Στρίμωγμα να κοιμάσαι σε αμάξι. Έτσι κι αλλιώς, κανένα Honda από τρίτο χέρι δεν είναι παλάτι. Αν ήταν βαν, θα είχαν περισσότερο χώρο, αλλά σιγά να μην μπορούσαν να πάρουν βαν, ακόμα και παλιά, τότε που νόμιζαν πως είχαν λεφτά. Ο Σταν λέει ότι είναι τυχεροί που έχουν έστω και το Honda, κι έχει δίκιο, η τύχη τους όμως δεν κάνει το αυτοκίνητο μεγαλύτερο.
Η Σαρμέιν πιστεύει ότι ο Σταν θα έπρεπε να κοιμάται στο πίσω κάθισμα, επειδή χρειάζεται περισσότερο χώρο -αυτό θα ήταν το δίκαιο, αφού είναι πιο μεγαλόσωμος-, αλλά αναγκαστικά κοιμάται στο μπροστινό για να μπορεί να βάλει μπρος και να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση ανάγκης.
Σε μια παλιότερη -και ευτυχέστερη- εποχή, η Σερμέιν και ο Σταν γνωρίστηκαν, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν, έχοντας πάρει την απόφαση να ζήσουν μαζί το υπόλοιπο της ζωής τους. Τότε όλα φαίνονταν δυνατά, η αγάπη τους έραινε την καθημερινότητα με μαγεία. Όνειρα, σχέδια και έρωτας, τι άλλο να ζητήσει κανείς; Ένιωθαν τόσο τυχεροί που είχαν ο ένας τον άλλον. Είχαν και οι δύο δουλειά, αποφάσισαν να αγοράσουν σπίτι, ίσως σύντομα να χρειάζονταν επιπλέον δωμάτια. Τότε όλα άρχισαν να καταρρέουν, αργόσυρτα αλλά εκκωφαντικά. Η κρίση έφτασε στην πολιτεία, έχασαν τις δουλειές τους και η υποθήκη έμενε ανικανοποίητη· ένα βράδυ φόρτωσαν το αμάξι και έφυγαν, πριν το χάσουν και αυτό. Τουλάχιστον είχαν το Honda, μια λαμαρίνα πάνω από το κεφάλι τους, μια πόρτα, έστω, αν και όχι ασφαλείας, να κοιμούνται πίσω της. Δεν κάνουν έρωτα πια, εκτός και αν θεωρήσει έρωτα κανείς την άβολη και βιαστική συνεύρεση στο πίσω κάθισμα του Honda, γεμάτη άγχος. Εκείνη βρήκε δουλειά σε ένα μπαρ, με τα λίγα χρήματα που κέρδιζε αγόραζαν φαγητό, βενζίνη, πλένονταν και έπλεναν τα ρούχα τους. Ο Σταν συνέχιζε να ψάχνει για δουλειά.
Ώσπου μια μέρα ένα διαφημιστικό στην τηλεόραση του μπαρ τράβηξε την προσοχή της Σερμέιν. Έπεισε τον Σταν να δοκιμάσουν, τουλάχιστον αυτό, να δοκιμάσουν. Το Σχέδιο Ποζιτρόνιο υποσχόταν πολλά, ανάμεσα στα οποία: ασφάλεια, τροφή και στέγη. Έτσι μετακομίζουν στην πόλη της Χρονοκράτησης, έχοντας υπογράψει συμβόλαιο εγκλεισμού, εκεί όπου τον έναν μήνα ζουν σε ένα μεγάλο και άνετο σπίτι ενώ τον επόμενο τον περνούν ως έγκλειστοι στις φυλακές.
Κάπου εκεί ξεκινάει η κυρίως υπόθεση του τελευταίου μυθιστορήματος της Άτγουντ. Μια παράλληλη δυστοπία στην ήδη διαμορφωμένη δυστοπία της Αμερικής της κρίσης, των εξώσεων, των ανθρώπων που αναζητούν τροφή στα σκουπίδια, γι’ αυτό και τρομακτικά ρεαλιστική, καθώς δεν χρειάζεται να μεταφέρει τον αναγνώστη στο απώτερο μέλλον για να στήσει το δυστοπικό της σκηνικό, χρειάζεται απλώς μια πόλη φυλακή λίγο πιο κάτω στον χάρτη. Αργά και σταθερά κατασκευάζει η Άτγουντ αυτή την παράλληλη πραγματικότητα, ολοένα και πιο σύνθετη, πιο χαοτική, πιο τρομακτική, με την ικανότητα της έμπειρης συγγραφέως να οδηγεί την ιστορία με ακρίβεια στο σημείο της κορύφωσης και της τελικής εξόδου, υπενθυμίζοντας διαρκώς τον σχηματικό/παραβολικό χαρακτήρα της ιστορίας του Σταν και της Σερμέιν, χωρίς να παραλείπει στοιχεία απαραίτητα για το είδος, όπως το σασπένς και οι ανατροπές, δηλώνοντας την πίστη της πως οι ανθρώπινες σχέσεις είναι ή θα έπρεπε να είναι στο επίκεντρο.
Μπορεί να μην πρόκειται για την καλύτερη στιγμή αυτής της σπουδαίας συγγραφέως, όμως -και ας μην είμαστε πια τόσο αυστηροί με τους συγγραφείς που αγαπάμε- το Η καρδιά πεθαίνει τελευταία είναι ένα δυνατό μυθιστόρημα, ένα ιδιαίτερο κράμα ρεαλισμού και επιστημονικής φαντασίας.