Ρίμες μα και ριζίτικα, πολλά ‘χουνε συνθέσει
οι λαϊκοί μας ποιητές, που έχουν πάρει θέση.
Για τον αγώνα που ‘καναν, άνδρες γυναίκες γέροι,
σαν πέφτανε οι Γερμανοί, εις τα δικά μας μέρη.
Αθάνατη κρατήσανε, την πιο μεγάλη μάχη,
που ΄δωσ’ ο Κρητικός λαός, χωρίς τα μέσα να ‘χει.
Πέτρες, αξίνες, ρόπαλα και παλιωμένους γκράδες,
είχαν οι πατεράδες μας και τση ψυχής… παράδες.
Με τούτα πολεμίσανε, τση Κρήτης τα λιοντάρια
και τους Ναζί κρατήσανε, γιατ’ ήταν παλικάρια.
Δίκαια αναγνώρισης, ετύχαν από όλους,
αφού καθυστερήσανε, τσι Γερμανοδιαβόλους.
Κι επάξια τους τίμησε, η λαϊκή η μούσα,
που σε στιγμές ηρωϊσμού, πάντα είναι παρούσα.
Μονάχα ένας Όμηρος, αν ζούσε το σαράντα,
τους σύγχρονους τους ποιητές, θα έκανε στη μπάντα.
Η πένα του θα εύρισκε, στίχους να χρωματίσει,
τη μάχη που εξέπληξε, Ανατολή και Δύση.
Έπος καινούργιο θα ‘γραφε, για την ψυχή τση Κρήτης,
που δεν αγγίζει ο καιρός, ο κοσμοκαταλήτης.