Κάπου σε ένα χωριό κοντά στα Δερβενοχώρια Αττικής.
Eγώ που λές γαμπρέ, τα λέω σε σένα να τα ακούει και η εγγονή μου η αρραβωνιάρα σου. Όταν παντρευτήκαμε με τον άντρα μου, μετά τον γάμο γυρίσαμε στο σπίτι, έβαλα νερό στο τσουκάλι και το έβαλα στη φωτιά. Δεν είχα τίποτα να βάλω μέσα για μαγείρεμα, αλλά αντιστάθηκα, πείσμωσα και είπα μέχρι να βράσει το νερό, κάτι θα βρεθεί να μαγειρέψω.
Όσο έβραζε το νερό στο τσουκάλι, ο Μιχάλης ο παππούς σας, Θεός συγχωρές τον, καθότανε στο πάτωμα και κοίταγε το ταβάνι. Ευτυχώς που κοιτάει το ταβάνι σκέφτηκα και όχι το πάτωμα, δεν το έχει βάλει κάτω. Ο έρωτας αδύναμος κι αυτός για να μας παρηγορήσει, καθότανε στην άλλη άκρη του μικρού μας μοναδικού δωματίου και κοιτούσε δυστυχώς το πάτωμα. Δεν μπορώ να σας βοηθήσω μας είπε, δεν σας ένωσα εγώ, δεν είναι δική μου ευθύνη, πάρτε τη ζωή στα χέρια σας.
Τότε λίγο φώς φώτισε τη κάμαρή μας. Ήταν η Αντιγόνη η γειτόνισσα, που παραμέρισε τη κουρελού που είχαμε αντί για πόρτα και μαζί με αυτήν μπήκε και λίγο από το ανοιξιάτικο φώς του δειλινού. Η κυρά Αντιγόνη ήταν καμιά τριανταριά χρόνια μεγαλύτερή μας, πολύ δυναμική αλλά και διακριτική συνάμα γυναίκα. Είχε μια ευγένεια και το στόμα της έσταζε μέλι και για όλους είχε να πει μια καλή κουβέντα. Να ζήσετε παιδάκια μου και να γίνεται από τους καλύτερους νοικοκυραίους του χωριού και θα γίνετε, αρκεί να το θέλετε. Ο Μιχάλης σηκώθηκε, μας αγκάλιασε και τους δυο, μας φίλησε και μας άφησε και ένα μικρό ταγάρι με πατάτες, κρεμμύδια και καρύδια. Άδειασα το ταγάρι στο πάτωμα, της το έδωσα και έτσι διακριτικά όπως ήρθε έφυγε.
Ο Μιχάλης ήρθε και με αγκάλιασε, σηκώθηκε και ο έρωτας που καθόταν ανακούρκουδα και αγκαλιαστήκαμε όλοι μαζί. Έβρασα τις πατάτες και τα κρεμμύδια και αυτό ήταν το γαμήλιο γεύμα μας που το φάγαμε καθισμένοι στο πάτωμα.
Το μοναδικό (έπιπλο) στη κάμαρη ήταν ένα ημίδιπλο κρεβάτι, που το έφτιαξε ο Μιχάλης μου πριν ακόμα χτιστεί η κάμαρη, λίγο καιρό πριν παντρευτούμε, με μεράκι και υπομονή. Στις δύο άκρες του, είχε πλίνθρες χτισμένες με λάσπη και σανίδες από το ταβάνι ενός γκρεμισμένου σπιτιού εκεί κοντά. Επάνω στο κρεβάτι ήταν ολη μου η προίκα, Δυο φλοκάτες και ένα χράμι.
Τις επόμενες 30 μέρες μετά το φτιάξιμο του κρεβατιού και πρίν το γάμο, όταν ο Μιχάλης μου έλειπε στο δάσος που χτύπαγε πεύκα για να πάρει το ρετσίνι, εγώ μονάχη μου έχτισα το δωμάτιο γύρω από το κρεβάτι. Έκανα λάσπη από κοπριά και άχυρα και που και που, έβαζα και καμμιά πέτρα από ένα διπλανό γκρεμισμένο τείχος από τα αρχαία χρόνια. Στο ταβάνι έβαλα καλάμια , πολλά καλάμια και λάσπη. Έτσι βρήκε στέγη το κρεβάτι μας και ο έρωτας μας που ήρθε αργότερα με τα χρόνια. Μετά άσπρισα, μοσχομύρισε η κάμαρη και πήγαμε στην εκκλησία να παντρευτούμε.
