..Και το λιόγερμα, κεράσι. Μέσα σ’ ένα σύμπαν – ρακή. Και μεθυσμένο, παραπατά ανάμεσα στις εναπομείνασες απουσίες.
Κι ύστερα, νερό που κρύφτηκε μέσα στο κομμένο κορμό του νου, η ενθαλπία. Ακορντεόν μοναχικό, μέσα σε μαυρόασπρα σοκάκια. Έχασε το νόημά της η βροχή. Και σταμάτησε. Πνίγοντας ένα κρυφό δάκρυ. Κάτω απο το αγέρωχο βλέμμα του απολύτως λευκού, μέσα στο νιογέννητο μέλαν. Κρυφές σιωπές του λευκού. Φωνή βάρβαρη. Κρύβεται. Ανθηροστομόντας πίσω απο δειλές κλειστες γρύλλιες του τώρα. Όλ’ αυτά τριγύρω. Και στη μέση εσύ. Να λες το μονόλογό σου. Τρίτο κουδούνι ! Φώτα ! Ο νους. Ψάχνει λύση. Αιωνίως επαναλαμβάνοντας. Χαζεύοντας πίσω απο σβυσμένες γόπες. Στρίβει ενα καινούργιο σύμπαν. Και το ανάβει. Ξεχύνεται καπνός διάφανος. Ομίχλη που φτιάχνει παρουσίες. Εικόνες, που λες κι έχουν βγει απο πίνακα του Ιερώνυμου Μπος. Κάθε τετριμένο που φεύγει είναι ένα ξεκαθάρισμα. Όταν σπάζει η σιωπή, έρχεται το διάφανο. Είναι πάντα ειλικρινής η αλμύρα. Που κρύβεται πίσω απο πεπτωκότες μύθους. Κι αν οι πραγματικότητες είναι πολλές, η αλήθεια μια ειναι πάντα. Το μέλλαν βαρύ, ψάχνει να ‘βρει τ’ άστρα. Τ’ απαγορευμένα αστρα, μέσα σ’ ενα κόσμο του ”είθισται”. Δεν υπάρχει τίποτα πιο βάρβαρο απο το οτι είθισται. Κι οτι βγαίνει απο τη σειρά, πατάσεται αδιακρίτως λες. Όμως τα μικρά κρίνα αντιστέκονται στο αδυσώπητο. Και ίπτανται των πεπραγμένων και των αδιαπραγμάτευτων αδιεξόδων. Σπαταλούν το μύρο τους ασύστολα. Ζουν πέρα απο τις οριοθετήσεις και τις αθετήσεις. Λόγω και εργω. Και κρατούν τα πεταλά τους ανοιχτά στο σκοτάδι. Τα δικά τους αστρα δεν μπορεί να τους τα πάρει κανείς. Ζουν στη σιωπή. Μιά πολύβουη σιωπή. Που τους μιλά και της μιλούν. Και χαμογελούν. Δειλά. Σχεδόν ανεπέστητα. Τα ντροπαλά χαμόγελα είναι τα πιο ό μορφα. Γιατί είναι τα πιο αληθινά. Όταν τα προσωπεία περισσεύουν. Και περιττεύουν επίσης. Κι ένα λυχνάρι γεμάτο οπές σε σχήμα τ’ αστεριων. Και μέσα απο ένα τετοιο άστρο ξεφυτρώνει ένας μικρός ψεύτικος ανθός. Που κάποτε στόλιζε μια κατασπαταλιμενη και ζαλισμένη αθωότητα. Είναι γυμνό το αλύχτισμα του λυκόφωτος. Κοφτερά κυνικό μέσα στην ειλικρίνιά του. Καθώς ψηλαφά, άφοβα, τις παλιές σου πληγές. Και τις παλιές σου πηγές επισης. Θυμίζοντας σου τες. Περασαν καιροί. Μα οι Εφιάλτες παρέμειναν ίδιοι. Πρέπει να’χει ο τροβαδούρος αγνή καρδιά για να τραγουδήσει τον μύθο. Τις κρυμένες αλήθειες κάτω απο το αδυσώπητο. Πρέπει να ‘χει εξαγνιστεί. Για να τραγουδήσει. Τις κρυφές σιωπές του λευκού.