Κοίταζε το ταβάνι σαν απολιθωμένος, ξαπλωμένος καθώς ήταν, κι αυτός δεν ξέρει πόση ώρα. Αυτή η κηλίδα στο ταβάνι από υγρασία ήταν ο λόγος που έφυγε η σκέψη του από το τώρα κι από το εδώ ταξίδεψε στο χθες. Σαν νάταν χθες που διαφωνούσε με την μητέρα του ο Τάκης ένοιωσε ένα καυτό δάκρυ να κυλά στη θύμηση της μητέρας του.
Πέρασαν κιόλας δεκαπέντε μήνες από το θάνατό της, θάνατος αργός, βασανιστικός. Η επάρατη νόσος την αφάνισε.
Ε, δεν υπάρχει Θεός! κι αν υπάρχει είναι άδικος, δεν είναι πανάγαθος, φώναξε και τινάχτηκε τρομαγμένος. Φοβήθηκε πως τον άκουσαν οι περαστικοί από το δρόμο της μονοκατοικίας αφού κι ο ίδιος άκουσε τη στριγκλιά του. με σπασμωδικές κινήσεις πήγε στην κουζίνα κι ετοίμασε ένα δυνατό καφέ να συνέλθει.
Καθώς κάπνιζε με πάθος και μανία το τσιγάρο του σκούπιζε και το δάκρυ του σαν να ντρεπόταν που έκλαιγε σαν παιδί. Γιατί αυτό ήταν άνδρας 32 ετών κι άνδρες δεν κλαίνε. Πήρε την κορνίζα με τη φωτογραφία της μητέρας του και μιλούσε.
Αχ μωρέ μανούλα! Γιατί κούκλα μου; Τι μαράζι είχες γιατί δεν μ΄ άνοιξες ποτέ την καρδιά σου, κι εγώ ο ηλίθιος, ο εγωιστής ποτέ δεν σε κατάλαβα ποτέ δεν έσκυψα στην ψυχούλα σου.
Καλά, το ξέρω είχες διαφωνίες με τον πατέρα, μα τι πίκρες έκρυβες; Κι εγώ ο γιος σου ο ακριβός, η λαχτάρα σου ήμουν τόσο ανυποψίαστος. Μα τίποτα δεν κατάλαβα. Αλλά κι εσύ τόσο εσωστρεφής και μοναχική, μ΄ άφηνες να πιστεύω πως ήταν όλα καλά.
Και τώρα ου σε χρειάζομαι; Να, ήθελα να σου γνωρίσω την καινούργια κοπέλα που γνώρισα και θέλω να την παντρευτώ.
Ήθελα, τώρα πια όχι, δεν συμφωνήσαμε, δεν σου έμοιαζε. Εγώ ήθελα το υποκατάστατό σου κι εκείνη το κατάλαβε κι έφυε, εγωίστρια κι αυτή δεν το ανεχόταν λέει. Αχ μωρέ μανούλα, να, τώρα νάσουν εδώ να πίναμε το καφεδάκι μας κι ας αρπαζόμαστε και λιγάκι. Να τώρα αυτό το καλοκαίρι αυτό το μήνα που έχω άδεια θα βάφαμε και το ταβάνι. Εγώ, εγώ μόνος μου, εσύ μόνο θα βοηθούσες. Μόνο νάσουνα εδώ δίπλα μου και να μούλεγες έτσι χαριτωμένα αυτά που μούλεγες από παιδί κατεργαράκο πάλι ζαβολιά έκανες.
Είναι θλιβερό κι αστείο μανούλα μου. Δεν σου έβαψα το ταβάνι με την κηλίδα γιατί διαφωνούσαμε για το χρώμα των τοίχων. Εγώ ήθελα λευκούς τους τοίχους κι εσύ τους ήθελες κουφετί.
Έτσι τόλεγες, κι εγώ διαφωνούσα κι ας μην ήξερα τι χρώμα είναι το κουφετί.
