«Ποιο χρόνο ήταν δε θυμάμαι. Αυτό μονάχα που έμεινε στη μνήμη μου από το Πάσχα εκείνο, ήτανε μια εικόνα που χαράχτηκε βαθύτατα στην ψυχή μου και κάθε φορά που έρχεται το Πάσχα στέκει μπροστά μου ολόφωτη, μα δεν μου δόθηκε αλήθεια ποτέ η ευκαιρία να την διηγηθώ.
Να όμως που ήρθεν η ώρα της: Νέοι τότε, παιδιά ακόμη, με γεμάτη την ψυχή χαρά και με την ορμή που όλοι οι νέοι έχουν, να αγκαλιάζουν τη ζωή όσο μπορούν πλατύτερα, εξεκινήσαμε για να γιορτάσουμε το Πάσχα στο απόμακρο χωριό. Είμαστε πεντέξι, όλοι γεμάτοι από τη φωτιά της νιότης, νέα βλαστάρια ανοιξιάτικα και ξεκινήσαμε κυνηγώντας τη χαρά και μαζί τις περιπέτειες…
Για να πάμε στο χωριό, που αποφασίσαμε να κάνουμε το Πάσχα, ξεστρατίσαμε και η νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου μας βρήκε περιπλανώμενους επάνω σε κορφοβούνια άγνωστα. Είχαμε χάσει οριστικά το δρόμο. Αυτό αλήθεια για όλους θα ήτανε μια συμφορά! Ομως για μας και για τα τρελά μας νιάτα έγινε αφορμή αξέχαστης ευθυμίας και η περιπλάνηση μας μέσα στις δύσβατες νεροσυρμές και στους αγκαθωτούς θάμνους που σχίζαν τα πόδια μας συνεχιζότανε μέσα σε γέλια και αστεία…
Η νύχτα προχωρούσε και μαζί η περιπλάνηση μας εξακολουθούσε με το ίδιο πάντα κέφι. Όπου άξαφνα ακούστηκαν οι πρώτοι ήχοι της αναστάσιμης καμπάνας και όλοι εθυμηθήκαμε πια πως τα πράγματα δεν ήσαν ευχάριστα, γιατί εκινδυνεύαμε να μην κάνουμε εφέτος Ανάσταση…
– Βρε παιδιά, βλέπω φως εκεί κατά τη διπλανή κορφή, εφώναξε κάποιος.
Και πραγματικά όλοι είδαμε να τρεμοσβήνει ένα μικρό φως -κάτι σαν πυγολαμπίδα- μα ήταν πολύ μακριά. Όλοι μαζί ξεκινήσαμε κατά κει. Η ευθυμία είχε λιγοστέψει, γιατί από τη μια μεριά εβλέπαμε μια όχι ευχάριστη πραγματικότητα, κι από την άλλη το φωτάκι εκείνο μας εγεννούσε ένα φόβο υποσυνείδητο.
Απόμακροι ήχοι της καμπάνας έφταναν τώρα και από άλλα σημεία, απόδειξη πως και στα άλλα χωριά είχεν αρχίσει η Αναστάσιμη Ακολουθία. Προχωρούμε σιγά – σιγά τώρα με κατεύθυνση προς το φως και σε λίγο είχαμε ανέβει στην κορφούλα. Ένας μαντρόσκυλος ούρλιαξε άγρια κι αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε απότομα…
Η νύχτα ήτανε ασέληνη, μα η ξαστεριά μας έκανε να βλέπουμε αρκετά καλά… Κι έτσι σκαρφαλωμένοι καθώς είμαστε σ’ εκείνη την κορφούλα είδαμε σε μικρή απόσταση την εικόνα την αλησμόνητη.
Ο τσομπάνος ανάμεσα στα πρόβατα μ’ ένα κερί στα χέρια έκανε την Αναστάσιμη προσευχή του. Ακούαμε καθαρά κομμάτια από τα τροπάρια που άλλοτε έψαλε με τη χοντρή φωνή του και άλλοτε απήγγειλε σε εκκλησιαστικό τόνο. Κάπου – κάπου διέκοπτε το ψαλτικό του για να επιβάλει σιωπή στα γρυλίσματα του μαντρόσκυλου, ο οποίος καθώς μας ένιωθε κοντά διεμαρτύρετο, και στο τέλος για να μείνει ήσυχος ο προσευχόμενος τον έδεσε οριστικά σε κάποιο κοντά δεντράκι. Εκεί πια το σκυλί ησύχασε κι έτσι μπορέσαμε να ακούμε την αναστάσιμη ακολουθία του απροσδόκητου… μοναχού με όλην την κυριολεξία. Ακούσαμε λοιπόν κομμάτια τροπαρίων άλλα από την αρχή, άλλα από την μέση, άλλα σχετικά με την Ανάσταση, άλλα εντελώς άσχετα, τα περισσότερα με παραφθορές που τα έκαναν ακατανόητα και μαζί ανακάτευε και επιφωνήσεις σχετικές με αναμνήσεις του από περασμένα πασχαλινά του γλέντια, ενώ συνεχώς εσταυροκοπείτο και ευλογούσε τα πρόβατα του.
