Ητανε μιαν άλλη εποχή οντέν αναλικώνουντανε η γι εδική μου γενιά. Οι δυσκολίες πολλές κι οι γι ανέσεις μηδενικές. Για μεταφορικά μέσα στσοι μετακινήσεις μας εχρησιμοποιούσαμε τα γαϊδαρομούλαρα, αυτά ήτανε η δεξιά χέρα τω χωριανώ μας τοτεσάς. Εκείνα ήτανε τα αγροτικά μηχανήματα κείνουνα του καιρού, για ούλες τσοι δουλειές των αγροτώ.
Και κείνα ακόμη ήτανε τα φορτηγά, κι επιβατικά μέσα, επαέ στο χωριό γιατί ο αμαξωτός δρόμος δεν ήτανε ορχομένος ακόμη στο χωριό γιατί ο αμαξωτός δρόμος δεν ήτανε ορχομένος ακόμη στο δικό μας τόπος.
Γι’ αυτό και δεν εκάτεχα πολλά πράματα για τη συμπεριφορά των επιβατώ, στα λεωφορεία. Ομως οι δασκάλοι, κι οι μανάδες μας, κάθε λίγο και λιγάκι μας αβιζέρνανε να σεβόμεστανε τσοι μεγαλύτερους μας και σαν εκάθουμαστονε σε στασίδι στσ’ ιερές ακολουθίες στην εκκλησία κι ηρχούντανε γέρος, γή ανήμπορος, να του φωνάξομε μας ηλέγανε να κάτσει εκείνος στο στασίδι κι εμείς να στέκομε ορθοί, γιατί οι νιοι, και τα παιδιά, αντέχουνε την ορθοστασία, μα οι γι ανήμποροι και οι γερόντοι υποφέρουνε. Γι’ αυτό παντού και πάντοτε τουτουσάς τσ’ αθρώπους πρέπει να τσ’ αγκαλιάζομε με το σεβασμό μας. Με τούτανα τα δασκαλέματα κι άλλα πολλά αβιζαρίσματα κι ορμηνιές, έφευγα για πρώτη φορά από το πατρικό μου σπίτι για να εκπληρώσω τη στρατιωτική μου θητεία σα κληρωτός. Σαν ευρέθηκα στη πολύβουη πρωτεύουσα των Αθηνών, πολλά απ’ όσα εγροίκουνα κι αναθιβάνανε οι μεγαλύτεροι στα ροζοναρίσματα ντωνε στσοι καφενέδες, εδά τα θώρουνα, μαζί με πολλά άλλα πρωτόγνωρα για μένα.
Στο ξακουστό καφενείο για κείνουσας τσι χρόνους Βυζάντιο στην Ομόνοια έπινα το καφεδάκι μου, σαν εξοδούχος και μάταια αναζήτουνα ν’ ακούσω εκειά τη κρητική ντοπιολιαλιά γή να δώ γνώριμες φάτσες. Από κεια δα εξεκίνουνα σαν οι κοινωνικές μου υποχρεώσεις μ’ οδηγούσανε σε κάποιες επισκέψεις μου και ρωτώντας επήγαινα παντού. Πολλά απ’ ό,τι εγροίκουνα κι εθώρουνα μ’ ενθουσιάζανε και τα θαύμαζα. Μα η συμπεριφορά τση σπουδάζουσας νεολαίας και γενικά ουλονώ τω νέω, με ξάφνιαζε ευχάριστα. Σα τα ελατήρια επεθιούντανε από το κάθισμα του λεωφορείου ο κάθε νιος και νιά απού εκαθούντανε, σαν έμπαινε από κάποια στάση του λεωφορείου κάποιος επιβάτης απού ήτανε γέρος, μισερός, γή βαρεμένη γυναίκα και του προσφέρανε το καθισμά ντου με περίσσια ευγένεια. Ητανε βέβαια η γι εποχή απού οι γι ηθικές αξίες ήτανε στέρεες άγκυρες τση ζωής των ανθρώπω κι οι γι αθρώποι εντύνουντανε, κι εστολίζουντανε με τα στολίδια απού εκείνες τσοι δασκαλεύανε, γι’ αυτό κι εκυκλοφορούσανε στσοι στράτες τση κοινωνίας με τα στολίδια τσ’ ευγενείας, του σεβασμού, του φιλότιμου και τ’ αθρωπισμού. Ητανε όμως ακόμη κι η γι’ εποχή απού τσοι γερόντους τσοι χανε περί πολλού, οι νεότεροι κι οι συμβουλές τωνε επιάνανε τόπο. Τουτεσάς τσ’ εμπειρίες είχα από τσοι μετακινήσεις μου και τσοι κοινωνικές μου συναναστροφές από τη συμπεριφορά των αθρώπω κεινουνά του καιρού στσοι πολύβουες κοινωνίες τω πόλεω.
