Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Η Λαογραφία μέσω της επιστημονικής της εξέλιξης

Συχνά ακούμε, διαβάζουμε και χρησιμοποιούμε τους όρους Λαογραφικός όμιλος, λαογραφική έρευνα, λαογραφικά στοιχεία κ.ο.κ. Τι είναι όμως Λαογραφία, είναι επιστήμη, αποτελεί διακριτό επιστημονικό κλάδο των ανθρωπιστικών επιστημών, ποιο το επιστημονικό της αντικείμενο, υπάρχει για την σύγχρονη Λαογραφία επί της ουσίας αντικείμενο έρευνας στον πολυσύνθετο κόσμο που ζούμε;

Στο δοκίμιο που παρουσιάζουμε, επιχειρούμε να αναλύσουμε τους παράγοντες και τα συμφραζόμενα, που συνέτειναν στην συγκρότηση της ελληνικής λαογραφίας ως «εθνικής επιστήμης», μέσω των επιρροών που δέχθηκε από τα τεκταινόμενα στις ευρωπαϊκές λαογραφίες στην διάρκεια του 19ου αιώνα. Επίσης εστιάζουμε στο φάσμα των αιτίων που επαναπροσανατόλισαν την λαογραφία στα μεταπολεμικά χρόνια και έθεσαν σε νέα βάση τις δομικές της έννοιες.

