Mάννα μου, ἐγώ ᾽ μαι τ᾽ ἄμοιρο, τὸ σκοτεινὸ τρυγόνι ὁποὺ τὸ δέρνει ὁ ἄνεμος, βροχὴ ποὺ τὸ πληγώνει.
Τὸ δόλιο! ὅπου κι ἂν στραφεῖ κι ἀπ᾽ ὅπου κι ἂν περάσει, δὲ βρίσκει πέτρα νὰ σταθεῖ κλωνάρι νὰ πλαγιάσει.
Ἐγὼ βαρκούλα μοναχή, βαρκούλ᾽ ἀποδαρμένη μέσα σὲ πέλαγο ἀνοιχτό, σὲ θάλασσ᾽ ἀφρισμένη, παλαίβω μὲ τὰ κύματα χωρὶς πανί, τιμόνι κι ἄλλη δὲν ἔχω ἄγκουρα πλὴν τὴν εὐχή σου μόνη.
Στὴν ἀγκαλιά σου τὴ γλυκειά, μανούλα μου, ν᾽ ἀράξω μὲς στὸ βαθὺ τὸ πέλαγο αὐτὸ πριχοῦ βουλιάξω. Μανούλα μου, ἤθελα νὰ πάω, νὰ φύγω, νὰ μισέψω τοῦ ριζικοῦ μου ἀπὸ μακρυὰ τὴ θύρα ν᾽ ἀγναντέψω.
Στὸ θλιβερὸ βασίλειο τῆς Μοίρας νὰ πατήσω κι ἐκεῖ νὰ βρῶ τὴ μοίρα μου καὶ νὰ τὴν ἐρωτήσω. Νὰ τῆς εἰπῶ: εἶναι πολλά, σκληρὰ τὰ βασανά μου ὡσὰν τὸ δίχτυ ποὺ σφαλνᾶ θάλασσα, φύκια κι ἄμμο εἶναι κι ἡ τύχη μου σκληρή, σὰν τὴv ψυχὴ τὴ µαύρη π᾽ ἀρνήθηκε τὴν Παναγιὰ κι ὁ πόλεος δὲν θά ᾽βρει.
Κι ἐκείνη μ᾽ ἀποκρίθηκε κι ἐκείνη ἀπελογήθη: Ἦτον ἀνήλιαστη, ἄτυχε, ἡ μέρα ποὺ γεννήθης ἄλλοι ἐπῆραν τὸν ἀνθὸ καὶ σὺ τὴ ρίζα πῆρες ὄντας σὲ ἒπλασ᾽ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ἄλλες μοῖρες
Aλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Προς την μητέρα μου (1873)
Το ποίημα αυτό του Α. Παπαδιαμάντη για την μητέρα του, παρουσιάζει με ζωντανές εικόνες τον εαυτό του ως μικρό ανυπεράσπιστο παιδί που της ζητά: να γίνει η φωλιά του για να προστατευτεί από την κακοκαιρία και τους κινδύνους της φύσης να γίνει η ευχή της, το πανί ,το τιμόνι και η άγκυρα για αυτόν που σαν βαρκούλα παλαίβει μόνος του στην αφρισμένη θάλασσα.
Κάθε άνθρωπος έρχεται στη ζωή σε μια κατάσταση ανημπόριας, απόλυτης εγκατάλειψης τρωτότητας ,κατακερματισμού και έκθεσης στο μη νόημα του πραγματικού της ζωής . Χρειάζεται την παρουσία του Άλλου ,του μητρικού Άλλου για να προφυλάξει αυτή τη ζωή και να τη γλυτώσει από την πιθανότητα της πτώσης στο κενό της έλλειψης νοήματος. Μέσα στη παιδική κούνια μαζί με το μωρό κοιμούνται και τα όνειρα και οι επιθυμίες των γονιών αλλιώς η κούνια δεν ξεκουράζει, δεν κοιμίζει αλλά εκθέτει το παιδί στους εφιάλτες του φόβου του θανάτου. Οι εικόνες στο ποίημα του Παπαδιαμάντη αποδίδουν με γλαφυρότητα τη ψυχική κατάρρευση στην οποία εκτίθεται το παιδί . Ο κόσμος γκρεμίζεται ,γίνεται απειλητικός, σκληρός σε κάθε έκκληση ανάγκης του ατόμου που έχει ζήσει την εγκατάλειψη από τα παιδικά χρόνια. Έτσι το τραύμα γίνεται μοίρα που επιλαμβάνεται επιβεβαιώνοντας τις πρώτες σκληρές αλήθειες της ζωής.
Ο μύθος θέλει όλες τις μαμάδες του κόσμου να αποτελούν προσωποποίηση της απόλυτης, ανεξάντλητης αγάπης, της τρυφερότητας, της προστασίας και της στήριξης. Δεν είναι, όμως, πάντα έτσι. Υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν με μαμάδες που δε μπορούν ή δεν ξέρουν πώς να τα αγαπήσουν. Και, ειδικά αν πρόκειται για κορίτσια που θα γίνουν με τη σειρά τους και αυτά κάποτε μαμάδες, οι πληγές που αφήνει μία τέτοια προβληματική σχέση μπορεί να είναι τεράστιες και αθεράπευτες.