Ως τοτεσάς απού υποχρεώθηκα ν’ αποχτήσω επιβατικό αυτοκίνητο για να εξυπηρετούμαι για τσ’ υπηρεσιακές μου υποχρεώσεις. Από κεια κι ύστερα με τη ρουτίνα του νέου τρόπου τω μετακινήσεων μου εσυνέχιζα τα πηγαινέλα στη δουλειά μου. Κι έτσα επερνούσανε οι χρόνοι κι οι καιροί. Για να ’ρθει ένας καιρός να βρεθώ από την ενεργό δράση στσ’ απόμαχους, σα συνταξιούχος γήρατος μπλιό. Είχε έρθει η γι ώρα ν’ αναστορηθώ τα λεγόμενα τω γερόντω του παλιού καιρού επαέ στο καφενέ, «εκειά απού ήμουνα είσαι κι εκειά απού είμαι θα ‘ρθεις». Στ’ αλήθεια η ζωή μας είναι μια ρόδα απού γυρίζει συνέχεια, και το σήμερο γίνεται παρελθόν, και τ’ αύριο λιγοστεύουνε. Κι έτσα ευρέθηκα κι απατός μου στο χώρο τω γερόντω κι όπως κατέμε ούλοι το γήρας ου γαρ έρχεται μόνο.
Γι’ αυτό κι αναγκάζομαι να χρησιμοποιώ κάθε φορά που πάω στη χώρα για να πάρω τη κουτσουρεμένη σύνταξη μου το λεωφορείο. Και δε φτάνει η σύγχυση που έχω με τη συμπεριφορά των αθρώπω, παρά μου ‘ρθε στο νου και τουτηνά η γι απαθρωπιά αυτωνώ απού μα σε κυβερνούνε, τα τελευταία χρόνια που από περήφανα γεραθειά, μας αναβαθμίσανε σε εθνικούς ευεργέτες. Και κουτσουρεύουνε τσοι συντάξεις μας λέεις, για να καλύψουνε αυτά απού εκείνοι με τη κακή ντωνε διαχείρηση εσπαταλήσανε γή ούλοι μαζί τα φάγανε, όπως οι γι ίδιοι λένε. Ετσα αποφασίζουνε και διατάσσουνε οι νόμοι τω δυνατών τουτουσές τσοι καιρούς. Ετσα το λοιπός τσεπώνω το ποσό απού μου δούνουνε κάθε φορά στη τράπεζα. Κι απόις πάω ντουγρού για τη στάση του αστικού λεωφορείου. Σ’ αυτή τη στάση όμως πρεμαζώνονται πολλοί μαθητές και φοιτητές, και των δύο φύλων, γιατί με τουτονά το λεωφορείο εξυπηρετούνται τα εκπαιδευτήρια που είναι στη διαδρομή ντου. Γι’ αυτό και πολλές φορές η γι επιβίβαση γίνεται με βίαιο τρόπο κι όποιος προλάβει τον κύριο είδε. Τα ορμητικά κοπέλια κι οι κοπελιές μπαίνουνε πρώτα, γιατί εμείς οι γερόντοι πάμε σιγά-σιγά, αφού ο γέρος όπως είναι γνωστό φοβάται το πέσιμο, γι’ αυτό είναι και φορές απού δε βρίσκομε κάθισμα κι απομένομε ορθοί. Και πιασμένοι από κάποια χερούλια μας επάει πέρα δώθε η φυγόκεντρος δύναμη σ’ ούλη τη διαδρομή. Γιατί τα νιάτα απού μας εθωρούνε δε συγκινούνται, παρά διασωληνωμένα με τα κινητά και τ’ άλλα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας μένουνε αδιάφορα κι απασχολούνται με τα δικά ντωνε προβλήματα, και καρφί δεν τωνε καίγεται είντα γίνεται γύρου-γύρου ντωνε. Και μπορεί βέβαια να με παίρνει το παράπονο