Η συγκρότηση της λαογραφίας ως ΄΄εθνικής επιστήμης΄΄, στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Η «ελληνική λαογραφία» εισάγεται ως όρος από τον πρωτοπόρο Νικόλαο Πολίτη το μακρινό 1884, αποδίδοντας τον διεθνή όρο folklore που σημαίνει την «γνώση που φέρει ο λαός». Ο γερμανικός όρος volkskunde διαφοροποιούμενος, εκφράζει αντίστοιχα «την γνώση μας για τον λαό». Η αγγλοσαξονική αντίληψη για τις λαογραφικές σπουδές φωτίζει τις εκδηλώσεις του λαϊκού βίου και την προφορική λογοτεχνία, η γερμανική σχολή αντίστοιχα επικεντρώνεται, σε αυτόν καθ΄αυτόν τον λαϊκό βίο και κατ΄επέκταση στον ίδιο το λαό, στοχεύοντας στην ανακάλυψη και ανάδειξη των ξεχωριστών, ιδιαίτερων, και μοναδικών χαρακτηριστικών του λαού.(Δ.Τζάκης. ΕΑΠ2002. σελ. 23.)
Ποιοι όμως ήταν οι παράγοντες, οι φιλοσοφικές αναζητήσεις, τα ιδεολογικά ρεύματα στην Ευρώπη, που επηρέασαν και καθόρισαν την διαμόρφωση της λαογραφίας ως διακριτό επιστημονικό κλάδο; Τον 19ο αι. η Ευρώπη διατρέχεται από το ιδεολογικό ρεύμα του Ρομαντισμού ως αντίδραση – απάντηση στις φιλοσοφικές παραδοχές του Διαφωτισμού που γέννησε η Γαλλική επανάσταση. Ο Ρομαντισμός στην Γερμανία αποκτά εθνοκεντρικό πρόσημο και πρωταγωνιστεί στον πνευματικό βίο και στις κυρίαρχες πολιτικές αντιλήψεις, μέχρι τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο. Η λαογραφία αυτής της εθνοκεντρικής και «ταπεινωμένης» Γερμανίας γέννημα του Ρομαντικού κινήματος, ορίζεται και εκφράζει την ρομαντική έννοια του έθνους. Και ενώ η έννοια του έθνους εκδηλώνεται ως αξία στους χρόνους της Γαλλικής επανάστασης, επηρεάζει βαθύτατα την θέαση του εθνισμού που ριζώνει και γιγαντώνεται στην Ευρώπη του 19ου αιώνα.
Στην Γερμανία ή έννοια του έθνους, μέσω της αντίληψης του εθνικού κράτους – οργανισμού, αναδύεται ήδη από τα χρόνια των Ναπολεόντειων πολέμων, στην βάση της φυλετικής συνείδησης , το «λαϊκό αίσθημα» μιας κοινότητας – εθνότητας(volkstrum). Την εθνότητα αυτή συνέχουν και ορίζουν τα στοιχεία της γλώσσας, της συνοίκησης, της θρησκευτικής πίστης, τα έθιμα, οι δοξασίες, οι παραδόσεις, μέσω των οποίων συγκροτείται μια ιστορική οντότητα. Καθίσταται έκδηλη η προσήλωση της γερμανικής λαογραφίας στην έννοια της εθνότητας – έθνους μέσα από την προβολή της «λαϊκής ψυχής» και της εξιδανίκευσης του παρελθόντος.( Άλκη Κυριακίδου. ΕΑΠ.2008. σελ. 19,20)
Αυτή η υπεριστορική «ψυχή του λαού», η αρχέγονη δύναμη/ουσία στην αντίληψη της γερμανικής λαογραφίας, συνιστά την αναλλοίωτη και γνήσια έκφραση του λαού – έθνους. Αυτή η πρωτόλεια/κινητήρια δύναμη, εντοπίζεται μέσω των εκδηλώσεων της, στις παραδοσιακές εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού και στο πεδίο που αυτές ευρίσκονται και δρουν, στους χώρους που παράγεται και εκδηλώνεται ο αγροτικός πολιτισμός.
Έτσι γεννάται η λαογραφία ως επιστήμη, γέννημα του γερμανικού Ρομαντισμού, στοχεύοντας στην εθνική αυτοσυνείδηση και διαμορφώνεται έτσι ως «εθνική επιστήμη» ανάδειξης της αυθεντικής, καθαρής, αναλλοίωτης ουσίας του γερμανικού έθνους/λαού. Μέσα από το φάσμα του γερμανικού Ρομαντισμού, η έννοια του έθνους διαπερνά την πολιτική εξουσία και προβάλλεται στο κράτος με την ανάδειξη της εθνικής ομοιογένειας – καθαρότητας, και εκφράζει την «ψυχή του λαού». Στόχευση λοιπόν της διακριτής «εθνικής επιστήμης» είναι η στράτευσή της στην διάπλαση και χειραγώγηση του έθνους/λαού.(Δ.Τζάκης.ΕΑΠ2002. σελ. 30,31.)
Ενώ η γερμανική λαογραφία προβάλει την εθνική καθαρότητα μέσω της φυλετικής ομοιογένειας, και την υπερβατική «ψυχή του έθνους» δια των αναζητήσεων στο παρελθόν και στις αγροτικές παραδόσεις, οι αλλαγές μέσα από την διάχυση του Διαφωτισμού σε Γαλλία και Αγγλία, είχαν δημιουργήσει διαφορετικές προσλαμβάνουσες στην αντίληψη για τον παραδοσιακό πολιτισμό. Η εμφάνιση της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, δημιουργεί νέες αντιλήψεις για την μελέτη του ανθρώπινου βίου και επηρεάζει βαθύτατα τις κοινωνικές επιστήμες. Σε αυτές τις συνθήκες επηρέασε την λαογραφική σκέψη και η θεωρία του Άγγλου Ε. Τylor, που εστιάζει στα επιβιώματα, ως στοιχεία των προηγούμενων φάσεων εξέλιξης, που επιβιώνουν στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, στους αγροτικούς πληθυσμούς. Αυτή η διαφορετική λαογραφική αντίληψη δεν παγιδεύεται στην έρευνα του παρελθόντος, αλλά προσανατολίζεται στην εύρεση των κανόνων που ορίζουν την εξέλιξη των πολιτισμών, με στόχο την πρόοδο και άνοδο των λαών στο επίπεδο του δυτικού πολιτισμού.(Δ.Τζάκης.ΕΑΠ2002. σελ. 32,33.)

