Στην Κίνα, η δηµογραφική κατάσταση επιδεινώνεται, καθώς ο δείκτης γονιµότητας περιορίζεται σε 1 παιδί ανά γυναίκα, και ο ενεργός πληθυσµός µειώνεται κατά περίπου 10 εκατοµµύρια άτοµα ετησίως. Ο αναπτυξιακός ρυθµός υποχώρησε από 9,5% σε 3% ετησίως, ενώ το επίσηµο ποσοστό 5,3% φαίνεται υπερβολικά φουσκωµένο µε βάση τους επιµέρους δείκτες διαµόρφωσης του ΑΕΠ Ένας στους τρεις νέους πτυχιούχους παραµένει άνεργος, γεγονός που οδήγησε στην απαγόρευση ανακοίνωσης στατιστικών δεδοµένων.
Η αγορά ακινήτων, που αποτελεί το 60% των αποταµιεύσεων των νοικοκυριών, βιώνει µια ατελείωτη κρίση, ενώ το χρηµατιστήριο καταρρέει, αφήνοντας 200 εκατοµµύρια µικροεπενδυτές µε απώλειες. Το δηµόσιο και ιδιωτικό χρέος ανέρχεται σχεδόν στο 300% του ΑΕΠ, ενώ οι εκροές κεφαλαίων αυξάνονται δραµατικά, φτάνοντας τα 68 δισεκατοµµύρια δολάρια το 2023.
Η εσωτερική αγορά είναι λόγω της τεχνητής υποτίµησης του γουάν δηµιουργεί στασιµότητα στην κατανάλωση, η οποία ανέρχεται στο 40% του ΑΕΠ, σε αντίθεση µε το 70% του ανεπτυγµένου κόσµου, δηµιουργώντας ένα αποπληθωριστικό σπιράλ. Οι αρχές ανταποκρίνονται µε αθέµιτο τρόπο επιδοτώντας κρατικές επιχειρήσεις για τη δηµιουργία εξωφρενικής πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και ενθαρρύνουν το ντάµπινγκ στις εξαγωγές. Η Κίνα έχει γίνει ο κυρίαρχος παραγωγός και εξαγωγέας αυτοκινήτων, καθώς και παγκόσµιος ηγέτης στην παραγωγή χάλυβα, ανεµογεννητριών και µπαταριών λιθίου. Το εµπορικό πλεόνασµα των 1 τρισεκατοµµυρίου δολαρίων έχει προκαλέσει µαζικά προστατευτικά µέτρα από τις Ηνωµένες Πολιτείες, την Ινδία, τη Βραζιλία και την Τουρκία. Επιπλέον, ο άκρατος ιµπεριαλισµός του Πεκίνου, η επιτάχυνση του επανεξοπλισµού και των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο, καθώς και η λεηλασία στρατηγικών πόρων στο πλαίσιο των «νέων δρόµων του µεταξιού», συνεχίζουν να δηµιουργούν αυξανόµενη αντίσταση, ειδικά στην Ασία. Το οικονοµικό τοπίο στην Κίνα έχει βιώσει σηµαντικές αλλαγές, οι οποίες είναι όλο και πιο δύσκολες σε σύγκριση µε την εποχή ταχείας ανάπτυξης των προηγούµενων δεκαετιών. Αυτός ο µετασχηµατισµός χαρακτηρίζεται από συγκράτηση της οικονοµικής ανάπτυξης, ένα φαινόµενο που ο πρόεδρος Xi Jinping έχει αναγνωρίσει ως το «νέο φυσιολογικό». Αυτή η µετατόπιση αντανακλά µια βραδύτερη, τροχιά ανάπτυξης που αποκλίνει από τους εκρηκτικούς διψήφιους ρυθµούς ανάπτυξης που κάποτε ήταν συνηθισµένη η Κίνα.
