Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Η καπνισμένη σπηλιά

Τούτες τσι μέρες με την πρωτόγνωρη κακοκαιριά του Μάρτη,που μας έκλεισε για τα καλά μέσα, αναστορούμαι τσοι μεγάλες τσίκνες πιτσιρικάς στο χωριό που επί δέκα μέρες έβρεχε κι εχιόνιζε ασταμάτητα και τουρτουρίζαμε από τη κρυγιώτη εμείς τα μικιά κοπέλια με τα κοντά πατελονάκια και τα αδύνατα ατζάκια.

Oλόρθες σηκωνόταν οι τρίχες των ποδιών μας. Θυμούμαι που μ’ έστελνε η μάνα μου να πάω φαητό του αφέντη μου στη χαλέπα μας στο χειμαδιό που έβοσκε τα οζά και μου έβαζε να κρατώ σ’ ένα αλουμινένιο τσικαλάκι με καπάκι το ζεστό φρυσόριζο που έψηνε ή πράμα μπακαλιάρους με πατάτες, και στην πλάτη μου κρεμούσε το σακούλι μ’ ένα παγούρι γεμάτο κρασί, ψωμί, ελιές και κάνα κρομμύδι γι σκόρδο.

Οταν έβρεχε έπαιρνα κι ένα κακουδέρικο ομπρελάκι που είχανε σπάσει καδυό τρεις μπανέλες, και τόχαμε του πεταμάτου, αλλά από το τίποτα καλό ήταν κι αυτό.

-Πήγαινε δα χαρώτο γλήγορα γλήγορα νάχεις την ευκή μου και το νου σου στο δρόμο να βαστάς τ’ οπρελάκι κόντρα στον αέρα, να μη σου το αναποδογυρίσει η νοτιά και το σπάσει.

Φτάνοντας στη χαλέπα σαν τώρα θυμούμαι το γεροντή μας να έχει ανάψει μια μεγάλη φωτιά στη μέση μιας σπηλιάς που ήταν ολόμαυρη από τσοι καπνιές, κι είχε κρεμάσει το ράσο ντου σ’ ένα καζίκι από ξύλο που είχε καρφώσει σε μια τρύπα, και την κατσούνα ντου σ’ ενα άλλο… Θυμούμαι και τον σκύλο μας τον Νταούντη που του πετούσα ένα κομμάτι ψωμί μόλις έφτανα κ το άρπαζε στον αέρα κάνοντας μου χαρές.

-Καλώς το Γιωργιό με το σκουτελικό ντου, ίντα μαγερέψετε μωρέ πάλι σήμερο… έλα σίμωσε επαέ κοπέλι μου κοντά στη φωτιά να πυρωθείς κι εσύ μια ουλιά, να στεγνώξεις κιόλας γιατί σε θωρώ ολόγρο.

Αυτό που μου έχει μείνει ακόμη είναι η μυρωδιά του ξύλου έτσι που καιγόταν και μουρμούριζε τσικ τσακ, τσοι καψιλήθρες που πετιόταν στον αέρα, κι ο καπνός που όταν φυσούσαν δυνατοί αέρηδες σε κυνηγούσε όπου και να στεκόσουν… κι εσύ ατζοπατούσες τρίβοντας τα μάτια σου.

-Τσ’ όμορφους κυνηγά μπρε κοπέλι μου ο καπνός δεν το κάτεχες λοδά… μου έλεγε ο γεροντής και γελούσαν κι οι μουστάκες του.

-Θαρρώ μωρέ μπαμπά πως με βρήκες μικιό και με μασκαρεύεις.

-Όη μωρέ ετσά ναι, μόνο κάτσε δυο λεφτά να μου κάνεις παρέα να φάω πράμα κι απόης να αμολάρεις να πας να διαβάσεις..!!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα