» Charlotte Perkins Gilman (μτφρ. Δήμητρα Σταυρίδου, εκδόσεις Έρμα)
Προσωπικά, διαφωνώ με τις ιδέες τους. Προσωπικά, πιστεύω ότι μια ευχάριστη εργασία, συναρπαστική και γεμάτη αλλαγές, θα μου έκανε καλό. Αλλά τι μπορεί να κάνεις;
Ο άντρας της, διάσημος γιατρός, διαφωνεί κάθετα με αυτές τις σκέψεις. Μαζί του συμφωνεί και ο αδερφός της αφηγήτριας, επίσης γιατρός. Ξεκούραση, χαλάρωση, απομόνωση, θεραπείες, βόλτες και καλό φαγητό. Όχι πνευματική υπερδιέγερση, όχι κοινωνικές συναναστροφές, όχι ταξίδια. Αυτά προτείνουν ενάντια στις νευρολογικές διαταραχές από τις οποίες υποφέρει. Εκείνη ασφυκτιά. Από τη μια, αδυνατεί να πιστέψει πως ο ίδιος της ο άντρας, που τόσο την αγαπά, που τόσο τρυφερός και πρακτικός είναι, μπορεί να μη θέλει το καλό της. Από την άλλη, το ένστικτό της, η διαφωνία με την προσέγγισή τους. Όμως, εκείνη είναι η άρρωστη και εκείνος ο θεράπων. Όμως, εκείνη είναι γυναίκα και εκείνος ο άντρας της. Ας μην το παραβλέπει κανείς αυτό.
Νοικιάζουν μια μεγαλοπρεπή έπαυλη για το καλοκαίρι. Από καιρό εγκαταλελειμμένη, ίσως να πρόκειται για κάποιο εξουθενωτικό κληρονομικό διακύβευμα, όπως και να έχει, αποτελεί μια μεγάλη ευκαιρία για ανθρώπους απλούς όπως εκείνη και ο Τζον να περάσουν στην εξοχή τους καλοκαιρινούς μήνες. Εκείνος επιστρέφει αργά από την πόλη όπου ασκεί τα επαγγελματικά του καθήκοντα, κάποιες φορές διανυκτερεύει εκτός. Εκείνη περνά τη μέρα της σε ένα δωμάτιο που κάποτε ήταν παιδικό· μεγάλο, ευάερο και ευήλιο, ιδανικό για την κατάστασή της, σύμφωνα πάντα με την επιστήμη, δηλαδή τον σύζυγό της. Μια οικιακή βοηθός τη συντροφεύει, είναι εκεί για να τη βοηθά ως γκουβερνάντα του μωρού, αλλά περισσότερο μοιάζει να λειτουργεί ως επόπτρια, ως νοσηλεύτρια πλήρως ταγμένη στις εντολές του γιατρού. Η αφηγήτρια βρίσκει χώρο και χρόνο για να γράψει αυτές τις γραμμές, είναι ο προαυλισμός που πραγματικά χρειάζεται, η ευχάριστη εργασία που της κάνει καλό, που της δίνει την αίσθηση πως διατηρεί σε κάποιο βαθμό τον έλεγχο. Επιδιώκει να παραμένει συνεχώς μόνη, να έχει ένα δικό της δωμάτιο, αυτό χρειάζεται άλλωστε μια γυναίκα για να γράψει.
Η κίτρινη ταπετσαρία γράφτηκε μέσα σε δύο μέρες το καλοκαίρι του 1890, αλλά κυκλοφόρησε δύο χρόνια αργότερα στις σελίδες του λογοτεχνικού περιοδικού The New England Magazine. Είναι το πλέον διάσημο έργο της Γκίλμαν και θεωρείται ένα από τα πρώτα λογοτεχνικά φεμινιστικά μανιφέστα, παρότι η συγγραφέας μετά το θάνατό της περιέπεσε εν πολλοίς στη λήθη. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση σε αυτό το ιδιότυπο ημερολόγιο έχει τέτοια δυναμική ώστε ο αναγνώστης θεωρεί δεδομένη τη γέφυρα με το αυτοβιογραφικό, χωρίς να χρειαστεί να ανατρέξει στη ζωή της Γκίλμαν για επιβεβαίωση της υποψίας. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνεται από τη μια η αγωνία της επίγνωσης της δυσχερούς θέσης στην οποία βρίσκεται και από την άλλη η κάθοδος στην τρέλα είναι τέτοιος που μόνο ένα μέρος του οφείλεται στη λογοτεχνική κλίση, με το υπόλοιπο να κυριαρχείται από το βίωμα και την επιθυμία της Γκίλμαν η εμπειρία αυτή να αποτελέσει οδηγό πλεύσης.