Οι επιπτώσεις αυτής της µετριοπαθούς ανάπτυξης είναι πολύπλευρες. Πρώτον, η µείωση του ∆είκτη Τιµών Παραγωγού (PPI) κατά 2,8% σε ετήσια βάση τον Μάρτιο υπογραµµίζει τα συνεχιζόµενα προβλήµατα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας στον βιοµηχανικό τοµέα. Αυτή η επίµονη αποπληθωριστική πίεση στις τιµές παραγωγού, που συνεχίζεται για πολλούς συνεχόµενους µήνες, δείχνει ότι πολλά εργοστάσια δεν λειτουργούν µε πλήρη δυναµικότητα. Ένα τέτοιο σενάριο υποδηλώνει πλεόνασµα εγκαταστάσεων παραγωγής σε σχέση µε τη ζήτηση. Το ποσοστό χρησιµοποίησης των εγκαταστάσεων παραγωγής του πρώτου τριµήνου ήταν περίπου 75%, σηµειώνοντας µείωση περίπου 7 ποσοστιαίων µονάδων, υπογραµµίζοντας περαιτέρω το πρόβληµα της αδρανούς παραγωγικής ικανότητας των εργοστασίων. Αυτή η υποχρησιµοποίηση όχι µόνο αντανακλά ανεπάρκειες στην οικονοµία, αλλά δείχνει επίσης µια αναντιστοιχία µεταξύ της προσφοράς µεταποιηµένων αγαθών και της ζήτησης της αγοράς. Αυτή η ανισορροπία µπορεί να οδηγήσει σε οικονοµικές στρεβλώσεις, όπως αυξηµένη ανεργία, µειωµένη κερδοφορία για τις επιχειρήσεις, χαµηλότερη συνολική οικονοµική παραγωγή και απώλεια των συγκεκριµένων επενδύσεων.
Η κάµψη της αγοράς ακινήτων στην Κίνα αντανακλά µια σηµαντική µεταστροφή στη δοµή της κινεζικής οικονοµίας. Ενώ κατά το παρελθόν, ο τοµέας των ακινήτων είχε αναπτυχθεί ραγδαία, συµβάλλοντας αποφασιστικά στο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν, πλέον βρίσκεται σε µία φάση ύφεσης που αποδεικνύει την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης της οικονοµίας προς νέους και πιο βιώσιµους τοµείς.
Οι επενδύσεις στον τοµέα των ακινήτων σηµείωσαν µια σηµαντική πτώση στο πρώτο τρίµηνο του 2024, µε µείωση 9,5% σε ετήσια βάση. Η συρρίκνωση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στις πωλήσεις ακινήτων, οι οποίες µειώθηκαν περίπου 27%. Αυτό υποδεικνύει ότι ο τοµέας παρουσιάζει συσσωρευµένα αποθέµατα που δεν έχουν βρει αγοραστή, προκαλώντας περαιτέρω πτώση των τιµών και αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να περιορίσουν τις νέες επενδύσεις.
Η µείωση της συµβολής του τοµέα των ακινήτων στο ΑΕΠ από περίπου 11% σε 6% από το 2023 αντιµετωπίζεται από την Κίνα από την αλλαγή της οικονοµικής πολιτικής της Κίνας προς την προώθηση της καινοτοµίας και της τεχνολογίας.
Η κινεζική κυβέρνηση επικεντρώνεται πλέον στην υποστήριξη τοµέων υψηλής τεχνολογίας, αιολικών, ηλιακών προϊόντων, µπαταριών και στην παραγωγή ηλεκτρικών οχηµάτων, τα οποία θα µπορούν να προσφέρουν µεγαλύτερη προστιθέµενη αξία και ενδέχεται να είναι πιο βιώσιµα µακροπρόθεσµα από τις επενδύσεις στα ακίνητα.
Το ευρύτερο οικονοµικό και γεωπολιτικό πλαίσιο διαδραµατίζει επίσης ρόλο στη διαµόρφωση αυτών των προκλήσεων. Εσωτερικά, η Κίνα αντιµετωπίζει πιέσεις από δηµογραφικές αλλαγές, όπως η γήρανση του πληθυσµού και η µείωση των ποσοστών γεννήσεων, οι οποίες έχουν µακροπρόθεσµες επιπτώσεις στην προσφορά εργασίας και τον οικονοµικό δυναµισµό. Εξωτερικά, το ανταγωνιστικό τοπίο εντείνεται µε την οικονοµική διαµάχη από άλλες παγκόσµιες δυνάµεις, απαιτώντας προσαρµογές στις οικονοµικές στρατηγικές και πολιτικές της Κίνας προς την κατεύθυνση, να διεξάγει θεµιτό διεθνές εµπόριο. Επί πλέον αντιµετωπίζει την ανάγκη για διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασµού ώστε να µην εξαρτάται η παγκόσµια ενεργειακή ασφάλεια από µία µόνο χώρα. Η πολιτική αβεβαιότητα και οι γεωπολιτικές εντάσεις ενδέχεται να επηρεάσουν τη σταθερότητα των προµηθειών από την Κίνα, κάτι που ώθησε κάποιες χώρες να εξετάσουν την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής ή την αναζήτηση άλλων εταίρων.
