Κύριε διευθυντά
την περίοδο του λοκ ντάουν, στην εποχή του κορωνοϊόυ, δεν μπορούσαν οι άντρες να πάνε στο κουρείο και οι γυναίκες στο κομμωτήριο. Τα μαλλιά μακραίναν, μερικοί άντρες τα κόβαμε μόνοι μας με κουρευτική μηχανή. Για τις γυναίκες όμως αυτό δεν ήταν λύση.
Εγώ όμως μια μέρα αποφάσισα να κόψω τα μαλλιά της μητέρας μου με την κουρευτική μου μηχανή. Χρειάστηκε κόπος για να την πείσω, αλλά τελικά κάθισε σε μια καρέκλα και μου εμπιστεύτηκε το κεφάλι της. Ρύθμισα το χτένι της μηχανής στα πιο πολλά χιλιοστά που διέθετε για να μην κόψω τα μαλλιά πολύ κοντά και να έχει η κόμμωση κάτι το γυναικείο. Έβαλα τη μηχανή μπρος και άρχισα να κόβω. Γρήγορα με έπιασε πανικός, έβλεπα πως έτσι που ήταν τα μαλλιά της μητέρας μου, σπαστά με πολλές μπούκλες, η μηχανή άφηνε πίσω της ένα χάος. Συνέχισα όμως ώσπου είχα περάσει από κάθε σημείο του κεφαλιού δυο τρεις φορές.
Σοκαρισμένος είδα πως αλλού είχαν μείνει τα μαλλιά κοντά, άλλου μακριά.
Για να τα πάω όλα στο ίδιο ύψος, άλλαξα χτένι και έβαλα ένα με λιγότερα χιλιοστά απόσταση από την επιφάνεια του κεφαλιού.
Πέρασα πάλι όλο το κεφάλι, το αποτέλεσμα ήταν όμως το ίδιο με την πρώτη φορά, απλά πιο χαμηλά, τόσο χαμηλά που σε ορισμένα σημεία φαινόταν η επιδερμίδα του κεφαλιού, αλλού πάλι υπήρχαν ακόμα μπούκλες με μακριά μαλλιά. Μερικές τρίχες ήταν άσπρες, άλλες καστανές (το χρώμα με το οποίο βάφει η μητέρα μου τα μαλλιά της), μερικές μακριές, άλλες κοντές, τούφες από μαλλιά γυρίζαν σε ορισμένα σημεία προς τα δεξιά και αμέσως δίπλα προς τα αριστερά.
Τα παράτησα και αφέθηκα στη μοίρα μου. Μαμά, είπα στη μητέρα μου, καταστροφή!
Έφερα έναν καθρέφτη για να δει η μητέρα μου το μεγάλο κακό που της συνέβη, περιμένοντας πως θα αρχίσει να τραβάει από απόγνωση τα μαλλιά της, εκεί βέβαια που υπήρχαν ακόμα.
Κοίταξε η μητέρα μου τον καθρέφτη, σκέπασε τα μάτια της με τις παλάμες της και για μερικά δευτερόλεπτα δεν είπε τίποτα, μετά άρχισε να γελάει, γέλασε για πολύ ώρα και μετά μου είπε να μην στενοχωριέμαι, δεν χάλασε και ο κόσμος, μαλλιά είναι και θα ξαναφτιάξουν.
Της αγόρασα ένα καπελάκι που το έβαζε όταν βγαίναμε έξω. Όταν μάκρυναν τα μαλλιά αρκετά πήγε σε μια φίλη της κομμώτρια που της τα έκοψε σωστά.
Αυτό το συμβάν θυμήθηκα εχθές που περνούσα από τον Δημοτικό Κήπο.
Δίπλα σε ένα ψηλό δέντρο ένα κοντό, μετά ένα ακόμα πιο κοντό και έπειτα ένα μεσαίου ύψους.
Ξεραμένα δέντρα εδώ και εκεί, ανάμεσά τους κλαδεμένα ως τον κορμό, μετά ένα που μοιάζει με μπανανιά να έχει τα μισά φύλλα κρεμασμένα και μαραμένα, τα άλλα μισά εντελώς ξεραμένα. Σε μεγάλες επιφάνειες του Κήπου δεν υπάρχει κανένα δέντρο. Αλλά και εκεί που υπάρχουν είναι τόσο κακόμοιρα που δεν δίνουν σκιά.
Το ιστορικό καφενείο Κήπος χωρίς την πανέμορφη Βουκαμβίλια που το σκέπαζε, γυμνό, άσχημο, άχαρο, κόπηκαν και τα δύο μεγάλα όμορφα δέντρα που βρισκόταν μπροστά του και έδιναν σκιά στους πελάτες που καθόταν μπροστά από το καφενείο.
Όπως το, από εμένα, κουρεμένο κεφάλι της μητέρας μου δεν είχε κάποια κόμμωση, έτσι και ο Δημοτικός Κήπος στο τωρινό του στάδιο δεν παρουσιάζει κάποιο σχέδιο, κάποια ιδέα αισθητικής ή κάποια φιλοσοφία πίσω από την ανάπλασή του -ό,τι να ‘ναι δηλαδή. Δύσκολο να φανταστεί κανείς πώς θα διορθωθεί αυτό, ο Κήπος δεν είναι κεφάλι, τα δέντρα δεν είναι μαλλιά.
Οι εργασίες έχουν σταματήσει. Αν ο δήμαρχος βλέπει, όπως εγώ όταν έκοψα τα μαλλιά της μητέρας μου, μια καταστροφή, και θέλει να την κρύψει μέχρι να περάσουν οι δημοτικές εκλογές, έχω απόλυτη κατανόηση.
Γιώργος Κιαγιάς