Την αφετηρία της λαογραφικής έρευνας στην Ελλάδα των μετεπαναστατικών χρόνων, καθόρισε η εμφάνιση της «επώδυνης» θεωρίας του ιστορικού Φαλλμεράιερ. Η ανάγκη αντίκρουσης της «προσβλητικής» για τους Έλληνες θεωρίας, που αποδομούσε το εθνικό αφήγημα μιας αρχαιοελληνικής καταγωγής, κινητοποιούσε την προτεραιότητα τεκμηριωμένης απάντησης, για την ιστορική διαχρονία του ελληνισμού. Αυτή η εθνική ανάγκη για τεκμηριωμένη απάντηση, απαιτούσε την συγκρότηση μιας εθνικής ιστορίας, με την αρωγή μιας «εθνικής επιστήμης» τεκμηρίωσης , της λαογραφίας ως «εθνικής επιστήμης». (Δ.Τζάκης.ΕΑΠ2002. σελ. 35.) Αυτός ο εθνικός σκοπός της τεκμηρίωσης μιας διαχρονικής εθνικής συνέχειας, έστρεψε τον γεννήτορα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη, στην χρήση της συγκριτικής μεθόδου του Tylor, στην χρησιμοποίηση των επιβιωμάτων του αγροτικού πολιτισμού μονοσήμαντα κα με έκδηλη σκοπιμότητα, προκειμένου να στηρίξει την ιστορική καταγωγή των νεοελλήνων από τους αρχαίους «προγόνους».(Δ.Τζάκης.ΕΑΠ2002. σελ. 33.)

Έτσι αυθαίρετα, τα επιβιώματα, εργαλειοποιούνται και επιλέγονται τελικά μόνον εκείνα, τα οποία εξυπηρετούν στην τεκμηρίωση της εθνικής/φυλετικής συνέχειας των Ελλήνων. Η υπηρέτηση αυτής της σκοπιμότητας, αναδεικνύει την συναντίληψη με την γερμανική ρομαντική σχολή και φανερώνει την ημέτερη ιδιομορφία. Όπως η γερμανική λαογραφία έτσι και η ελληνική, συγκροτείται ως «εθνική επιστήμη» προκειμένου να φωτίσει την έννοια του έθνους και συγκεκριμένα την απόδειξη της εθνικής ιστορικής συνέχειας. Ήταν μονόδρομος, η ουσία της ελληνικής εθνικής ταυτότητας θα αναζητιόνταν στα επιβιώματα εκείνα που έδειχναν τις όψεις του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.(Δ.Τζάκης.ΕΑΠ2002. σελ. 34.)
Το επιστημονικό υπόδειγμα υπήρχε και ήταν της γερμανικής λαογραφίας, με πρόσημο καθαρά εθνοκεντρικό, προκειμένου να απαντηθεί ο Fallmerayer. Ταυτόχρονα η γερμανική ρομαντική αντίληψη για το έθνος/λαό δικαιώνονταν στην ανάδειξη της φυλετικής ομοιογένειας, που οι Έλληνες διανοητές απαντούσαν σχετικά με την καταγωγή και αδιάλειπτη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Ως μήτρα των τεκμηρίων επιλέχθηκε ο αγροτικός πολιτισμός και τα επιβιώματα που περιείχε, για να «εξυπηρετηθεί» η τεκμηρίωση.(Άλκη Κυριακίδου. ΕΑΠ.2008. σελ. 21.) Η στοίχιση, στην αφετηρία της ελληνικής λαογραφίας με την ρομαντική έννοια του έθνους, μας υποχρεώνει να αναζητήσουμε και τις πιθανές αποκλίσεις από το γερμανικό υπόδειγμα. Η ελληνική ιδιομορφία έγκειται, στην διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης αιώνες πριν την εμφάνιση του ευρωπαϊκού Ρομαντισμού. Επίσης η ελληνική εθνική αναβίωση ταυτίζεται με την εμφάνιση του ελληνικού Διαφωτισμού, στους βηματισμούς του γαλλικού Διαφωτισμού. Εδώ όμως προκύπτει ένα ασυμβίβαστο/ιστορικό παράδοξο. Στον ελλαδικό χώρο η έννοια του έθνους πραγματώνεται διά του Ρομαντισμού ενώ το πνευματικό όχημα του νέου ελληνισμού είναι ο Διαφωτισμός. Πως λοιπόν ο ημέτερος Διαφωτισμός υπερέβη τα ασυμβίβαστα; Από τον Διαφωτισμό αγνοήθηκε η εξελικτική/υπερεθνική του στόχευση και επιλέχθηκε η Ρομαντική θέαση της Ιστορίας.( Άλκη Κυριακίδου. ΕΑΠ.2008. σελ. 31.)

