Η καντάδα, ως μουσικό είδος, έρχεται στη νεότερη Ελλάδα από τα Επτάνησα (επτανησιακή καντάδα, λαϊκή μορφή) τον 19ο αιώνα, ακμάζει στην Αθήνα (αθηναϊκή καντάδα, «τραγούδια του κρασιού», λόγια μορφή εμπνευσμένη από του ποιητές της εποχής, π.χ. Γ. Δροσίνης) στις αρχές του 20ού αιώνα και εξαπλώνεται σε ολόκληρη τη χώρα.
Υπάρχουν δυο βασικά είδη καντάδας, η ερωτική και της παρέας. (βλ. Α. Αλιγιζάκης, Όπερες, Μαντολινάτες & Καντάδες, Βαλς & Συρτός στα παλιά Χανιά για την ιστορία της καντάδας από τους αρχαίους χρόνους μέχρι σήμερα)
Η πρώτη γραπτή ένδειξη για την παρουσία ερωτικής καντάδας στα Χανιά αναφέρεται στον τοπικό Τύπο (εφημ. Νέα Έρευνα) στις 15/11/1913, όπου ο αρθρογράφος επαινεί την συναυλία της Μαντολινάτας του «Συνδέσμου των Φιλομούσων» με μαέστρο τον Αlfonso Di Maio, ενώ ταυτόχρονα καυτηριάζει τους κανταδόρους του δρόμου: «[…]ήτις (εννοεί η μουσική) άλλοτε περιεφέρετο εις τας οδούς από τον ερωτευμένον αμανετζήν […] αφού τα φάλτσα της δεν υπέκυπτον εις μουσικά ώτα και έτσι εις των στραβών τη χώρα βασίλευαν οι αλλήθωροι».
Η επόμενη περιγραφή ερωτικής καντάδας γίνεται στις 14/9/1914 (εφημ. Νέα Εφημερίς): «Άλλο πάλιν τούτο. Τις ημέρες αυτές οι διάφοροι κανταδόροι το έχουν παρακάμει. Κυριολεκτικώς δεν αφήνουν κανέναν να κοιμηθεί[…]να σου κόβουν τον ύπνον σου και να σου αγριοφωνάζουν επί ώρας ολόκληρους κάτω από το παράθυρον σου[…]».
Δεν είναι διόλου απίθανο το «νυχτερινό μπάνιο» του καλλίφωνου χανιώτη έμπορου Κώστα Λαμπάκη να ήταν το αποτέλεσμα της ερωτικής καντάδας που έκανε στον Τοπανά σε συγγένισσα των αδελφών Κριάρη, όπως αναφέρει ο Μίνως Νικολακάκης. Πιθανές ερμηνείες για την αρνητική στάση των Χανιωτών απέναντι στην καντάδα είναι ίσως η προτίμηση για το ριζίτικο, καθώς και η αυστηρότητα των ηθών της ντόπιας κοινωνίας της εποχής.
Πιο ασφαλής, σύμφωνα με τον Νικολακάκη, ήταν η καντάδα της παρέας που έκαναν οι αδελφοί Χώληδες (ο Γιώργος ήταν βαρύτονος) στην ταβέρνα του Δανιά, πίσω από την Τριμάρτυρη, με τον πρίμο Γιώργο Σκουλάκη, τον μπάσο Ευκλείδη Πρώιμο (ποιητή, συγγραφέα) και τον σεκόντο Αντώνη Σιγιολτζάκη (Δ/ντη Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου).
Στις 10/10/1929 (εφημ. Κήρυξ ) η εμφάνιση ερωτευμένων κανταδόρων στη Χαλέπα καταλήγει στη παρέμβαση της Χωροφυλακής, ενώ το 1934 οι κανταδόροι στο Κουμ Καπί δέχονται αρνητική κριτική (εφημ. Κήρυξ 29/8/1934). Αντίθετα, το 1933 στη Νέα Χώρα οι καντάδες με βιολί, μαντολίνο, και κιθάρα είναι ευπρόσδεκτες, κάποιες, μάλιστα, γίνονται και επί πληρωμή με τη συνδρομή της εβραϊκής μπάντας των «Καμόντι».
Η καντάδα ακμάζει στα Χανιά κατά την μεταπολεμική περίοδο και οφείλεται στο γεγονός ότι η χανιώτικη κοινωνία έρχεται σε επαφή με την καντάδα χάρη στην Μαντολινάτα και Χορωδία του Βενιζέλειου Ωδείου, με μαέστρο τον Μιχάλη Βλαζάκη. Έτσι, τις δεκαετίες 1950 και 1960 γίνονταν πολλές ερωτικές καντάδες από τους μαθητές της Μαντολινάτας (κι όχι μόνο), καθώς και δημόσιες περιπατητικές καντάδες στους δρόμους της πόλης με τη συνοδεία κιθάρων και μαντολίνων. Αξιοσημείωτο είναι ότι το μουσικό ρεπερτόριο, σε κάθε χρονική περίοδο, περιλάμβανε τραγούδια της μόδας. Αυτές τις δεκαετίες οι κανταδόροι προτιμούσαν Τάκη Σογιούλ, Τόνη Μαρούδα, κ.ά., καθώς και τραγούδια από την επτανησιακή και αθηναϊκή καντάδα. Ο κανταδόρος που διακρίθηκε εκείνη την εποχή ήταν ο Νίκος Γεωργίου (Παντέλος). (βλ. Α. Αλιγιζάκης, Όπερες…ό.π.)
Η δικτατορία διακόπτει τις καντάδες, οι οποίες σβήνουν οριστικά περίπου το 1967. Τη δεκαετία του 1970 η κρητική κοινωνία έχει αλλάξει, καθώς δυτικοποιείται και αστικοποιείται, με αποτέλεσμα τη σιγή αυτής της ρομαντικής μουσικής έκφρασης συναισθημάτων.