Είμαστε όλοι Δον Κιχώτες που: «πάνε ομπρός και βλέπουνε ώς την άκρη του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα… Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου».
Ενενήντα χρόνια μετά (Ιούλιος 1928) την εκπυρσοκρότηση του περίστροφου στην Πρέβεζα ο Καρυωτάκης είναι παρόν. Μπορεί να ήταν και ήταν πεισιθανάτιος, μπορεί να ήταν ο ποιητής που έθαψε με το έργο του στην συνείδηση των Ελλήνων το άψυχο κορμί της συντετριμμένης Μεγάλη Ιδέας, ταυτόχρονα όμως ήταν και ο πνευματικός αναγεννητικής της νεότερης Ελλάδας μαζί με τον οικουμενικό Καβάφη.
Ο Κώστας Καρυωτάκης στις ποιητικές σιωπές και στην ανάσα της δημιουργίας με τις ατέρμονες διακοπές έναρξης-επανεκκίνησης, παραθέτει τον κρότο της απόλυτης σιγής και της παντοτινής απουσίας της αναπνοής. Στο σύντομο ποιητικό του βίο και τις τρεις ποιητικές συλλογές- «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραμάτων» (1919), Νηπενθή (1921), «Ελεγεία και σάτιρες» (1927)- τα είπε όλα και πρόλαβε να σφραγίσει ανεξίτηλα όλες τις επόμενες ποιητικές γενιές: του Σεφέρη, της πρώτης και δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς μέχρι και σήμερα. Αλήθεια, τους ξεπέρασε όλους εξακολουθητικά, σύμφωνα με τον Τέλλο Άγρα, εκείνη την εποχή.
Ο χαμηλόφωνος λυρισμός του, γέννημα της δεκαετίας του 1920, ύμνησε τον άνθρωπο και την πεζή καθημερινότητά του, τους προβληματισμούς του και τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η συμβολιστική του εικονοποιεία στα «Νηπενθή», επηρεασμένη από τον γαλλικό συμβολισμό, είναι δυνατή, μεστή, ειλικρινής, ασυμβίβαστη και θαρραλέα. Ανακάλυψε και αποκάλυψε τα όρια της ψυχικής αντοχής, τα δικά του και των άλλων. Στη συνέχεια, στην «Ελεγεία και σάτιρες» πέρασε στον ρεαλισμό, νεοαστικό και «γραφειοκρατικό», αναδεικνύοντας το αδιέξοδο, ποιητικό, κοινωνικό και πολιτικό του ανθρώπου και της Ελλάδας. Υπέρμαχος του «Κοσμικού Τίποτε και του Απολύτου Μηδενός» (Ε. Καψωμένος, «Καρυωτάκης και καρυωτακισμός»), χρησιμοποίησε γλώσσα μικτή, καθαρεύουσα και δημοτική για να πραγματοποιήσει ένα διπλό, ταυτόχρονο ταξίδι: προς τον έσω άνθρωπο και τις υπαρξιακές του αναζητήσεις και προς την κοινωνία των σχέσεων, της συνύπαρξης και της συνεργασίας. Η έμμετρη στιχουργική ξάφνιασε απρόσμενα τον αναγνώστη με τις αντιθέσεις, λεκτικές-νοηματικές και δημιούργησε αντικρουόμενα συναισθήματα ή ακόμα καλύτερα «μια ηλεκτρική εκκένωση», η οποία διαπέρασε «το σώμα της λογοτεχνίας μας» (Β. Λεονταρίτης, «Θέσεις για τον Καρυωτάκη»).
Ο Έλληνας «καταραμένος ποιητής» έκλεισε παραδειγματικά τον κύκλο των Ευρωπαίων «καταραμένων ποιητών» (Μπωντλέρ, Βερλαίν και Ρεμπώ). Κι αυτό γιατί για τον Καρυωτάκη οι άνθρωποι λειτουργούν και είναι «Πληγωμένοι Θεοί» (συλλογή «Νηπενθή»), όχι ξεπεσμένοι άγγελοι, καθώς η ανθρώπινη χοϊκή φύση είναι αναλλοίωτη από απαρχής γεννήσεως κόσμου. Έτσι, είναι προβλέψιμη στα καλά και στα κακά, στις αμαρτίες και στις αρετές, στη δημιουργία και την καταστροφήˑ στο τέλος, έρχεται η «Δικαίωσις»:
«Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουΐζει το Τραγούδι απανωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν το ίσο…». («Ελεγεία και σάτιρες»)