Η κίτρινη ταπετσαρία ήρθε να συναντήσει άλλα τέσσερα βιβλία που διάβασα σχετικά πρόσφατα και ανήκουν στη γυναικεία λογοτεχνία, όχι ως προς τα υποκείμενα της γραφής, αλλά ως προς τα όσα διαπραγματεύονται. Ένα μάλιστα εξ αυτών, το Σκοτώσου, αγάπη, περιέχει επίσης στον πυρήνα του το ζήτημα της επιλόχειας κατάθλιψης, μέσω μιας εξίσου καθηλωτικής πρωτοπρόσωπης αφήγησης. Τα άλλα τρία βιβλία είναι Η εποχή των τυφώνων, Η Ελένα ξέρει και Άδεια σπίτια. Η διαφορά τους με τη νουβέλα της Γκίλμαν είναι η χρονική απόσταση που τα χωρίζει, εκατόν τριάντα χρόνια, μέσα στα οποία η λογοτεχνία και η κοινωνία άλλαξαν πολύ, και όμως, διαβάζοντας την Κίτρινη ταπετσαρία σχεδόν σοκάρεσαι από το πόσο σύγχρονη και επίκαιρη μοιάζει σε κάποιες σειρές της η αφήγηση αυτή, σαν η νουβέλα να είναι γραμμένη πρόσφατα σε ένα στυλ επί τούτου παλιακό. Και είναι αυτή η απόσταση που αναδεικνύει τη σπουδαιότητα αλλά και τη δυσκολία, όχι μόνο της λογοκρισίας αλλά και της ίδιας της τότε κοινωνίας, μιας λογοτεχνικής απόπειρας όπως αυτή, υποστηριζόμενη από έναν βίο εξίσου αντιδραστικό και έξω από τις νόρμες της τότε εποχής. Και αν υπάρχει ακόμα τεράστιος δρόμος να διανυθεί, στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε εκείνες που πέτυχαν τα πρώτα ρήγματα.
Νουβέλα που διαβάζεται ξανά και ξανά, όχι μόνο ‒αν και βοηθάει‒ εξαιτίας του μεγέθους της, αλλά γιατί διαπραγματεύεται αρκετά ζητήματα και επιδέχεται πλήθος ερμηνειών. Η αξία της νουβέλας δεν περιορίζεται μόνο στη φεμινιστική της διάσταση και στο εν γένει κοινωνικοπολιτικό της στοιχείο. Ο τρόπος με τον οποίο η Γκίλμαν εισάγει τον τρόμο και την τρέλα είναι μοναδικός, έτσι όπως διολισθαίνει αθόρυβα, παράλληλα με την ημερολογιακή καταγραφή της καθημερινότητας, οδηγώντας σ’ ένα τέλος καθηλωτικό, εκεί όπου ο τρόμος συναντά την κάθαρση, σ’ ένα φινάλε ανατριχιαστικό. Η κίτρινη ταπετσαρία δεν είναι η πρώτη φορά που κυκλοφορεί στα ελληνικά, είχαν προηγηθεί ακόμα δύο εκδόσεις (Κέδρος,1999· Λαγουδέρα, 2015), οι οποίες ωστόσο παρουσιάζονται ως εξαντλημένες εδώ και καιρό. Οι εκδόσεις Έρμα με την καθοριστική μεταφραστική αρωγή της Δήμητρας Σταυρίδου ήρθαν να καλύψουν αυτό το κενό.
Η κίτρινη ταπετσαρία, που ο Λόβκραφτ τόσο θαύμαζε, είναι από πολλές απόψεις ένα σημαντικό βιβλίο, που αποτέλεσε έμπνευση και οδηγό μέσα στα χρόνια, λογοτεχνικά γοητευτικά και δυστυχώς ακόμα επίκαιρο.