Η πολυκατοικία αρκετό καιρό τώρα έτριζε συθέμελα και οι τοίχοι πλησίαζαν ο ένας τον άλλον. Οι ένοικοι είχαν συνηθίσει το περίεργο αυτό φαινόμενο μα ουδέποτε λάμβαναν έστω και τα ελάχιστα μέτρα προστασίας. Αντίθετα το μόνο που ενδιέφερε τους περισσότερους, ήταν η επικείμενη μείωση της αξίας της περιουσίας τους.
Ο Φαίδωνας είχε επισκεφτεί πολλές φορές τον μηχανικό του ο οποίος τον διαβεβαίωνε ότι δεν υπάρχει πρόβλημα και πως όλα αυτά ήταν αδικαιολόγητοι φόβοι. Ιδίως, όταν του έκανε στο χαρτί υπολογισμούς σύμφωνα με τους οποίους η ιδιοκτησία του – εκείνο το δυαράκι του 4ου ορόφου – έχει τα ίδια χιλιοστά επί του οικοπέδου όπως ήταν και πριν αρχίσει αυτή η καταραμένη πολυκατοικία να συρρικνώνεται, τότε ήταν που ο Φαίδωνας ανακουφίστηκε.
– Μειώνεται η επιφάνεια της δικής σου ιδιοκτησίας με την ίδια ταχύτητα που μειώνεται και των υπολοίπων. Άρα τα χιλιοστά παραμένουν σταθερά ! Επίσης δεν υπάρχει πρόβλημα στην στατικότητα του κτηρίου λόγω της ομοιόμορφης συρρίκνωσης όλων των διαμερισμάτων της! Προς τι ο φόβος σου λοιπόν;, του είπε ο μηχανικός.
Το βράδυ ο Φαίδωνας ενημέρωσε και την Βίκυ.
– Αν είναι έτσι τότε ας περιμένουμε με την ελπίδα να σταματήσουν οι τοίχοι να πλησιάζουν ο ένας τον άλλον ώστε να μείνει αρκετός χώρος για μας. Αυτό μονάχα. Τα υπόλοιπα διορθώνονται.
Ξάπλωσαν κάπως ανακουφισμένοι έστω και αν, στον ύπνο τους, πάντα έκαναν τις κρυφές τους μετρήσεις, ελέγχοντας πόση απόσταση είχε μείνει μεταξύ του δυτικού τοίχου και της ντουλάπας του υπνοδωματίου.
Οι λόγοι κατάρρευσης της πολυκατοικίας δύο χρόνια μετά οφειλόταν ακριβώς στο ότι τελικά δεν υπήρχε ισόρροπη συρρίκνωση των διαμερισμάτων ! Κάποια από αυτά, όπως του ξεχασμένου ακόμα και από τα παιδιά του Παυλή, συρρικνώνονταν πολύ πιο γρήγορα από τα υπόλοιπα. Οι εφημερίδες έγραψαν – ίσως ήταν και υπερβολές -, πως είχε κατέβει τόσο πολύ το ταβάνι στο υπνοδωμάτιο του που ίσα – ίσα, «γλίστρησε απ’ το κρεβάτι σκυφτός και βγήκε από την πόρτα του δωματίου του1».
Η αλήθεια είναι πως είχαν όλοι τον χρόνο να προλάβουν να εκκενώσουν την πολυκατοικία της οδού Μόρνου και το κατάφεραν, πλην του άτυχου, μα και χοντροκέφαλου, Λευτέρη.
Πόσες φορές δεν του είπαν να παρατήσει το διαμέρισμά του και να φύγει πριν να είναι αργά.
Αυτός εκεί.
Δεν του άλλαζες τα μυαλά. Έβαζε εμπόδιο στην σύγκλιση των τοίχων, δοκάρια και σκαλωσιές ο ανόητος, γιατί νόμιζε πως θα σταματήσει μονάχος του ολάκερο τον όγκο της πολυκατοικίας. Ζητούσε βέβαια να πράξει το ίδιο έστω και ένας ένοικος, από την νότια πλευρά, ώστε να διατηρηθεί ισορροπία στην πίεση, μα τις ανόητες σκέψεις του ευτυχώς δεν την συμμερίστηκε κανείς.
Φοβάμαι πως και τούτη εδώ η πολυκατοικία θα έχει το ίδιο τέλος. Έχει περάσει μισός χρόνος και ήδη βλέπεις τις ρωγμές της μετακίνησης. Πρέπει να αποφασίσω γρήγορα τι θα κάνω.
*E-mail : eurohania@yahoo.gr
Άρθρο υπ’ αρ. 312/ Κυριακή 07 Ιανουαρίου 2018.
1. Γιώργης Μανουσάκης, «Το ταβάνι» – (1997). Το συγκεκριμένο ποίημα ήταν και πηγή έμπνευσης του παρόντος πεζού κειμένου.