Μέρες το είχαν προαγγείλει τα κανάλια, κι απ’ την προηγούμενη μια ψυχρούλα που περόνιαζε τα κόκκαλα προμήνυε πως όντως θα χαλούσε ο καιρός.
Κι έτσι έγινε!
Βρεγμένα δάπεδα, μια σκοτεινιά κι ένας παγωμένος αγέρας μας υποδέχτηκαν καθώς ανοίξαμε την πόρτα νωρίς το πρωί.
Και βεβαίως μια καταρρακτώδης βροχή…
Τι μέρα κι αυτή που ξημέρωνε!
Με μια συσσωρευμένη κόπωση -ψυχική και σωματική- με πλήθος ανησυχίες κι αγωνίες για τι θα έφερναν οι στιγμές κι οι ώρες, ξεκινήσαμε για τον προορισμό μας.
Κατά το βραδάκι γυρίσαμε στο ενοικιαζόμενο δωμάτιο, ξεκουραστήκαμε, όρεξη για φαγητό δεν είχαμε, μα δεν μας χωρούσε ο τόπος. Στα δυο βήματα πιο πέρα θα καθόταν στο γνωστό της τραπεζάκι η Κατερίνα ή θα περιφερόταν πίσω απ’ το πάγκο έτοιμη πάντα να εξυπηρετήσει, να ρωτήσει τα νέα μας, να πει τη καλή της κουβέντα.
Ψηλή, λεπτή, με ξανθό, σγουρό μαλλί που το πλέκει σε μια όμορφη κοτσίδα στη κορυφή, η αγαπημένη όλων Κατερίνα βρισκόταν στο γνωστό της τραπεζάκι με τη ζύμη στη μια πλευρά κι ένα αναποδογυρισμένο πιατάκι με τετράγωνα στη βάση. Εκεί πάνω πατούσε ένα-ένα τα μελομακάρονα αφού τα είχε πλάσει. Για να είναι πιο εύκολο το μέλωμα και για να κάτσουν καλά τα καρύδια και τα μυρωδικά τους, μας εξηγεί.
Κάτσαμε πρώτα στη δική μας θέση, μας σέρβιρε το βραδινό, φάγαμε και το γλυκό, ύστερα βολευτήκαμε κοντά της, μας κέρασε ζεστό τσαγάκι και πιάσαμε τη κουβέντα.
Μιλάμε πότε η μια, ποτέ η άλλη για τα παλιά και τα καινούργια, για το λόγο που γιορτινές μέρες βρισκόμαστε μακριά απ’ το σπίτι μας, για τις επιθυμίες και τις προσδοκίες μας.
Η κουβέντα συνεχίζεται, ένας λαμπερός Αι-Βασίλης στη τζαμαρία πάνω όλο πορεύεται προς το μέρος μας, κι ο αργός χρόνος της χειμωνιάτικης νύχτας κυλά γοργά κι αβίαστα.
Έξω κρύο και παγωνιά μέσα…ζεστασιά και θαλπωρή!
Κι η Κατερίνα που νοιάζεται!
Που στάθηκε δίπλα μας όλες αυτές τις μέρες!
Που μοιράζει αγάπη, που δεν θα βαρεθεί ν’ αφήσει τη δουλειά της για να σε πάει με το αυτοκίνητο μέχρι το μεγάλο Ίδρυμα όπου έχεις τον άνθρωπό σου!
Η θαλπωρή της Κατερίνας με τα νόστιμα φαγητά που ετοιμάζει και σερβίρει όση ώρα είναι ανοιχτή η ταβέρνα.
Μια θαλπωρή που φεγγοβολά, που απλόχερα χαρίζεται σ’ όσους βρίσκουν καταφύγιο στο χώρο της…
Εκεί σ’ έναν δρόμο, κάπου στο νησί μας, κοντά σε μεγάλο Νοσηλευτικό Ίδρυμα όπου καταλύουν συγγενείς ασθενών!
Την ευχαριστούμε!!
Και μακάρι στους χαλεπούς καιρούς μας, να βρίσκονται στα δύσκολα στο πλάι μας κι άλλοι «Αι-Βασίληδες» χωρίς στολή, να νοιάζονται και να μοιράζουν τα δώρα της καρδιά τους…