Οι πληγές αυτές έχουν να κάνουν με την θεωρία της προσκόλλησης, κατά την οποία στην βρεφική και νηπιακή ηλικία το παιδί βλέπει για πρώτη φορά το είδωλό του στο πρόσωπό της μητέρας της: Αν, δηλαδή, η μητέρα του χαρίζει απλόχερα αγάπη και τρυφερότητα, το μωρό δένεται μαζί του με ασφάλεια. Μαθαίνει ότι το λατρεύουν και ότι είναι αξιαγάπητο και αυτό γίνεται αναπόσπαστο μέρος τη συνείδησής του, προσφέροντάς του ενέργεια και στέρεες βάσεις για να αναπτυχθεί.
Αντίθετα, το παιδί μιας μητέρας που δεν το αγαπά -ή που είναι συναισθηματικά απόμακρη, συγκρατημένη, ασυνεπής, υπερβολικά επικριτική ή σκληρή- μαθαίνει διαφορετικά πράγματα για τον κόσμο και τον εαυτό του. Μαθαίνει πως ο κόσμος είναι ανάξιος εμπιστοσύνης και ότι κανείς δε μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του. Αυτά και άλλα «μαθήματα» για τον κόσμο, αφήνουν στο παιδί που στη συνέχεια γίνεται ενήλικας, πληγές, οι οποίες συχνά μόνο με ψυχοθεραπεία μπορούν να γιατρευτούν. Το πρώτο βήμα, όμως, είναι να τις αναγνωρίσει και να τις συνειδητοποιήσει κανείς.
Το παιδί που δεν έχει αγαπηθεί δεν ξέρει ότι είναι άξιο αγάπης και τρυφερότητας. Μπορεί να έχει μεγαλώσει νιώθοντας παραμελημένο, έχοντας εισπράξει κριτική ή αδιαφορία. Στο κεφάλι του ακούει μόνο μία φωνή, αυτή της μητέρας του, που του λέει όλα αυτά που δεν είναι (έξυπνο, όμορφο, καλό, άξιο). Οι επιτυχίες και τα ταλέντα του θα συνεχίσουν να υπονομεύονται από τη φωνή αυτή, αν δεν υπάρξει κάποια παρέμβαση. Άτομα με τέτοια βιώματα λένε ότι νιώθουν να κοροϊδεύουν τους ανθρώπους γύρω τους και φοβούνται πως θα τους «ανακαλύψουν» αν απολαύσουν ποτέ οποιαδήποτε επιτυχία.
«Αναρωτιέμαι πάντα γιατί να θέλει κάποιος να γίνει φίλος μου», λέει μία γυναίκα που μεγάλωσε με μαμά που δεν την αγαπούσε. Αυτά τα ζητήματα εμπιστοσύνης προέρχονται από την πεποίθηση πως όλες οι σχέσεις (φιλικές ή ερωτικές) είναι επί της αρχής αναξιόπιστες. Πολλά άτομα, εγκλωβισμένα στην ανάγκη τους για τη μητρική φροντίδα και στην απουσία αυτής, αναφέρουν είτε ότι προσπαθούν πάντα να ευχαριστήσουν τους άλλους στις σχέσεις τους είτε ότι τους είναι αδύνατο να θέσουν όρια ώστε να δημιουργήσουν υγιείς και συναισθηματικά σταθερές σχέσεις. Δυσκολεύονται να δημιουργήσουν φιλικές σχέσεις, δυσκολεύονται να πουν «όχι» στους άλλους ή αναζητούν τόσο έντονες σχέσεις, που ο άλλος τρομάζει και κάνει πίσω.
Η έλλειψη αυτοπεποίθησης ή ο φόβος για καθετί καινούργιο θέτει, κάποιες φορές, τα άτομα αυτά σε αμυντική θέση, ώστε να αποφύγουν να πληγωθούν από κάποια κακή σχέση, αντί να κινητοποιούνται και να αναζητούν σταθερότητα. Τα άτομα αυτά, μπορεί να δείχνουν ότι θέλουν να δημιουργούν σχέσεις, αλλά σε βαθύτερο επίπεδο μάλλον τις αποφεύγουν
Ένα άτομο που δεν έχει αγαπηθεί από τη μητέρα του μπορεί να είναι ευαίσθητo στην παραμέληση από τους άλλους, την πραγματική και τη φανταστική, ενώ ένα απλό σχόλιο μπορεί να επαναφέρει την επίπονη εμπειρία που είχε ως παιδί, χωρίς καν να το συνειδητοποιήσει. Χρειάζεται τρομερή προσπάθεια για να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει οποιοδήποτε σχόλιο, χωρίς να πληγωθεί βαθιά από αυτό.
*Ψυχολόγος στο Κέντρο Πρόληψης των Εξαρτήσεων και
Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας Περιφερειακής
Ενότητας Χανίων σε συνεργασία με τον ΟΚΑΝΑ