Μέσα σ αυτές τις ιστορικές συνθήκες και τις ιδεολογικές σκοπιμότητες, η ελληνική λαογραφία δομείται ως εθνική επιστήμη και στρατεύεται, στην απόδειξη της αρχαιοελληνικής καταγωγής και της συνέχειας του ελληνισμού. Εργαλείο απόδειξης θεωρήθηκε ο αγροτικός παραδοσιακός πολιτισμός και στόχος της οι έρευνα των εκφάνσεων του παραδοσιακού βίου. Ο θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαος Πολίτης πρωταγωνιστεί στην αναζήτηση τεκμηρίων των «εγκαταλελειμμάτων», επιβιώσεων που αποτελούν τον μίτο με την ελληνική αρχαιότητα. Αφιερώθηκε στην συλλογή και μελέτη των «ζώντων μνημείων» του λαϊκού πολιτισμού. Παρά το γεγονός ότι στηρίζεται στο γερμανικό υπόδειγμα, επικεντρώνεται στις εκδηλώσεις του παραδοσιακού πολιτισμού. Κυριαρχούν οι εθνικές σκοπιμότητες και θεωρείται παραδοσιακό, ότι συνδέει το νεότερο βίο με την ελληνική αρχαιότητα.

Στις ίδιες ορίζουσες ο Στίλπων Κυριακίδης στον μεσοπόλεμο, ερευνά τον παραδοσιακό πολιτισμό και θεωρεί «εθνικές ψυχικές δυνάμεις», εκείνες που ορίζουν τον ελληνικό πολιτισμό στη διαχρονία του. Στοχεύει στη λαογραφική μελέτη του λαού/έθνους. Ευδιάκριτος είναι ο εναγκαλισμός του με την γερμανική σχολή, ταυτίζει τον παραδοσιακό με τον εθνικό πολιτισμό. Στις ίδιες κατευθύνσεις πορεύθηκε και ο Γ. Μέγας, μαθητής του Πολίτη. Εμβάθυνε στην επιστημονική οργάνωση της λαογραφίας με νέα μεθοδολογικά εργαλεία. Εισηγήθηκε την κατάταξη της λαογραφικής ύλης σε α) υλικό, β) πνευματικό και γ) κοινωνικό βίο.(Δ. Τζάκης. ΕΑΠ. 2002. σελ. 37, 38.)
Η εξέλιξη και ο επαναπροσδιορισμός
της ελληνικής λαογραφίας μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο.
Μετά τον Β΄παγκόσμιο πόλεμο επέρχονται καταλυτικές αλλαγές στην θέαση των δομικών εννοιών της επιστήμης της λαογραφίας στην Ευρώπη και στην χώρα μας. Οι οδυνηρές, τραγικές επιπτώσεις που προκάλεσαν οι εθνικιστικές, ολοκληρωτικές ιδεολογικές εκτροπές, έπρεπε να στρέψουν την ιστορική θέαση σε άλλους ορίζοντες, μακριά από τους επώδυνους μαρτυρικούς δρόμους, που δημιούργησε η σκοπιμότητα εξυπηρέτησης του εθνοκεντρικού αφηγήματος που αιματοκύλισε τον κόσμο. Παύει πλέον να θεωρείται ο παραδοσιακός πολιτισμός, μια στατική συνιστώσα και ανακαλύπτεται η δυναμικότητα του, η ευρύτητά του, η πολυχρωμία του καθώς και η αλληλεπίδρασή του εντός των κοινωνικών αρμών, μέσα από την δυναμική ετερότητα και την πολυμορφία του. Οι νέες ιστορικές πραγματικότητες διαχωρίζουν τις έννοιες του έθνους και λαού. Η νέες αντιλήψεις καθιστούν τον λαό έννοια κοινωνική και το έθνος υπεριστορική.(Δ. Τζάκης. ΕΑΠ. 2002. σελ. 24, 25.)