Αργά αργά, ανάμεσα στα βράχια και στους θάμνους, σιωπηλοί είχαμε πλησιάσει ώστε να μη μας διαφύγει ούτε λέξη από την περίεργη προσευχή του τόσο συμπαθητικού και απλού αυτού χριστιανού. Και έτσι ακούαμε: “Την Ανάσταση σου Χριστέ Σώτη… άγγελοι κουνούσιν εν ουρανοί… Αναστάσης ο Χριστός από του τάφου…” (και διέκοπτε για να επιβάλει σιωπή στους γρυλισμούς του σκυλιού).
– Σώπα μωρέ, άδικο να σου δώσει καταραμένε, και λειτουργία γίνεται! (και εσυνέχιζε)
Ανάσταση Χριστού περασάμενος… Ιησούς ο μόνος αναμάρτητος… Τον Σταυρόν σου προσκυνούμεν Δέσποτα.. (μπέε, έκαμνε άξαφνα ο διπλανός του τράγος).
– Ιντά ‘χεις εδά κι η αφεδιά σου τέθοια ώρα; Κεδιά (σιωπή) να σε κόψει, δε θωρείς πώς λειτουργώ;
Σε λίγο οι καμπάνες των διπλανών χωριών εχτυπούσαν χαρούμενα και απόμακροι κρότοι τουφεκοβολισμών έφτασαν και εκεί πάνω. “Ο Χριστός είχε αναστηθεί!”. Εις το άκουσμα των πυροβολισμών και των κωδωνοκρουσιών, η σκηνή μας άλλαξε κατά απροσδόκητο τρόπο. Ο προσευχόμενος άφηκε το θυμιατήρι και παίζοντας ένα πήδημα όπως θα έκανε και στο χορό άρχισε με όλη τη δύναμη του στήθους του να ψέλνει το “Χριστός ανέστη” κουνώντας το κερί του και πετώντας διάφορα σπασμένα πήλινα αγγεία που είχε σωρέψει γύρω του εδώ κι εκεί που καθώς σπούσαν έκαναν ένα διαβολεμένο κρότο που αντηλαλιώταν στην ησυχία της ερημιάς. Μ’ αυτόν τον τρόπο αντικαταστούσε τα βαρελότα και τους τουφεκοβολισμούς τους γιορτάσιμους. Γα πρόβατα με τους απροσδόκητους αυτούς θορύβους εσκόρπισαν και ο μαντρόσκυλος ούρλιαζε αγριεμένος, κοιτάζοντας κατά το μέρος που είμαστε κρυμμένοι… “Αναστήτω ο θεός και σκορπισθείτε κι εσείς μωρέ, και του Θεού πλάσματα είστε…” Και δος του και πετούσε τις σπασμένες γλάστρες σε όλα τα σημεία… ήτανε τόση η χαρά του, τόσος ο ενθουσιασμός του για την Ανάσταση του Κυρίου, που δεν θυμούμαι να έχω ιδεί ποτέ μεγαλύτερη θρησκευτική χαρά…
Μετά πρόχειρο συνεννόηση η παρέα όλη αποφασίσαμε να παρουσιαστούμε και όλοι μαζί του φωνάξαμε:
– Χριστός ανέστη, κουμπάρε.
– Αληθώς ανέστη ο Κύριος, είπε και έτρεξε κοντά μας.
Ήτανε ένας θεόψηλος άντρας ως 25 χρονών, πλατύστερνος με τεράστιες πλάτες, που η φωνή του καθώς μας μιλούσε αντιβοούσε στις γύρω λαγκαδιές.
– Εχάσαμε τη στράτα, εσυνέχισε ο ένας από μας και δεν επροφτάσαμε να πάμε στο χωριό να κάμουμε εκειά Ανάσταση.
– Ο Θεός τάφερε “δεξιά”, είπε ο τσοπάνος γελώντας, νάρθετε κατά το κονάκι μου απόψε να κάμω κι εγώ Λαμπρή μαζί σας, αλλιώς ήθελα νάμαι μοναχός! Καλώς ήρθατε! Καλώς εκοπιάζετε! Πάμε στο μιτάτο παρακαλώ και πράμα δε θα μάσε λείψει.
Και αληθινά τίποτε δεν έλειψε από ένα πλούσιο τραπέζι που μας έστρωσε από τα κόκκινα αυγά και τον οβελία που ψήσαμε όλοι μαζί, ως τα παχύτατα γαλακτερά που άφθονα, ακατάπαυστα, μας κουβαλούσε…
Είναι το Πάσχα που πάντα θα θυμούμαι και για την απρόοπτη περιπέτεια μα προπάντων για την εντύπωση που μ’ αφήκε η απλοϊκή προσευχή του αγνού αυτού νέου εκεί πάνω στις κορφές που έφτανε ασφαλώς σαν ο καλύτερος λιβανωτός στο θρόνο του Υψίστου».
Γραμμένο από τον αλησμόνητο λογοτέχνη Γ. Καφετζάκη – Μαράντη και δημοσιευμένο στο τεύχος της “Κρητικής Πρωτοχρονιάς” – 1961, και ς το βιβλίο του Αντώνη Πλυμάκη “Κούμοι – Μιτάτα και βοσκοί στα Λευκά Όρη”.
(Σημ.: Την περίοδο της αφηγήσεως στα ορεινά χωριά που αναφέρονται, δεν έφθανε αμαξιτός δρόμος, για τον λόγο αυτό πεζοπορούσαν ως αυτά).