Κύριε διευθυντά,
η 28ητου Οκτώβρη είναι γνωστή ως η επέτειος που ο ελληνικός λαός όρθωσε το ανάστημά του για να πολεμήσει ενάντια στην ιμπεριαλιστική εισβολή του ιταλικού φασισμού στα 1940 και ενώ μαινόταν ήδη ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα έγραψε την περίοδο του πολέμου, αλλά και στη συνέχεια, τις πιο λαμπρές σελίδες της λαϊκής πάλης.
Ένα ζήτημα, σχετικά με το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ανάμεσα σε άλλα βρίσκεται στο πεδίο της ιδεολογικής διαπάλης της περιόδου είναι το ζήτημα της εξουσίας. Τα “σύγχρονα αστικά ρεύματα” στη μελέτη της Ιστορίας επιδιώκουν να αφαιρέσουν το ταξικό στοιχείο από την αντιφασιστική πάλη, προκειμένου να πείσουν τις λαϊκές μάζες πως δεν υπάρχει άλλη διέξοδος από τη διαιώνιση του καπιταλισμού. Αποσιωπώντας το γεγονός πως στην απελευθερωτική πάλη κατά του άξονα η αστική τάξη δεν πήρε μέρος, γι’ αυτό άλλωστε δε γιορτάζει την απελευθέρωση, ενώ ταυτόχρονα πάσχιζε εν μέσω πολέμου να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις διατήρησης της εξουσίας της μετά το τέλος του.
Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν από τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του προετοιμαζόταν η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τότε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά: Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευθερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κουμουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητούσαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Όσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν παραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους στάλθηκαν στα στρατόπεδα του Νταχάου, του Άουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης. Ακόμη και σ’ αυτήν τη ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχουσα τάξη ήταν το πρωτεύον, τα ταξικά της συμφέροντα ήταν πάνω απ’ όλα.
Ποια ήταν όμως η δράση του αστικού πολιτικού κόσμου:
Ενιαίοι απέναντι στο κίνημα παρά τις διαφορές τους.
Από τις 27 Απρίλη 1941, που ο γερμανικός στρατός μπήκε στην Αθήνα, η αστική τάξη και ο πολιτικός της κόσμος, βαθιά διχασμένοι όσον αφορά στο στρατόπεδο που έπρεπε να επιλέξουν στο ιμπεριαλιστικό σύστημα (με τη Βρετανία ή με τη Γερμανία, όπου υπερείχε ασύγκριτα η προτίμηση στην πρώτη), αλλά και διχασμένοι όσον αφορά στο πολιτειακό (βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία, διχασμένοι ακόμα ως προς τη μορφή της αστική διακυβέρνησης (οπαδοί του Μεταξά οι μεν, με την κοινοβουλευτική δημοκρατία οι δε), στάθηκαν ενιαίοι όσον αφορά στο λαϊκό κίνημα.
Και το έκαναν αυτό, είτε βρίσκονταν στο Λονδίνο και το Κάιρο ως κυβέρνηση των φυγάδων είτε βρίσκονταν στην Ελλάδα απέχοντας από την πάλη κατά των κατακτητών, είτε οργάνωναν άλλες αντιστασιακές δυνάμεις του εγγλέζικου στρατοπέδου (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.α.) είτε, τέλος, συνεργαζόμενοι με τους Γερμανοϊταλούς και Βούλγαρους κατακτητές (δωσίλογοι).
Οι μεταξύ τους αντιθέσεις, από τη μια, και ο φόβος που τους προξενούσε η πάλη του λαϊκού παράγοντα, από την άλλη (και τα δύο σε συνθήκες κατακτημένης χώρας), έκαναν τα πράγματα εξαιρετικά σύνθετα, ανατρέποντας σχηματικούς διαχωρισμούς. Αστοί που δεν ήταν δωσίλογοι, καθώς και αντιστασιακοί του αστικού χώρου, συνεργάζονταν και με τους Γερμανούς, ενώ καραμπινάτοι συνεργάτες των Γερμανών βοηθούσαν και τους Εγγλέζους.
Ο τρίτος κατά σειρά διορισμένος δήμαρχος της Αθήνας, επιχειρηματίας Αγγελος Γεωργάτος, υπηρετώντας την τάξη του συνεργαζόταν και με τους Γερμανούς, ενώ έγραψε για τον κρυφό ρόλο του στην Κατοχή: «Τον Ιούνιον του 1942 ήρχισα συνεργαζόμενος απευθείας πλέον με τον εν Ελλάδι παράρτημα της Μυστικής Αγγλικής Υπηρεσίας».
Οι πολιτικοί και στρατιωτικοί εκπρόσωποι της εγχώριας αστικής τάξης, ύστερα από την κατάκτηση, έστω με τις περιορισμένες κρατικές εξουσίες που διέθεταν, επιχείρησαν να επανδρώσουν τους διαθέσιμους μηχανισμούς, αλλά και να δημιουργήσουν νέους, προβλέποντας στην μετακατοχική περίοδο. Οι προσπάθειες και οι σχεδιασμοί εντάθηκαν πυρετωδώς από το 1943, αλλά τα πρώτα βασικά μέτρα πάρθηκαν απ’ την αρχή.
Στις 27 Απρίλη 1941 απέναντι από την έπαυλη του Θών, στο τέρμα Αμπελοκήπων, έξω από το καφενείο “Παρθενών” το γερμανικό στρατό υποδέχτηκε επιτροπή αποτελούμενη από τον νομάρχη Αττικοβοιωτίας κ. ΠΕΖΟΠΟΥΛΟ, το Δήμαρχο Αθήνας Αμβρόσιο Πλυτά, το Δήμαρχο Πειραιά Μιχαήλ Μανούσκο και το στρατιωτικό διοικητή του λεκανοπεδίου Αττικής Χ. Καβράκο. Συνάντησε τον συνταγματάρχη Φον Στεφεν, πρώτο Γερμανό φρούραρχο της Αθήνας και του έκανε την ακόλουθη προσφώνηση.
«Αι τοπικαί, πολιτικαί και στρατιωτικαί αρχαί δηλούν προς τον Διοικητή των Γερμανικών Στρατευμάτων ότι αι πόλεις τως Αθηνών και του Πειραιώς και ανοχύρωτοι είναι και ουδεμίαν προτίθεντε να αντιτάξουν στρατιωτικήν αντίσταση εις την κατοχήν».
Για την ιστορία σημειώνουμε ότι ο Καβράκος ήταν επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος που επιτέθηκε στη λαϊκή εξέγερση στα Τρίκαλα 23 Φλεβάρη 1925 με κυβέρνηση Μιχαλακόπουλου. Οι στρατιώτες αρνήθηκαν να χτυπήσουν και πυροβόλησε ο Καβράκος και ορισμένοι ακόμα. Σκότωσαν 8 εργάτες και αγρότες διαδηλωτές, ανάμεσα τους ένα κορίτσι 12 χρόνων, ενώ υπήρχαν και 25 τραυματίες. Τον Καβράκο εκτέλεσε η ΟΠΛΑ στις 8 του Δεκέμβρη 1944.
OI KATOXIKEΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ
Το πρώτο ζήτημα που τέθηκε μπροστά στην αστική τάξη ήταν η δημιουργία κυβέρνησης. Υπήρξε σχεδόν πλήρης ομοφωνία ότι έπρεπε να σχηματιστεί. Κι έτσι συγκροτήθηκε η κυβέρνηση Τσολάκογλου. Ο ίδιος έγραψε: «…τρανωτάτην απόδειξιν του ότι πάντες ήθελον την ύπαρξιν Κυβερνήσεως αποτελεί η γνώμη των αρχηγών πολιτικών κομμάτων της Χώρας(…) κληθέντες παρ’ εμού εις το Πρωθυπουργικόν γραφείον(…) Επέδειξαν κατανόησιν της σοβαρότητος της πατριωτικής χειρονομίας που έκαμα και με ενεθάρρυναν εις το πατριωτικόν έργον(…)».
Από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος είπε προς τον στρατηγό Μουτούση, υπουργό Συγκοινωνιών της κυβέρνησης Τσολάκογλου: «Είναι Θείον Δώρον διά τον Ελληνικόν Λαόν και μεγάλη συγκατάβασις του κατακτητού το ότι εδέχθη να γίνη Ελληνική Κυβέρνησι». Ο ίδιος στον ιστορικό του λόγο κατά την απελευθέρωση στις 18 Οκτώβρη 1944 είπε για την ιθύνουσα τάξη. «Η Ηγέτις τάξις, κατά μέγα μέρος, δεν απεδείχθηκε άξια του Λαού. Εις τον καιρόν της δικτατορίας και το Πανεπιστήμιον και ο Αρειος Πάγος και το Συμβούλιον της Επικρατείας, καθώς και τα αλλά Ανώτατα Ιδρύματα μας, εκτός ολίγων λαμπρών εξαιρέσεων, περίπου εχρεωκόπησαν. Επροτίμησαν να γίνουν Επαγγελματικά Σωματεία, μεριμνώντα διά τα βιωτικά συμφέροντα των μελών των, και ελησμόνησαν ότι η πρώτη αποστολή των ανωτάτων ιδρυμάτων, τα οποία εις τας δημοκρατίας αποτελούν την Ηγέτιδα τάξιν, είναι να γίνονται θεματοφύλακες των όρων της υπάρξεως, των ηθικών αξιών του Έθνους. Και εις του όρους της υπάρξεως, εις τας πρώτας ηθικάς αξίας ανήκει και η εθνική και η πολιτική μας Ελευθερία… Κατά την σκοτεινή περίοδον της δουλείας του Έθνους ο λαός μας υπήρξε αξιοθαύμαστος. Έδωκεν απαράμιλλα δείγματα Ιδεαλισμού και Αυτοθυσίας. Αλλά υπήρξε κρίσις της ηγεσίας».
Τον Τσολάκογλου έσπευσαν να συγχαρούν: Θεόδωρος Πάγκαλος, Στυλιανός Γονατάς, Αλέξανδρος Οθωναίος, Δημήτριος Μάξιμος, Ντίνος Τσαλδάρης, Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Βασίλης Δελιγιάννης, Γεώργιος Πεσματζόγλου, Γεώργιος Μερκούρης, Περικλής Ράλλης, Ιώαννης Σοφιανόπουλος, Στέφανος Στεφανόπουλος, Ντίνος Ροδόπουλος, Πέτρος Μαυρομιχάλης, Σταύρος Κωστόπουλος, Κρείτων Δηλαβέρης κ.ά.
Ο Γ. Τσολάκογλου έγραψε: «ΟΙ ΒΡΕΤΑΝΝΟΙ ΕΧΡΕΙΑΖΟΝΤΟ ΚΥΒΕΡΝΗΣΙΝ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΡΚΕΙΑΝ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ».
Στις 2 του Δεκέκβρη 1942 ο Τσολάκογλου παραιτήθηκε. Τον αντικατέστησε ο Κ. Λογοθετόπουλος, που παρέμεινε στην πρωθυπουργία μέχρι τον Απρίλη 1943.
Στις 7 Απρίλη 1943 σχημάτισε κυβέρνηση ο Ι.Δ. Ράλλης, ο οποίος είχε διετελέσει υπουργός του Λαϊκού Κόμματος στον Μεσοπολέμο. Για το διορισμό του δοσίλογου πρωθυπουργού έχει τη δική της αξία η μαρτυρία του επιτετραμμένου του Ράιχ στην Ελλάδα Γκίντερ Αλτενμπουργκ: «…θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο Ράλλης είχε δηλώσει επανειλημμένα σε μεταξύ μας συζητήσεις, ότι ανέλαβε το αξίωμα μετά από συνεννόηση με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου».
Και ο υπαρχηγός του ΕΔΕΣ Κομνηνός Πυρομάγλου: «Η Κυβέρνησις Ι. Ράλλη σχηματίζεται(…) με την ρητή συγκατάθεσιν των Αρχηγών των αστικών Πολιτικών Κομμάτων και υποστήριξιν των αρχών κατοχής εις την Ελλάδα(…) Ακόμη και με την σιωπηράν έγκρισιν του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και την σιωπηράν ανοχήν του Λονδίνου».
Τις συνθήκες στις οποίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο Ι. Ράλλης, υπογράμμισε ο ίδιος: «Δεν ωμίλησα όμως ακόμη ειμή ακροθιγώς, περί του λόγου ο οποίος έσχε την μεγαλυτέραν επί της συνειδήσεως μου επίδρασιν (…) Ο λόγος αυτός ήτο ότι, κατ’ Απρίλιον 1943 διεγράφετο σαφώς εις τον ορίζοντα των προβλέψεων η ήττα της Γερμανίας(…) Αι προόδοι των ανατρεπτικών στοιχείων ήσαν καταφανείς. Τα θεμέλια του κοινωνικού μας καθεστώτος εσείοντο».
Η ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΔΕ ΣΤΑΜΑΤΑ
Ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε βαθύτατη συνείδηση ότι ο λαϊκός αγώνας κατά των καταχτητών είχε κατά βάθος ταξικό περιεχόμενο. Δεν ξεγελιόταν από το εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο του, που δεν άφηνε σε μεγάλο βαθμό να φανεί, το ταξικό. Στη γερμανική κατοχή, εκτός από την εκμετάλλευση, την πείνα, τη δυστυχία και τον θάνατο που ζούσαν η εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα υπήρξαν και αυτοί που πλούτιζαν. Οι καπιταλιστές αναπροσάρμοσαν τη λειτουργία των επιχειρήσεων τους στις ανάγκες του στρατού κατοχής. «Τσιμέντα μηχανουργικές επιχειρήσεις, ελαιουργεία κ.λ.π. τέθηκαν στη διάθεση των καταχτητών». Ταυτόχρονα, έκαναν την εμφάνιση τους νέα τμήματα της αστικής τάξης, οι περιβόητοι μαυραγορίτες, ενώ εκείνοι που κατεξοχήν θησαύρισαν, ήταν οι εφοπλιστές. Ταυτόχρονα, ο αστικός πολιτικός κόσμος είχε καθαρό ότι ο ξεσηκωμός του λαού θα τον αφύπνιζε και σε ό,τι αφορούσε τη στάση των αστικών κομμάτων στα προηγούμενα χρόνια, οπότε είχαν παραδώσει την εξουσία στην 4η Αυγούστου.
Ουσιαστικά, η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και την εργατική τάξη και τ’ άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη διεξαγόταν ακόμη και σ’ αυτήν την περίοδο, σ’ όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα για το «ΠΟΙΟΣ – ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της. Σε όλη αυτή την περίοδο το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν να αντιμετωπίσουν και την ντόπια ένοπλη αντίδραση με τις δικές της οργανώσεις, από τη “Χ” του Γρίβα, την ΠΑΟ, τη ΜΑΥ, έως τα διαβόητα Τάγματα Ασφαλείας και άλλες που στήριζαν το ντόπιο κατοχικό καθεστώς. Οπως, επίσης, και τον ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα, που ήταν το αντίβαρο των αστικών δυνάμεων στο ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ και ουσιαστικά, δρούσε ενάντιά τους με τη συνδρομή και των Άγγλων.
Παρ’ όλα αυτά το ΚΚΕ, ενώ είχε τεράστια συνεισφορά και τον πρωταγωνιστικό ρόλο στον αγώνα, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε προς την επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας.
Σπύρος Δαράκης
πρώην δήμαρχος Μηθύμνης,
πρόεδρος κοινότητας της μαρτυρικής Μαλαθήρου,
εκπρόσωπος του Δήμου Κισσάμου στο δίκτυο μαρτυρικών πόλεων και χωριών Ελλάδας “ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ” του οποίου υπήρξε ιδρυτικό μέλος.
Αστείο άρθρο, γεμάτο ανακρίβειες και σκόπιμες διαστρεβλώσεις.
Αναρωτιέμαι αν ο συγγραφέας (που προφανώς αντιγραφει τσιτάτα του ΚΚΕ λέξη προς λέξη) εχει ποτέ αναζητήσει τον ορισμό των αρχικών ΝΑΖΙ: για να μην κουράζεται, παραθέτω: NAtionalsoZIalistische Deutsche Arbeiterpartei δηλαδή Εθνικό ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ Κόμμα των Γερμανών Εργατών. Οι “ιμπεριαλιστές” Ιταλοί (συνεργάτες και σύμμαχοι των Γερμανών στον Άξονα) στους οποίους λοιπόν αναφέρετα, ήταν η όχι κίνημα των “λαϊκών στρωμάτων”?
Τι εθνικότητας (nationality) και τι καταγωγής (ethnicity) ηταν ο Κάρολος Μάρξ;
Για ποιό λόγο έγραψε – στο Λονδίνο το 1867 και σε ποιά γλώσσα το Κεφάλαιο και απο ποιόν εχρηματοδοτείτο;
Ειτε μαύρο ειται κόκκινο, ο φασισμός έχει την ίδια φάτσα. Επιδιώκει την ίδια καταστολή στην ελευθερία του ανθρώπου.
Οι απανταχού απογοητευμένοι κομμουνιστές που περήφανα δηλώνουν “αριστεροί” και “δημοκράτες” καλά θα κάνουν να ταξιδέψουν εως τη Ρωσσία και να ρωτήσουν τον μέσο χωρικό: Με Στάλιν η με Πούτιν περνάς καλύτερα, και γιατί;
Μάρκος Δασκαλάκης