Μάνα που είσαι στον ουρανό
/ έλα για λίγο κοντά μου
για να μου διδάξεις περισσότερα / να τα λέω στα παιδιά μου!
Πάλι η μνήμη των ηλικιωμένων μας έφερε πολλά χρόνια πίσω για να θυμηθούμε την μάνα μας στο σπίτι και τον δάσκαλό μας εις το σχολείο του χωριού μας που μας διδάσκανε την παροιμία: «Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά».
Αυτά τα δυο σχολεία που υπήρχανε αυτήν την εποχή επιθυμούσανε τα παιδιά που θα έρχονται εις τη ζωή να πορεύονται σε όλα σωστά για να έχουν εκτός που να είναι εργατικά να έχουν και κοινωνική παρουσία εις τον τόπο που ζούνε.
Ο λόγος που ήρθε στη σκέψη ενός ηλικιωμένου αυτή η παροιμία είναι όπως μας είπε ότι: πρόσφατα πήγαινα στην πόλη με το αυτοκίνητό μου για να εκτελέσω διάφορες οικογενειακές μου υποχρεώσεις. Στην κεντρική λεωφόρο πριν το Δημαρχείο πρόσεξα στην δεξιά λωρίδα να κινείται ένα άλλο Ι.Χ. που ο οδηγός του κρατούσε με το δεξί του χέρι το τιμόνι και οδηγούσε και το αριστερό, ο αγκώνας του ακουμπούσε στο ανοικτό παράθυρο κρατώντας στα δάκτυλά του αναμμένο τσιγάρο. Ακριβώς μόλις έφθασε στο ύψος του Δημαρχείου κάπνισε μία φορά και αμέσως όπως ήτανε αναμμένο το πέταξε στον δρόμο που η κυκλοφορία εκείνη την ώρα ήταν πυκνή. Μόλις είδα αυτή την πράξη αναστατώθηκα και κανείς δεν μπορούσε να παρέμβει, αλλά σκέφτηκα αν εκείνη την ώρα ένα από τα αυτοκίνητα που περνούσανε είχε διαρροή καυσίμου θα έπαιρνε φωτιά και θα δημιουργούσε ένα απρόβλεπτο θλιβερό αποτέλεσμα. Το επόμενο ήτανε ότι τα σκουπίδια θα γινότανε περισσότερα. Έδειξε την αγωγή του εις τους πεζούς δεξιά και αριστερά της οδού για όσους θα τον προσέξανε.
Όταν επέστρεψα στο σπίτι έβαλα μια ρακή με καρύδια και εκείνη την ώρα σκέφτηκα πολλά από τα παιδικά μου χρόνια και το μυαλό μου πήγε πάλι σε αυτό που μας έλεγε η μάνα μου και ο δάσκαλός μου για την παροιμία. Για την μάνα μου έχω να πω ότι ήτανε πολύ σχολαστική και αυστηρή στην καθαριότητα να μας πλένει τα ρούχα μας και να ασπρίζει μέσα και έξω το σπίτι μας με ασβέστη. Ο πατέρας μου πήγαινε στο καμίνι και έπαιρνε πολλές οκάδες πέτρες ασβέστη και τον σβήνανε με νερό σε μία πέτρινη γούρνα που είχαμε και σε ένα παλιό πιθάρι για να μην πηγαίνουνε συχνά να αγοράζουν. Η μάνα μου σχεδόν κάθε μήνα έπαιρνε μέσα σε μια κοφίνα όλα τα άπλυτα ρούχα του σπιτιού μας και πήγαινε στη βρύση του χωριού να τα πλύνει επειδή εκεί είχε πολύ νερό γιατί με τη στάμνα που θα το κουβαλούσε, ήθελε να κουβαλάει μια μέρα. Όταν πια είχε τελειώσει όλες τις δουλειές της ή την άλλη μέρα έπαιρνε την αυτοσχέδια σκούπα που την έφτιαχνε ο πατέρας μου και σκούπιζε την αυλή και τον δρόμο που μας αναλογούσε. Τα σκουπίδια που είχανε και πολλή κοπριά από τα ζώα τα έβαζε σε ένα παλιό τσουβάλι και όταν γέμιζε τα πήγαινε ο πατέρας με τον γάιδαρο στις ελιές μας και το άδειαζε σε ένα ή σε δύο δέντρα. Το ίδιο έκανε και ο πατέρας μου που καθάριζε τους στάβλους των ζώων μας.
