Η μαύρη πέτρα δεν μπορεί να λάμψει σαν την άσπρη
όσο κι αν θα τη λούσει φως, το χρώμα της δεν αλλάζει,
μοιάζει ωσάν το ψεύτικο, την ώρα πόνου, δάκρυ
και σαν το μαύρο πρόβατο μες στ’ άσπρα θα φαντάζει.
Του ήλιου το φως ανέσπερο θα λάμπει στους αιώνες
μα κι ο χρυσός αν θα βρεθεί μες στα θολά νερά
δεν θα θαμπώσει η λάμψη του κι αιώνια οι ανεμώνες
θα προμηνούν την Άνοιξη και την καλοκαιριά.
Κι ο σταυραετός στις καταχνιές περήφανος θα πετάει
δεν τον τρομάζουν οι βροντές μήτε κι οι αστραπές,
στ’ άγριο κύμα αγέρωχος κι ο γλάρος θα χιμάει
γιατί είναι αναντίρρητες του Πλάστη οι προσταγές!
Όσο ψηλά κι αν ανεβεί σέρνοντας ο χοχλιός
για να πετάξει δεν μπορεί, δεν έχει τα φτερά,
μήτε στην παγωνιά μπορεί ο αδύναμος φλοιός
θα ξεραθεί και θα γενεί των ακριδών βορά.
Κανείς δεν ξέρει γιατί ο Θεός τα δώρα που χαρίζει
από άνθρωπο σε άνθρωπο να έχουν διαφορά,
την ευωδία των λουλουδιών γιατί την ξεχωρίζει
κι άλλα βοτάνια είναι γλυκά κι άλλα πολύ πικρά!