Το 2023, για πρώτη φορά σε δύο δεκαετίες, το Μεξικό ξεπέρασε την Κίνα ως η κύρια πηγή εισαγωγών των Ηνωµένων Πολιτειών. Οι εξαγωγές της Κίνας µειώθηκαν κατά 20% το 2023. Παράλληλα οι κινεζικές επενδύσεις στο Μεξικό έχουν διπλασιαστεί από το 2018, υποκρύπτοντας ότι ένα σηµαντικό µέρος των αγαθών που εισέρχονται στις ΗΠΑ από το Μεξικό µπορεί να εξακολουθούν να προέρχονται από κινεζικές εγκαταστάσεις παραγωγής ή να βασίζονται σε µεγάλο βαθµό σε κινεζικά ηµιτελή προϊόντα. Η Κίνα χρησιµοποιεί το Μεξικό για να συνεχίσει να εξάγει αγαθά στις ΗΠΑ παρακάµπτοντας τους δασµούς.
Είναι προφανές ότι η Κίνα βαδίζει προς µια πιο διαφοροποιηµένη και τεχνολογικά προηγµένη οικονοµία, αφήνοντας πίσω τις παλαιότερες, πιο ευάλωτες βιοµηχανίες. Αυτή η µεταβατική περίοδος θα απαιτήσει ρυθµίσεις και προσαρµογές τόσο από την εγχώρια πολιτική όσο και από τις διεθνείς οικονοµικές σχέσεις.
Η Κίνα όµως αντί να στηριχθεί στην ανάπτυξη της εσωτερικής ζήτησης για να απορροφήσει την πλεονάζουσα παραγωγική δυναµικότητα στα εργοστάσια της, εξακολουθεί να διαπράττει στρατηγικά σφάλµατα ανάπτυξης επιµένοντας να έχει τεράστια εµπορικά πλεονάσµατα σε βάρος των χωρών που έχουν εµπορικά ελλείµατα. Ακολουθεί κατά γράµµα την πορεία προς την συρρίκνωση που ακολούθησε η Ιαπωνία τα τελευταία 30 χρόνια. Η Ιαπωνία µετά από πολυετή εξαγωγικά εµπορικά πλεονάσµατα, βίωσε τη στασιµότητα της οικονοµίας και του νοµίσµατος της µέχρι σήµερα, καθώς δεν κατάφερε να αναπτύξει την εσωτερική της ΄ζήτηση, όταν οι άλλες χώρες µείωσαν τα εµπορικά τους ελλείµατα.
Η Κίνα µε τα τεράστια εµπορικά πλεονάσµατα ύψος $840 δις το 2022 (από τα οποία προέρχονται κατά 395 µε την ΕΕ και κατά 380 µε την ΗΠΑ) εξακολουθεί να στηρίζει την οικονοµική της ανάπτυξη στα εξαγωγικά εµπορικά πλεονάσµατα επαναλαµβάνοντας το σφάλµα της Ιαπωνίας.
∆εν αντιλαµβάνεται όµως ότι για να έχει η Κίνα εµπορικά πλεονάσµατα, κάποιες άλλες χώρες θα πρέπει να έχουν εµπορικά ελλείµµατα. Σήµερα πλέον οι δύο µεγάλες αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ δεν είναι διατεθειµένες να συνεχίσουν να έχουν τεράστια εµπορικά ελλείµµατα µε την Κίνα. Οι ΗΠΑ προτιµούν να εισάγουν από το Μεξικό, το οποίο παράλληλα εισάγει από τις ΗΠΑ µε το πλεονέκτηµα της εγγύτητας και της ασφάλειας, χωρίς να χρειάζονται τα εµπορεύµατα να ταξιδεύουν από περιοχές που διαταράσσονται από τους κάθε Χο΄ύθι κλπ..
