζωή, σπάνιο – να τ’ ομολογήσεις!, το Σοφοκλή, του Σοφίλλου το γιο, το μεγάλο τραγωδιογράφο…
Σοφοκλής: Τους άρεσε, βλέπεις, πολύ η «Αντιγόνη» μου!
Ιοφών: Δεν ήταν σαν του Φρυνίχου εκείνη τη «Μιλήτου Άλωση»! Που τους έσπρωξε να γεμίσουν δάκρυα ξαναθυμίζοντας σ’ όλους τα οικεία κακά. Που τους ώθησε την χιλιοτάλαντη τιμωρία να του επιβάλουν…
Σοφοκλής: Και όμως, ο Κρέων μου μαθήματα πολλά θα μπορούσε να τους δώσει…
Ιοφών: Ναι, της αλαζονικής και σκληρόκαρδης εξουσίας!
Σοφοκλής: Τον είδες, γιε μου, πώς διαλέγει στους άψυχους γραφτούς νόμους να πειθαρχήσει…
Ιοφών: Κι όχι στους άγραφους κανόνες της καρδιάς, που η Αντιγόνη προτάσσει αντάμα με την αδελφική και την ερωτική αγάπη…
Σοφοκλής: Κόντρα στο θρασύ άρχοντα και υπέρ του άμοιρου αδελφού την έβαλα να ταχτεί…
Ιοφών: Όλοι τη ζηλέψαμε! Ναι, κόντρα ακόμα και στη δειλία, τη φυγομαχία της ομομήτριας και ομοπάτριας αδελφής της, της Ισμήνης, εμπρός στης ζωής τις δυσκολίες και τους φράχτες…
Σοφοκλής: Κι ο φύλακας, Ιοφών, τι σε θύμισε;
Ιοφών: Δουλοπρεπές όργανο της εξουσίας, από φόβο, πατέρα, τη θέση και τη βολή του μη χάσει, στις προσταγές των ανωτέρων μιλιά αντίρρησης δε βγάζει, μόνο υποταγής…
Σοφοκλής: Χαροκαμένη Ευρυδίκη, με το διπλό ρόλο, της δύσμοιρης μάνας και κακορίζικης συζύγου θύματος και θύτη, του αδύναμου εμπρός σε τέτοιον πατέρα Αίμονα και του φαινομενικά κραταιού Κρέοντα αντίστοιχα, για το τέλος σου πολύ δάκρυ πικρό θάχυσαν πολλοί…
Ιοφών: Μα βρε πατέρα, πες μου πώς εσύ με τέτοιες ιδέες και αξίες, που εγγίζουν κάθε ανθρώπινη ψυχή, στον πόλεμο στρατηγός πήγες και θέλησες τη Σάμο να μακελέψεις;
Σοφοκλής: Εγώ τα χέρια μου με αίμα να βάψω ανθρώπων ποτέ δε θέλησα, μήτε θέλω! Παιχνίδια των μωροφιλόδοξων πολιτικών που τη δύναμή τους θέλουν να επιβάλλουν, οι πόλεμοι, που πολιτείες ξεθεμελιώνουν, οικογένειες ξεκληρίζουν και σπιτικά ορφανέβουν… Έλεγα, Ιοφών, στους κανόνες της καρδιάς μου πειθήνιος, στον Περικλή, παραμονές του έκπλου, στην κατάμεστη Εκκλησία του Δήμου μέσα, πως, με τα χρήματα που θα δαπανούσαμε στη Σάμο να εκστρατέψουμε, θα μπορούσαμε ανάσα σ’ απόρους και αναπήρους να δώσουμε, βοήθεια σε χήρες και ορφανά, εισιτήρια για το θέατρο, ευεργεσίες λαμπρές της ειρήνης, αιώνια θυμητάρια λαοφιλών κυβερνητών… Και μολονότι κοντοστάθηκε και έδειξε να προβληματίζεται απ’ τα λόγια μου ο γιος του Ξανθίππου, τον είδαν όλοι οι Αθηναίοι πώς πρώτος μπήκε στην ναυαρχίδα του πολέμου!
Ιοφών: Πατέρα, ήμουν σίγουρος και είμαι περήφανος για σένα…
Σοφοκλής: Και εγώ για σένα, καμάρι μου…