Έκτοτε ο λαός της λαογραφίας διαφοροποιείται από την έννοια του έθνους. Πλέον ο «κοινός» λαός, δεν νοείται ως το όχημα της συλλογικής μνήμης και του παραδοσιακού πολιτισμού, «λαός» άρρηκτα συνδεδεμένος με τις έννοιες του έθνους στο φάσμα της εθνοκεντρικής ιδεολογίας.(Ε. Ντάτση. ΕΑΠ. 2008. σελ. 42.) Ο λαός της λαογραφίας μεταπολεμικά, δεν αντιμετωπίζεται ως μια «απλωτή επιφάνεια», αλλά εξετάζεται ως το σύνολο του πληθυσμού εντός των κρατικών ορίων, πέρα από κοινωνική τάξη.(Ε. Αυδίκος.2009. σελ. 317.)
Η ελληνική λαογραφία μέσα από τις επιπτώσεις των διεθνών μεταβολών είχε χρέος να ανταποκριθεί με αξιοπιστία στις νέες επιστημονικές θεάσεις, που καθόριζαν τα μεταπολεμικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα. Οι προηγούμενες εθνοκεντρικές αντιλήψεις περί ομοιογένειας του παραδοσιακού πολιτισμού είχαν περιθωριοποιηθεί. Πλέον πρωταγωνιστούσε η αντίληψη της ετερότητας του αγροτικού και του αστικού χώρου/πεδίου. Αναπτύσσεται έτσι η αστική λαογραφία ενώ οι ερευνητές επικεντρώθηκαν στις μειονοτικές ομάδες/μειονότητες με γλωσσικό, θρησκευτικό, κοινωνικό πρόσημο και στις υποπολιτισμικές ομάδες. Έτσι με την επικράτηση νέων αναζητήσεων των νεότερων λαογράφων επήλθε η μεθοδολογική αναμόρφωση και θεματολογική ανανέωση της λαογραφίας.(Δ. Τζάκης. ΕΑΠ. 2002. σελ. 26.)

Αυτά συνέβησαν γιατί οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες στην Ελλάδα μεταβάλλονται. Η εκτεταμένη εσωτερική μετανάστευση, η απότομη αστικοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού, η εργασιακή τους ένταξη σε βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες, η συγκρότηση κοινωνικών κυττάρων με ισχυρούς συνεκτικούς δεσμούς και αναφορές στην κοινή επαρχιακή τους προέλευση, παράγουν φαινόμενα πολιτισμικής πολυχρωμίας και διαφορετικότητας στις νέες γειτονιές του αστικού ιστού.

