Η φετινή βαρυχειμωνιά ανάγκασε πολλά είδη υδρόβιων πτηνών να μεταναστεύσουν προς τον Νότο, αναζητώντας καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Έτσι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια, αρκετοί κύκνοι στον Νομό Χανίων!
Tο συνηθέστερο είδος κύκνου στην Ευρώπη είναι ο κύκνος ο άφωνος (Cygnus olor) 152cm, 10-22kg, ο οποίος πήρε αυτό το όνομα, επειδή η φωνή του δεν ακούγεται σχεδόν καθόλου. Ζει και σε άγρια κατάσταση αλλά και σε μισοήμερη στις μικρές και μεγάλες λίμνες και στα ποτάμια της Ευρώπης και της Βορείου Αμερικής. Ζευγαρώνει στη Νότιο Σουηδία, στη Δανία, στη Βόρεια Γερμανία, στην Πολωνία, στο κάτω μέρος του Δούναβη, στη Μακεδονία και στη Θράκη, στα νοτιότερα μέρη της Ρωσίας, στο Τουρκεστάν, στη Μογγολία, στην επαρχία Κανσού της Κίνας και στο Θιβέτ.
Ο άφωνος κύκνος κινείται αδέξια στη στεριά, αποτελεί, όμως, πρότυπο ανέσεως και χάρης στο νερό και στον αέρα. Η τροφή του αποτελείται βασικά από υδρόβια βλάστηση, την οποία συλλέγει, είτε βουτώντας τον ελικοειδή λαιμό και το εμπρός μέρος του σώματός του κάτω από το νερό είτε ψάχνοντας στην όχθη. Στην ανάγκη, τρώει και μικρά υδρόβια ζώα.
Οι κύκνοι ενώνονται σε ζεύγη το φθινόπωρο και τον χειμώνα, οι ερωτοτροπικές επιδείξεις τους όμως αποκορυφώνονται την άνοιξη, οπότε κάθε ζεύγος καταλαμβάνει τη δική του περιοχή, την οποία υπερασπίζει με σθένος από τους άλλους κύκνους. Ιδιαίτερα επιθετικό γίνεται το αρσενικό, το οποίο ορμά εναντίον κάθε ξένου χρησιμοποιώντας το ράμφος και τα φτερά του. Σαν πρώτη προειδοποίηση, κολυμπά γρήγορα εναντίον του παρείσακτου με τον λαιμό διπλωμένο και τα φτερά αναταραγμένα και, για να τονίσει περισσότερο τον θυμό του, χτυπά δυνατά την επιφάνεια του νερού με τα μακρά κωπαία φτερά του. Συνήθως ο παρείσακτος υποχωρεί αν, όμως, δεν υποχωρήσει ακολουθεί μάχη, κατά την οποία κάθε αντίπαλος προσπαθεί να ξεριζώσει τα φτερά από το στήθος και τον λαιμό του άλλου και να τον πνίξει. Στην κατασκευή της φωλιάς συνεργάζονται και οι δύο γονείς, αλλά η μητέρα κυρίως τακτοποιεί τα υλικά -κλαδάκια, άχυρα, καλάμια και φύκια, όταν υπάρχουν- σε σχήμα κόλουρου κώνου, στου οποίου το κέντρο αφήνει ένα βαθούλωμα σκεπασμένο με μαλακά φυτά. Το θηλυκό γεννά 5-7 αβγά, τα οποία κλωσά μόνο του 5 περίπου εβδομάδες, ενώ το αρσενικό το φυλάει από κοντά Οι μικροί, αμέσως μετά την εκκόλαψη, μπαίνουν στο νερό. Στην αρχή, όμως, δεν μπορούν να τρέφονται μόνοι και διαλέγουν και μισομασούν την τροφή τους οι γονείς. Σιγά – σιγά, τα γκρίζα πτίλα που τους καλύπτουν, δίνουν τη θέση τους σε ομοιόχρωμα φτερά, τα οποία γίνονται κατάλευκα στην ηλικία του 1 έτους. Από την ηλικία των 4 μηνών είναι σε θέση να πετούν, δεν ωριμάζουν όμως σεξουαλικά, προτού γίνουν 3-4 ετών. Παρόμοια με τον άφωνο κύκνο ζουν και άλλα είδη της υποοικογένειας (Ομοταξία: Πτηνά, Τάξη: Χηνόμορφα, Οικογένεια: Ανατίδες, Υποοικογένεια: Κύκνοι). Άλλο ευρωπαϊκό είδος κύκνου είναι ο αγριόκυκνος (Cygnus cygnus), 152cm, 7-12kg, με μία λεμονοκίτρινη βάση στο μαύρο ράμφος, ενώ ο άφωνος κύκνος έχει πορτοκαλέρυθρο ράμφος με μαύρο μικρό εξόγκωμα στη βάση. Ο αγριόκυκνος έχει απότομα ανασηκωμένο τον λαιμό και οι συχνές σαν σαλπίσματα φωνές του, του έδωσαν την ονομασία κύκνος ο τραγουδιστής.
Το τρίτο ευρωπαϊκό είδος κύκνου είναι ο νανόκυκνος (Olor bewickii), 122cm, 5-7kg, ο οποίος μοιάζει πολύ με τον αγριόκυκνο, είναι όμως μικρότερος. Έχει μικρότερο λαιμό, λιγότερο κίτρινο στο ράμφος και η φωνή του είναι βαθύτερη και χαμηλότερη απ’ ότι του αγριόκυκνου. Στα Χανιά, μας επισκέπτονται τα δύο πρώτα είδη, με το δεύτερο είδος να αντιπροσωπεύεται ελάχιστα.
Ο νανόκυκνος απαντάται κατά των χειμώνα στη Β.Δ. Ευρώπη, ενώ στην Ελλάδα είναι περιπλανώμενος επισκέπτης.
Στις 3 Φεβρουαρίου 2002, μέτρησα 41 άφωνους κύκνους γύρω και μέσα στην κολύμπα του Γερανίου!
* Ο Κωνσταντίνος Κ. Κνιθάκης είναι μέλος της Ορνιθολογικής Εταιρείας Ελλάδος