Αυτό το παλιό κατάλυμα με τσι τέσσερεις τοίχους και την καμάρα ,είναι έρμο και μοναχό τώρα και εξήντα χρόνια μετά που του έκλεισε κι ο τελευταίος την πόρτα.
Στέκεται δίπλα ακριβώς από το πατρικό μου στο χωριό (στο βάθος δεξιά με το κεραμίδι), είχαμε την ίδια αυλή, κι είμαστε μια πόρτα που λένε.
Ήταν του αδερφού του παππού μου.
Θυμούμαι την γιαγιά Σμαράγδη ίσα ίσα, τότε που έβγαινε να λιαστεί στην αυλή, κι όταν απόθανε, μας έψηνε τηγανίτες η κόρη τζη η Αλισάβη για το συχωρεμό.
Τα κοπέλια λέγανε ότι συγχωρούνε καλιά… κι εμάς ήταν η καλύτερη μας.
Ο θεός να τσι συχωρέσει θεία ,όλοι μαζί με μια φωνή.. Κι ερχόταν οι τηγανίτες.
Κολλητά με αυτό το κατάλυμα, ήταν το σπίτι του παππού μου του Αλέξανδρου που δεν τον πρόλαβα.Την γιαγιά μου Μαρία την θυμούμαι για τα καλά, μια μιτσιαλή μιτσιαλή αδύνατη, με το μαύρο τζεμπέρι δεμένο σφικτά στον λαιμό κι είχε μόνο ένα αντόντι μπροστά που όταν με φιλούσε με γέμιζε σάλια.
Ο διάολος μου ήταν να μου χυμήξει και να μ’ αγκαλιάσει… Ώχου μπρέ ένα γκοπέλι.
Σε μικρή απόσταση από το γεροντικό του παππού χτίστηκαν τα σπίτια των μπαρμπάδων μου και όλοι μαζί κάναμε τη γειτονιά των Καπρήδων, στον οικισμό Καρές της τ. κοινότητας Ασκύφου.
Τη δεκαετία του εξήντα πρέπει να είμαστε ίσαμε είκοσι Καπριδάκια μικρομέγαλα που ξεσηκώναμε τη γειτονιά ούλη μέρα με τσι μπάλες, τα ξυλίκια και τσι φωνές.
Παίζαμε και το χωστό με το σύσυλο τσι μέρας…Φτου και βγαίνω κι όποιος είναι κοντά στην μάνα – μάνα. «Δε πάτε μωρέ στα σπίτια σας να ησυχάσετε επιτέλους διαολοκόπελα… και δεν αφήνετε άθρωπο να κλείσει αμάτι».
Έξω από το σπίτι μας είχαν φυτέψει μια καρυδιά οι παππούδες μας τα δυο αδέρφια Σήφης και Αλεξανδρής, κι από μικρός θυμούμαι και έλεγαν ότι δεν κάνει τα κοπέλια να σουρομαδούμε τα καρύδια αγίνωτα παρά να περιμένουμε να τα ραβδίσουν την παραμονή του Τίμιου Σταυρού και να τα μοιραστούμε ούλοι μαζί.
Τη μέρα τση γιορτής του Τιμίου, πολλές γυναίκες ήταν ταμένες στη χάρη ντου να νηστεύουν ακόμα και το λάδι, εκτός από αυτά τα φαητά που δεν μπορεί να τα πατήσει ο πόδας το βουγιού, έλεγαν κι έτσι έτρωγαν μόνο καρύδια κι αμύγδαλα.
Πιο πέρα από το σπίτι μας έμεναν κάτι θείες πολύ στριμμένες και μας κυνηγούσαν με το ψιλό βιτσαλάκι για να μη συνκλαδίζουμε την καρέ.
Φοβόταν ότι στο τέλος δεν θα αφήσουμε καρύδια ούτε για τη μουσταλευριά.
Κι εμείς σιγά μη φοβόμαστε τσι θείες, σιγά μη καθόμαστε να τσι φάμε.
Δίπλα στην καρυδιά είχε ένα μεγάλο πρίνο δικό μας που τα κλαδιά του άγγιζαν πάνω της… οπότε εγώ με τον Σηφάκη τον ξάδερφο σκαρφαλώναμε σαν τσι κάτες στον πρίνο τα μεσημέρια που κοιμόταν οι θείες, σιμώναμε στα κλαδιά με τα καρύδια, γεμίζαμε τάκα τάκα τσι τσέπες και τα στήθια μας, κατεβαίναμε αθόρυβα, τα βάζαμε σε μια τρύπα στον τρόχαλο να μαραθούν λίγο και μετά από μέρες τα ξεφλουδίζαμε με την ησυχία μας
Σιγά μη περιμέναμε να τα ραβδίσουν να φάμε.
Αυτή η καρυδιά δεν ξέρω πότε φυτεύτηκε αλλά είχε γίνει τεράστια και κατέβαζε πάνω από ένα λουράτο τσουβάλι αφράτα, ολόγεμα καρύδια μέσα.
Είχε ένα χαμηλό κλαδί θυμούμαι καμπυλωτό, και σ’ αυτό κρεμνούσε ο πατέρας μου τα σφάγια με το τζεγκέλι για να τα γδάρει και να τα κατακόψει.
Σε αυτό το κλαδί έκανα κι εγώ μονόζυγο και κάτι ανάποδες τούμπες γυμναστικής… κι από αυτό το κλαδί σκαρφάλωνα σαν αιλουροειδές στην κορφή τση τρούλας, κυνηγώντας τα αποκάρυδα.
Ένα καλοκαίρι είχα ανεβάσει πάνω στην καρυδιά κι ένα παλιό ντιβάνι, κάπου στην μέση που είχε πυκνή φυλωσιά, για λούφα και παραλλαγή… Εκεί διάβαζα τα μεσημέρια, εκεί κοιμόμουν τα βράδια κι όνειρα γλυκά Γιωργιό.
Ούλο το βράδυ με χάιδευε το δροσερό αεράκι του βουνού και το πρωί με ξυπνούσαν οι τζιτζίκοι και τα πουλιά που τσιτσίριζαν τριγύρω μου… σπουργίτες, λιναρίτες, ζιγαρδέλια, κοτσυφοί, καλογρίδες.
Ο αφέντης μου δεν το είχε πάρει χαμπάρι ότι μετακόμισα στην καρυδιά και το επόμενο πρωί που είδε κι έλειπα από το σοφαδάκι που έθετα, εκακόβαλε.
-Που είναι το κοπέλι μας μπρε συ Αντριάνα, ώφου και πράμα έπαθε λόγω τιμής, ώφου και ποθές ετσούρισε το βράδυ που παίζανε και μισερώθηκε.
-Μια χαρά είναι το Γιωργιό μας και πράμα δεν έχει πάθει αλλά επήγε και σου χώστηκε… για να μη τονέ σηκώνεις κάθε πρωί για τα οζά.
-Να εκειά πάνω στην κορφή τση καρυδές έχει φωλέψει σαν τον σπουργίτη, μόνο σιγά σιγά μη ξυπνήσει και μας ακούσει.
Και σιγά δα που δεν άκουγε το κοπέλι, αλλά έκανε κανονικά το κουνέλι…!!