Τουλάχιστον θα με συγχωρήσεις που σε πίκρανα; Πόσο κι εγώ σ΄ έχω πικράνει, θυμάμαι τότε που με παρακαλούσες να σε πάω μια βόλτα με το αυτοκίνητο στην θάλασσα εκεί που σπάει το κύμα στους βράχους. Πόσο σ΄ άρεσαν τα βράχια και πόσο σ΄ άρεσε ν΄ ακούς το φλίτς – φλατς όταν έσπαγε το κύμα πάνω τους. Γαλήνευες εκεί καθώς πετούσες πετραδάκια στη θάλασσα. Κι εγώ σου στέρησα αυτή τη μικρή χαρά, γιατί είχα ραντεβού με μια όμορφη κοπέλα.
Αχ μωρέ μανούλα, ε, μη με κοιτάς έτσι με πίκρα και παράπονο. Πρέπει να το παραδεχτείς δεν φταίω μόνο εγώ. Φταις κι εσύ που ποτέ δεν με μάλωνες, ποτέ δεν απαιτούσες. Μόνο έδινες, έδινες. Μέχρι τη στιγμή που έφευγες ψέλλισες πως έχεις κάτι για μένα στην τσάντα σου. Κούκλα μου η θυσία σου δεν είχε όρια. Κρυφά από τον πατέρα είχες ένα λογαριασμό στην τράπεζα για μένα δυο εκατομμύρια. Τι να τα κάνω τώρα πια. Και πώς να σ΄ ευχαριστήσω μανούλα μου. Ανάβω το καντηλάκι σου τα Σάββατα, φτάνει αυτό;
Πόσο θάθελα νάναι αλήθεια αυτό που λένε ότι οι ψυχές πλανώνται στο χώρο και μας βλέπουν μας ακούν. Πόσο θάθελα να το πιστέψω. Μαμά μου αφού υπάρχεις σαν αόρατο ον και μ΄ ακούς συγχώρεσέ με που σου στέρησα τις μικρές χαρές που δεν σου έδειξα πόσο σ΄ αγαπώ.
Σ΄ αγαπούσα, σ΄ αγαπώ μανούλα μου, μου λείπεις. Καμιά σαν εσένα καμιά γυναίκα δεν μ΄ αγάπησε όσο εσύ. Και ξέσπασε σε λυγμούς.
Μα τι κάνω ο τρελός και τινάχτηκε από την καρέκλα, Θεέ μου θα τρελαθώ. Πόση ώρα είμαι εδώ και μιλάω.
Κοίταξε ερευνητικά κι ανήσυχα γύρω του. ελπίζω να μη μ΄ άκουγε κανείς ψέλλισε. Αφού έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του πήγε πάλι και ξάπλωσε στην κάμαρα και ασυναίσθητα καρφώθηκε πάλι το βλέμμα του στο ταβάνι στην κηλίδα από υγρασία. Δεν τα κατάφερε να ηρεμήσει.
Οι σκέψεις του και πάλι συνωστίζονταν στο μυαλό του. Η τελευταία του σκέψη ήταν να βάψη το ταβάνι και τους τοίχους. Ήθελε να εξαφανίσει την κηλίδα από υγρασία μήπως και απαλλαγεί από τη θύμηση της μητέρας του.
Όχι, όχι αυτό δεν το ήθελε πάλι, δεν ήθελε να τη βγάλει από τη σκέψη του. Κι έτσι αποφάσισε να βάψει τους τοίχους κουφετί.
Τηλεφώνησε λοιπόν στο φίλο του το Μανώλη το μπογιατζή και του παράγγειλε πλαστικό για τους τοίχους χρώμα κουφετί. Χαμογέλασε ικανοποιημένος γιατί επιτέλους πραγματοποιούσε την επιθυμία της μητέρας του. Η κηλίδα στο ταβάνι δεν θα υπήρχε πια, οι τοίχοι όμως θα ήταν κουφετί, κι έτσι θα έμενε για πάντα στη μνήμη του η εικόνα της μητέρας του.
Αχ μωρέ μανούλα, ψέλλισε, σ΄ ευχαριστώ. Σ΄ ευχαριστώ για όσα μούδωσες κυρίως αγάπη. Τόση αγάπη που από αυτήν έχω κι εγώ να δώσω. Αχ μωρέ μανούλα, κούκλα μου.