Διάβασα το ιδιαίτερα ενδιαφέρον άρθρο που δημοσιεύτηκε στις 15-04-2019 στα “Χανιώτικα νέα” με τίτλο “Η Κρήτη χάνει τις ελιές της;”. Οι απόψεις και οι προτάσεις των επιστημόνων που ρωτήθηκαν είναι πέρα για πέρα αντικειμενικές και πρέπει να ληφθούν υπόψη στην κατάρτιση εθνικού ολοκληρωμένου προγράμματος για την προστασίας του «υγρού χρυσού», όπως πολύ κυριολεκτικά αποκαλείται το ελαιόλαδο.
Στη χάραξη όμως της εθνικής αυτής στρατηγικής πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και η βαθύτερη αιτία του κακού , που δεν είναι άλλη από την «ενσκύψασα» για τα καλά και στη χώρα μας κλιματική αλλαγή. Αυτή είναι η βασική γενεσιουργός «μητέρα» όλων των απρόσμενων «δεινών» στη γεωργία. Κινδυνεύει να αχρηστευθεί το σύνολο των συστημάτων και πρακτικών που χρησιμοποιεί καθώς και η διατροφική ασφάλεια. Το αρχέγονο αυτό αγροδιατροφικό σύστημα ασκείται με βάση ορισμένους κανόνες που προέκυψαν από τις κλιματικές συνθήκες που επικρατούν σε μία χώρα. Δημιούργησε τις κατάλληλες καλλιεργούμενες ποικιλίες, ανέπτυξε συγκεκριμένες καλλιεργητικές πρακτικές και έχει εκπονήσει τα αναγκαία προγράμματα φυτοπροστασίας. Με την επαπειλούμενη κλιματική αλλαγή αλλάζουν τα πάντα.
Πράγματι σοβαρές μεταβολές θα υποστούν οι θερμοκρασίες, το φως το νερό, ο κύκλος των βροχών, που είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη γεωργική με την ευρεία της έννοια παραγωγή. Η μεγάλη μεταβλητότητα του κλίματος μπορεί να επιδράσει αρνητικά σε ορισμένες περιοχές με ευαίσθητα συστήματα της γεωργίας. Πράγματι παρατηρείται μία αφομοίωση των εποχών της άνοιξης και του φθινοπώρου, εποχές που αποτελούν τη βάση για το φυτικό μεταβολισμό και την εν γένει συμπεριφορά των διαφόρων φυτικών και ζωικών οργανισμών.
Τα αμπέλια δεν προλαβαίνουν να αποθησαυρίσουν τις ανασταλτικές της βλάστησης ουσίες με αποτέλεσμα να μην ωριμάζουν οι κληματίδες και να αναβλαστάνουν με τις αλκυονίδες μέρες του Γενάρη. Τα οπωροφόρα δέντρα δεν «εξασφαλίζουν» τις ώρες των χαμηλών θερμοκρασιών για να διαφοροποιήσουν τα ανθοφόρα μάτια. Άλλα «ξεγελιούνται» και εκδηλώνουν το επιζήμιο για την παραγωγή φαινόμενο της «πρωτανθίας». Έτσι στην «καρδιά» του χειμώνα «ροδαμίζουν» οι ελιές και ανθίζουν οι πορτοκαλιές με κίνδυνο να εκτεθούν στη συνέχεια σε ενδεχόμενη κακοκαιρία ή , που είναι και το χειρότερο, να υποστούν εξάντληση εξ αιτίας της «πρωτανθίας» με αποτέλεσμα τη μείωση της τελικής παραγωγής. Έχει χαθεί η περιοδικότητα των βροχών με συχνή για παράδειγμα βροχόπτωση την περίοδο της ανθοφορίας της ελιάς με αποτέλεσμα τη «μαγματοποίηση» της γύρης , την ψευδογονιμοποίηση των ανθέων και τη σχοινοκαρπία. Ακόμα η μεγάλη διαφορά της ημερήσιας από τη νυκτερινή θερμοκρασία σε συνδυασμό με τους ισχυρούς ανέμους, που ολοένα και συχνότερα εμφανίζονται, προκαλεί την έντονη ανθόρροια και καρπόπτωση στα ελαιόδεντρα. Οι συχνόφερτοι καύσωνες επιταχύνουν τη διαπνοή των φυτών, τα οποία αναγκάζονται, αν δεν εξασφαλίσουν το απαραίτητο νερό, να δημιουργήσουν αφοριστικούς ιστούς και να αποβάλλουν τα άνθη και τους καρπούς.
Διαπιστώνεται ήδη στη χώρα μας μείωση της παραγωγής του αμπελιού κατά 30%, του ελαιόλαδου κατά 20% και των δημητριακών και του βαμβακιού κατά 15-20%. Αυξάνονται οι ζημιές από τα φυτοπαράσιτα λόγω επιμήκυνσης του βιολογικού τους κύκλου ή της δημιουργίας ευνοϊκών για την ανάπτυξή τους συνθηκών για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα. Ο Δάκος της ελιάς στις περιοχές –πανδακίες για παράδειγμα δεν σταματάει το επιζήμιο έργο του.