Στην συνέχεια ο ηλικιωμένος και την άλλη μέρα που τον ξανασυναντήσαμε μας έκανε σχεδόν πλήρη ενημέρωση για την παροιμία και για όσα κάνανε οι οικογένειες του χωριού του την παλιά εποχή και ότι οι περισσότερες τηρούσανε την καθαριότητα με το άσπρισμα εκτός από δύο που αδιαφορούσανε παρά που τις συμβούλευαν οι πιο κοντινοί συγγενείς τους για να πράττουν και αυτοί το ίδιο.
Ένα σπίτι πρόσθεσε που ήτανε στην επάνω μεριά του χωριού ήτανε το καλύτερο γιατί άσπριζαν ακόμα και τις γλάστρες των λουλουδιών και λέγανε ότι η νοικοκυρά του έχει ολόκληρη την αρχοντιά ενώ οι άλλες την μισή. Γι’ αυτό την φωνάζανε αρχόντισσα και όχι Καλλιόπη που ήτανε το όνομά της. Επίσης και το χωριό μου ήτανε το καλύτερο στην γύρω περιοχή και το ονομάζανε αρχοντοχώρι. Ακόμα και το καλοκαίρι πηγαίνανε οι κοπελιές του χωριού μου και ασπρίζανε την εκκλησία του χωριού μέσα και έξω για να είναι έτοιμη στο πανηγύρι μας. το ίδιο κάνανε και για τη βρύση και για τους πλατάνους που είχε δίπλα της. Και η μάνα μου στο σπίτι μας ήτανε πολύ σχολαστική στη καθαριότητα και όταν έβλεπε ότι είχε λερωθεί το άσπρισμα αμέσως έπαιρνε την βούρτσα να το ασπρίσει για να φαίνεται ωραίο. Λέγανε όλοι τα καλύτερα λόγια για την Μικρασιάτισσα μάνα μου και το είχε καμάρι. Η δε γιαγιά μου έλεγε ότι το σπίτι μας μυρίζει όταν είναι ασπρισμένο.
Λησμόνησα να σας πω ότι την παλιά εποχή οι παππούδες, οι γιαγιάδες και οι γονείς όταν βεγγερίζανε τα βράδια μέχρι να κοιμηθούνε λέγανε στα παιδιά να είναι προσεκτικά σε όλα και να μην ξεχνούν την καθαριότητα του σπιτιού τους και ακόμα όταν παντρεύονται προτιμούν τις οικογένειες που έχουν αυτήν την αρχοντιά. Η λέξη αρχοντιά είπε σημαίνει πολλά, όποιος την εφαρμόζει και δείχνει ότι είναι: φιλόξενος, μερακλής, ευγενικός κ.λπ. και ότι η καθαριότητα είναι ομορφιά και υγεία και κάνει τον άνθρωπο πολιτισμένο και ανώτερο. Την ονομασία αυτή την λέγανε τα πιο παλιά χρόνια μόνο για τους άρχοντες ενός τόπου που ήτανε πλούσιοι και βάζανε τους υπηρέτες τους να τους ασπρίζουν τα σπίτια τους και τις αυλές τους. Όμως αργότερα την αρχοντιά την πήρανε και όσοι κάνανε το ίδιο όπως αυτούς.
Θα πω ακόμα όταν πήγαινα στο Δημοτικό σχολείο να μάθω λίγα γράμματα για να μην με λένε όταν θα μεγαλώσω τούβλο ο δάσκαλός μου ήτανε πολύ αυστηρός σε εμάς που είχαμε ρίζες Μικρασιάτικες. Μια μέρα είπε σε όλο το σχολείο ότι τα Μικρασιατάκια είναι πιο καθαρά από τα ντόπια. Όταν πήγα στο σπίτι το είπα στη μάνα μου και χαμογελούσε από τη χαρά της.
Τελειώνοντας θα πω ακόμα ότι και σήμερα εφαρμόζεται η παροιμία στα χωριά, στις πόλεις, στα σχολεία και στις εκκλησίες, όχι όμως με τον ασβέστη αλλά με τα σύγχρονα χρώματα της νέας εποχής. Ο ασβέστης αποτελεί παρελθόν για το άσπρισμα αλλά είναι χρήσιμος για πολλές άλλες εργασίες. Όμως ορισμένοι ηλικιωμένοι που μένουν στο χωριό τους διατηρούν ακόμα το βάψιμο του σπιτιού τους με τον ασβέστη για την ομορφιά και για την υγεία τους.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης είναι συνταγματάρχης (Π.Β.) ε.α.