Η τελευταία γωνιά της ελληνικής επικράτειας που καταλάβανε οι ναζί το 1941, ήτανε η Χώρα Σφακίων την 1η Ιουνίου αυτού του έτους.
Aπό την πρώτη μέρα, μάς βάζανε αγγαρεία και μαζεύαμε τα όπλα και τα πυρομαχικά που τα είχανε πετάξει οι σύμμαχοι πριν παραδοθούνε και τα συγκεντρώναμε στην αυλή της εκκλησίας στον Χριστό των Κομητάδων.
Τις πρώτες μέρες, δεν θυμάμαι ακριβώς την ημερομηνία, όταν υπολογίζανε ότι δεν θα βρούνε άλλα στην ύπαιθρο, τους δώσανε φωτιά και τα κάψανε. Όταν τα συγκεντρώνανε, δεν ξέρω πώς, εκέντησε ένα όπλο και εσκοτώθηκε ο Κοκόλης Κουλιζάκης. Ενας φοβερός συνεχόμενος κρότος ακούγετο μέχρι τα κοντινά χωριά. Τα πυρομαχικά ακουμπούσανε σε ένα σπιτάκι της εκκλησίας και χαλάστηκε από τις εκρήξεις.
Μετά παίρναμε εμείς τις κάννες, που είχε καεί το κοντάκι, και τις καρφώναμε τη μια στην άλλη και κάναμε πασσάλους και περιφράζαμε τα χωράφια μας.
Προλάβαμε όμως κι εμείς και μαζέψαμε αρκετά όπλα και πυρομαχικά, όπου εχρησιμέψανε αποτελεσματικά στην εθνική μας αντίσταση.
Η επαρχία Σφακίων, μέσα σ’ αυτή την τεράστια εθνική συμφορά, ευνοήθηκε από τα λάφυρα που πέταξε ο στρατός στο ύπαιθρο. Στρατιωτικό ιματισμό, στρατιωτικά και ιδιωτικά είδη, ακόμα και οι ταμίες των μονάδων, πετάξανε στο ύπαιθρο τα λεφτά του ταμείου για να μην τα πάρουν οι εχθροί. Εγώ ήμουνα 14 χρονών παιδί, μα πηγαίναμε και τα παιδιά και γυρεύαμε τα λάφυρα και με μεγάλο κίνδυνο φέρναμε τα όπλα και πυρομαχικά που βέβαια τα πυρομαχικά τα κρύβαμε σε εξωτερικές κρύπτες.
Στη συνέχεια, πάλι με μεγάλο κίνδυνο, πηγαίναμε τα απαγορευμένα είδη, μέσω των βουνών στα μικρά και ακραία χωριά όπου ήτανε λιγότερες πιθανότητες να συναντήσουμε Γερμανούς. Εκεί, τα ανταλλάζαμε με τρόφιμα, αφού η άγονη επαρχία μας είναι πάντα ελλειμματική σε τρόφιμα.
Τη φωτογραφία των συγκεντρωμένων πυρομαχικών, την έβγαλε τότε ένας Γερμανός στρατιώτης και ένας γιος του την έφερε εδώ.