Μετά την Αµερική που αποσυνδέεται σταδιακά από την Κίνα, και η Ευρώπη αρχίζει να αναζητά εγγύτερους παραγωγούς ώστε να µη χρειάζεται τα εµπορεύµατα να διασχίζουν τις θαλάσσιες διαδροµές που διαταράσσουν οι Χούθι και κάθε άλλος πρόθυµος.
Ο κινέζος πρόεδρος διαβλέποντας την τάση της ΕΕ για αποσύνδεση από τη αγορά της Κίνας, έρχεται σε ευρωπαϊκές χώρες της πρώην σοβιετικής Ένωσης για να συνάψει συµφωνίες µε σκοπό να µεταφερθεί εκεί η πλεονάζουσα παραγωγική δυναµικότατα των εργοστασίων της ώστε να συνεχίσει να εξάγεις δια της πλαγίας οδού στην ΕΕ όπως κάνει και µέσω του Μεξικού στις ΗΠΑ χωρίς τον κίνδυνο των δασµών. Επίσης θα προσπαθήσει να αποτρέψει την ΕΕ να µειώσεις το εµπόριο µε την Κίνα και να επιβάλει δασµούς στα ηλεκτρικά αυτοκίνητα της Κίνας (χώρες όπως η Τουρκία έχουν είδη επιβάλει 40% δασµούς στις εισαγωγές ηλεκτρικών αυτοκίνητων από Κίνα).
Οι κινέζοι προβάλουν το επιχείρηµα ότι τώρα έχουν πολύ φθηνά ηλιακά και αιολικά προϊόντα, τα οποία η ΕΕ έχει ανάγκη για την ενεργειακή της µετάβαση. Στην κινέζικη οικονοµία η κερδοφορία βυθίζεται σε πολλές από αυτές τις εταιρείες και οι πόλεµοι τιµών µεταξύ τους λόγω της υπερβάλλουσας παραγωγής, µειώνουν τις τιµές εξαγωγών.
Ο κινέζος πρόεδρος έρχεται να τονίσει ότι η προοπτική αποσύνδεσης των δυτικών χωρών από τις κινεζικές εισαγωγές στον τοµέα της καθαρής ενέργειας όπως φωτοβολταϊκά πάνελ, ανεµογεννήτριες και άλλα στοιχεία της πράσινης υποδοµής, µπορεί να οδηγήσει σε σηµαντική αύξηση του κόστους µετάβασης για την Ευρώπη. Εκτιµούν ότι αυτή η αποσύνδεση θα κοστίσει περίπου 4-6 τρισεκατοµµύρια δολάρια παγκοσµίως, ανεβάζοντας το συνολικό κόστος της ενεργειακής µετάβασης κατά 20%.
Η κατανόηση αυτών των τάσεων είναι ζωτικής σηµασίας για τα ενδιαφερόµενα µέρη και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς πλοηγούνται στις πολυπλοκότητες της διατήρησης της οικονοµικής ανάπτυξης σε ένα µεταβαλλόµενο παγκόσµιο περιβάλλον, αντιµετωπίζοντας παράλληλα τις εσωτερικές ανεπάρκειες και προσαρµοζόµενοι στις εξωτερικές ανταγωνιστικές πιέσεις. Η κατάσταση αυτή απαιτεί στρατηγικό σχεδιασµό και καινοτόµες πολιτικές για την τόνωση της ζήτησης, τη βελτιστοποίηση των παραγωγικών δυνατοτήτων και την ενίσχυση της συνολικής οικονοµικής ανθεκτικότητας. Το διεθνές εµπόριο δεν µπορεί να διαρκέσει για πολύ όταν γίνεται σε βάρος των χωρών που έχουν εµπορικά ελλείµατα και µάλιστα µε αθέµιτο τρόπο (εξαγωγές σε τιµές κάτω του κόστους, χωρίς προστασία των εµπορικών σηµάτων, µε κρατικές επιδοτήσεις, τεχνητή υποτίµηση του γουάν, κλπ.).
* Ο Γιώργος Ατσαλάκης Γιώργος είναι οικονοµολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης ∆εδοµένων και Πρόβλεψης