Ο Παππούς ο Μιχάλης να χτυπάει πεύκα και να περιμένει μετά από μήνες για να πάρει το ρετσίνι, κι εγώ να χτυπιέμαι στο σπίτι κάθε μέρα να βρω τι να μαγειρέψω. Όταν πήρε τα πρώτα λεφτά από το ρετσίνι, έπιασα και έχτισα ένα μικρό τοίχο και χώρισα το κρεβάτι από το υπόλοιπο δωμάτιο. Μετά κατέβηκα στην αγορά, δυο ώρες δρόμο και ψώνισα όλα τα λεφτά μπακαλική. Έκανα το δωμάτιο μπακάλικο και άρχισα να κάνω με τα λίγα εμπορεύματα στην αρχή χωρίς ντροπή την μπακάλισσα. Πρώτη και καλλίτερη πελάτισσα η Αντιγόνη και μετά όλες οι υπόλοιπες γειτόνισσες.
Από αυτό το μπακάλικο γαμπρέ που καθόμαστε τώρα, αγόρασα σιγά σιγά το σπίτι μας, αγόρασα και το οικόπεδο στη θάλασσα και έχτισα. Με τα χρόνια αγόρασα του Μιχάλη μου λεωφορείο και τον έκανα αυτοκινητιστή και έτσι προκόψαμε. Αν περιμέναμε από τα πεύκα, ακόμα νηστικοί θα ήμασταν.
Κάθε μέρα όμως που ξυπνούσε ο άντρας μου, ο Μιχάλης μου, το καμάρι μου για τη δουλειά, τα παπούτσια του γυαλισμένα και οι κάλτσες του μπαλωμένες κάτω από το κρεβάτι. Τα ρούχα του καθαρά και μανταρισμένα, τον περίμεναν στην καρέκλα να ντυθεί και να πάει αυτός δρομολόγιο κι εγώ στο μπακάλικο. Αν έβγαινε από το σπίτι κακοντυμένος εμένα θα κακολογούσαν και αν δεν είχαμε να φάμε αυτόν θα κατηγορούσαν, και στις δυο περιπτώσεις κατηγορούμενος το σπίτι μας.
Σε αυτές τις τελευταίες λέξεις της γιαγιάς της κυρά Μαριγώς, πήρα το μεγαλύτερο μάθημα φεμινισμού που θα μπορούσε να μου δώσει κάποιος με δυο λόγια. Μάθημα που στην εφαρμογή του δε καταργεί τον ρόλο του κάθε ανθρώπου στη ζωή και η συνύπαρξη δεν κατάντησε ανταγωνιστική, αντίθετα απέδωσε καρπούς. Ο κάθε ένας παρέμεινε στον ρόλο του, αλλά παράλληλα προσέφερε με τις δυνατότητές του ίσος προς ίσο.
Η γυναίκα που χωρίς αναβολές πήρε τη ζωή της οικογένειας στα χέρια της, χωρίς να διεκδικεί πρωτεία και με ισορροπίες που δεν προσβάλλουν κανένα, τήρησε τα αυτονόητα. Ο άνδρας δεν παραμερίστηκε, παρέμενε στα μάτια της ο προστάτης του σπιτιού και το δικό της καθήκον ως γυναίκα η φροντίδα του. Η αγάπη ο σεβασμός η κατανόηση ο θαυμασμός ολοκλήρωναν την σχέση των δυο αυτών ανθρώπων. Τις πρωτοβουλίες που πήρε η κυρά Μαριγώ, για την οικονομική προκοπή της οικογένειας, τις πήρε γιατί είχε την ικανότητα και δεν ζήτησε κοινωνική νομιμοποίηση και τις πρόβαλλε σαν συλλογική πράξη.
Αποτέλεσμα η ΠΡΟΚΟΠΗ ΤΟΥ ΖΕΥΓΑΡΙΟΥ σε όλους τους τομείς.
fragakismihalis@gmail.com
Ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἤξεραν γιατί ζοῦν, διώρθωναν τὸ πῶς ζοῦν.
Ἠθογραφία μιᾶς γενιᾶς χαρακτηρισμένης ἀπὸ τὴν συνείδηση τῆς προσωπικῆς εὐθύνης καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν αἴσθηση κάποιου κοινωνικοῦ δικαιώματος ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ ὁμαδικὴ ταυτότητα.
Κύριε Φραγάκη, τὰ κείμενά σας προκαλοῦν ἐθισμό.
Ο Μιχάλης της καρδιάς.μας!!
Ευχαριστώ για τα σχόλιά σας καλή χρονιά