για τουτηνά την ασεβέστατη συμπεριφορά. Μα πιστέψετε μου μωρέ κοπελιές και κοπέλια πως δε το βαστά η καρδιά μου να σας σε κακολογήσω γιατί για τον απατό μου εσείς είστε τ’ ωριο περβόλι τση κοινωνίας μας και το αύριο τση πατρίδας μας. Και χαρά μου είναι να σα σε θωρώ να πετάτε σα τσ’ αητούς στσοι ψηλές κορφές τση γνώσης και στσοι πανύψηλες των ηθικώ αξιώ τ’ αθρωπισμού του σεβασμού και τση καλής συμπεριφοράς. Κι όπως τ’ ανοιξιάτικα πούλουδα π’ αρχινούνε τουτονε το καιρό να στολίζουνε τσοι κάμπους τα κλαδερά κι ούλες τσοι κακοτοπιές του τόπου μου. Να στολίζετε και σεις τη κοινωνία μας με τη λεβεδιά και την ομορφιά σας. Και να σκορπάτε τσ’ εύοσμες μυρωδιές τση νιότης σας στο περασμά σας με τη συμπεριφορά και την ευγενεια σας. Γιατί στο κάτω κάτω τση γραφής δε φταίτε εσείς για τουτηνά τη κακή συμπεριφορά. Παρά οι γι οικογένειες σας, οι κοινωνίες απού ζείτε κι οι δασκάλοι ούλω τω βαθμίδω απού σα σε δασκαλεύουνε στις αίθουσες τω σκολειώ με τα θρανία και στ’ αμφιθέατρα τω Πανεπιστημίω. Γιατί επιτέλους ετσά λέει κι ο λαός «μ’ όποιο δάσκαλο θα κάτσεις τέθοια γράμματα θα μάθεις». Και δεν είναι ψώματα πως τα τελευταία χρόνια «πονηροί δε ανθρώποι και γόητες προκόψουσι επί το χείρον πλανώντες και πλανώμενοι” όπως λέει κι ο Απόστολος Παύλος (Τιμ. Β γ 13) απού επενδύουνε στη νεανική σας ορμητικότητα και σας οδηγούνε σε λάθος δρόμους του θράσους και τσ’ ασέβειας απού εξυπηρετούνε σκοπιμότητες. Η ταπεινότητά μου σας διαβεβαιώνει πως η πρόοδος είναι η δύσκολη πορεία τσ’ ανηφόρας κι όι το κατρακύλισμα στσοι λάσπες και σεις είστε σε λάθος δρόμο.
Ομως επειδή η γεροντική μου αξιοπιστία αμφισβητείται τα τελευταία χρόνια με το να μα σε κακολογείτε πως ημάστονε φορτωμένοι με παραξενιές, να πάρετε στέρες συμβουλές από τη λαϊκή σοφία, τσ’ αρχαίους μας, και την Αγία Γραφή. Και να κάτετε πως θα βγείτε κερδισμένοι. Γιατί η συμπεριφορά σας προς το παρόν δεν είναι η γι αρμόζουσα σα σπουδάσουσα νεολαία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Αναλικώνομαι = Γίνομαι ενήλικος
Εδική μου = Η δική μου
Χέρα – Χέρι
Επαέ = Εδώ
Ορχομένος = Είχε έλθει
Ορθοι = Ορθιοι
Αβιζέρνανε = Εφιστούσανε τη προσοχή
Ορμηνεύω = Συμβουλεύω
Αναθιβάνανε = Διηγούντανε
Εγροίκουνα = Ακουγα
Εθώρουνα = Εβλεπα
Μισερός = Ανάπηρος
Βαρεμένη = Κυοφορούσα
Αναστορηθώ = Θυμηθώ
Πρεμαζώνουνται = Συγκεντρώνουνται
Απατός μου = Εαυτός μου
Ωριο = Ωραίο
Κατσεις = Καθίσεις
Κατέτε = Ξέρετε
Εδά = Τώρα