Στον επαναπροσδιορισμό και την ανανέωση της ελληνικής λαογραφίας πρωταγωνίστησαν με το ερευνητικό και ακαδημαϊκό έργο τους οι επιστήμονες: Λουκάτος Δημήτρης, Ήμελλος Στέφανος, Κυριακίδου – Νέστορος Άλκη και ο Μερακλής Μιχάλης. Ο Δ. Λουκάτος εισηγήθηκε με την επιτόπια μελέτη τον «εθνογραφικό τρόπο μελέτης». Εστίασε ταυτόχρονα και στην λαογραφική θεματολογία και έστρεψε τα ερευνητικά της φώτα στον Αστικό χώρο και στα πολιτιστικές πραγματικότητες που συμβαίνουν εκεί. Ο Ήμελλος εισηγείται την χαρτογραφική μέθοδο και επικεντρώνεται στους χώρους/περιοχές εμφάνισης των λαογραφικών φαινομένων. Ιδιαίτερα σημαντική καταγράφεται η προσφορά της Άλκη Κυριακίδου-Νέστορος ως προς την ανασυγκρότηση της επιστήμης της ελληνικής λαογραφίας. Επικέντρωσε την προσοχή της στην δομή της παραδοσιακής κοινωνίας και τις λειτουργίες που προκαλούν οι εκφάνσεις της, σε συνάρτηση με τις κοινωνικές δυνάμεις/ αιτίες που τις πυροδοτούν. Επίσης ασχολήθηκε με την λαογραφία του αστικού χώρου και συνέδεσε την λαογραφία με την λεγόμενη προφορική ιστορία και εργάστηκε με πάθος, στην συλλογή και καταγραφή των βιωματικών μαρτυριών του Μικρασιατικού προσφυγικού ελληνισμού. Με τη σειρά του ο Μιχάλης Μερακλής προσέδωσε νέες διαστάσεις και καινούρια πνοή στην ελληνική λαογραφία. Με καινοτόμες αντιλήψεις προσανατόλισε τις έρευνες του στον αστικό χώρο, μελέτησε τις πολιτισμικές εκφράσεις που δημιουργεί, και προσέδωσε έμφαση στην κοινωνική τους υπόσταση και χαρακτήρα, με στόχο να αποτυπώσει τα φαινόμενα του πολιτισμού στο φάσμα της «κοινωνικής καθολικότητας» που διέπονται.(Δ. Τζάκης. ΕΑΠ. 2002. σελ. 39, 40.)

Επιχειρήσαμε να αναδείξουμε την ενδιαφέρουσα διαδρομή και εξέλιξη της Λαογραφίας ως διακριτής επιστήμης, καθώς και τους ιδεολογικούς και ιστορικούς παράγοντες που την διαμόρφωσαν, όπως και τα νέα δεδομένα που στην συνέχεια την διαφοροποίησαν ως προς τις στοχεύσεις της. Εξηγήσαμε τις ανάγκες και τις σκοπιμότητες στην συγκυρία συγκρότησής της ως εθνικής επιστήμης, προκειμένου να απαντήσει στην αποδόμηση του «εθνικού αφηγήματος» της αδιάρρηκτης συνέχειας του ελληνισμού. Εξηγήσαμε την αλλαγή προσανατολισμού μετά το 1950, υπό το κράτος νέων δεδομένων που προκάλεσαν οι σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που επέφερε η εσωτερική μετανάστευση και αστικοποίηση. Η λαογραφία εργάζεται πλέον με επιστημονικότητα, τεκμηρίωση, σύγχρονες μεθόδους, χωρίς σκοπιμότητες και επικίνδυνους εναγκαλισμούς, στοχεύοντας στην ευρύτερη ανάλυση των στοιχείων, με πολυπαραγοντική έρευνα, καθώς και ευρυγώνια θέαση της πραγματικότητας, των εκφάνσεων της ζωής των κατοίκων της ελληνικής επικράτειας, χωρίς δεσμεύσεις που πιθανόν γεννά η εκάστοτε συγκυρία και εθνική σκοπιμότητα.

*Ο Δημοσθένης Παττακός είναι προϊστάμενος ΚΕΠ Χαλανδρίου

Βιβλιογραφία.
1. Τζάκης, Διονύσης 2002. «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας». Στο: Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης, Μ.Ε. Γιατράκου, Γ. Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. τόμος Α’ (σσ. 21-47). Πάτρα: Ε.Α.Π.
2. Αυδίκος, Ευάγγελος Γρ. 2009. Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφίες, λαϊκοί πολιτισμοί, ταυτότητες Αθήνα: Κριτική, σσ. 316-325.
3. Κυριακίδου Νέστορος, Άλκη 2008. «Η ρομαντική έννοια του έθνους». Στο: Κ. Γκότσης-Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αι.) ΕΑΠ, Πάτρα, σσ. 15-40.
4. Ντάτση, Ευαγγελή 2008, «Ο “λαός” της λαογραφίας. Το ιδεολογικό περιεχόμενο» στο Κ. Γκότσης – Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ός αι.), 2008, σσ. 4


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα