Βράδυ στη Λεωφόρο και τα μαγαζιά κλείνουν. Οι προθήκες των εμπορευμάτων έχουν μαζευτεί από τα πεζοδρόμια· τα ρολά κατεβαίνουν με θόρυβο μπροστά από τις βιτρίνες των καταστημάτων. Ένα-δυο φώτα μένουν αναμμένα για ν’ αποτρέψουν τις ληστείες· και οι άδειες ταμειακές μηχανές αφήνονται μισάνοιχτες έτσι ώστε οι κλέφτες να μην τις σπάσουν χωρίς λόγο.
Τα μπαρ παραμένουν ανοιχτά, το ίδιο και τα καφέ· και τα κωνικά ηχεία πάνω από τις στενές πίστες βρέχουν ρινίσματα μουσικής στα πεζοδρόμια, που είναι μπουκωμένα από ανθρώπους, με τους λαιμούς χωμένους στους γιακάδες και τους ώμους σφιγμένους για να προφυλαχθούν από την τσουχτερή παγωνιά.
Ο Trevanian -ένα από τα πολλά φιλολογικά ψευδώνυμα του Rodney William Whitaker- με ένα κινηματογραφικό τράβελινγκ καλωσορίζει τον αναγνώστη στην καρδιά του Μόντρεαλ, στη Λεωφόρο, λέξη που αναφέρεται σ’ έναν δρόμο και ταυτόχρονα σε μια ολόκληρη περιοχή. Κανείς δεν χρησιμοποιεί το όνομα Μπουλβάρ Σαιν Λωράν. Η Λεωφόρος, που κάποτε αποτελούσε τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο γαλλικό και το αγγλικό Μόντρεαλ, είναι ένας δρόμος εξαθλιωμένος, με μικρά μαγαζιά και χαμηλά ακόμα ενοίκια, που εξακολουθεί να αποτελεί την πρώτη στάση των μεταναστών, ένας προθάλαμος ένταξης.
Ένα νουάρ μυθιστόρημα δύναται, πιστεύω, να αποτελέσει ιδανικό όχημα γνωριμίας του αναγνώστη με τόπους μακρινούς, να λειτουργήσει ως ο σκοτεινός και ρεαλιστικός αντίποδας των λαμπερών και πολλά υποσχόμενων, αλλά μάλλον άψυχων, ταξιδιωτικών οδηγών. Το Μόντρεαλ, λοιπόν, η Μοντρεάλη όπως συνήθιζε να αποκαλεί στην αλληλογραφία του την πόλη του Κεμπέκ ο σπουδαίος Καχτίτσης, πόλη ελάχιστα γνωστή λογοτεχνικά, αποτελεί το σκηνικό στο οποίο ο Trevanian τοποθετεί την ιστορία του. Και ενώ αρχικά η επιλογή του Μόντρεαλ προκαλεί κάποια έκπληξη, στα πλήκτρα της γραφομηχανής του συγγραφέα αναδεικνύεται ιδανική. Η αθωότητά της σε σχέση με τη Νέα Υόρκη για παράδειγμα, με τους ρυθμούς και τις σχέσεις ανάμεσα στους κατοίκους της να ταιριάζουν περισσότερο σε κωμόπολη, ενώ βρισκόμαστε στη χρονική στιγμή κατά την οποία η πόλη γνωρίζει την ανάπτυξη, με όλα τα παρελκόμενα, η στιγμή που για άλλους διαμορφώνει χαρακτήρα ενώ για άλλους τον απολύει, η κυρίαρχη μάχη ανάμεσα στην αγγλική και τη γαλλική ταυτότητα, και η ταυτόχρονη παρουσία πλήθους μεταναστών τόσο από το εσωτερικό της χώρας όσο και από χώρες μακρινές.
Και για να σταθεί ένα νουάρ μυθιστόρημα απαιτείται να υπάρχει ένας -ας τον χαρακτηρίσουμε αρχικά- ενδιαφέρων ντέτεκτιβ, ένας υπαστυνόμος στην προκειμένη περίπτωση, όπως ο Κλωντ Λαπουάντ. Ο Λαπουάντ, που αρνήθηκε να προαχθεί σε αστυνόμο, εδώ και τριάντα χρόνια περιπολεί στη Λεωφόρο, που τη θεωρεί επικράτειά του, νιώθοντας υπεύθυνος για τη διατήρηση της τάξης, υπαστυνόμος μιας άλλης εποχής, που δεν θέλησε να ακολουθήσει τον εκμοντερνισμό των αστυνομικών μεθόδων, σε μια απόπειρα του σώματος να δημιουργήσει έναν πολιτικά ορθότερο χαρακτήρα, με δύσκολο παρελθόν, που τα βράδια, όταν δεν παίζει χαρτιά με τους φίλους του, διαβάζει βιβλία του Ζολά, ένας εν γένει δύσκολος άνθρωπος, με τον οποίο είναι αδύνατο να ταυτιστεί ο αναγνώστης. Άλλωστε ένα σχήμα που θα περιελάμβανε έναν ωραιοποιημένο καλό τιμωρό του εγκλήματος δεν θα λειτουργούσε λογοτεχνικά, αλλά θα παρέπεμπε μάλλον σε κάποιο φυλλάδιο της αστυνομίας, και αυτό είναι κάτι που κάθε καλός συγγραφέας γνωρίζει καλά.
Γύρω από τον Λαπουάντ, ο Trevanian, προσθέτει ένα πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων, απαραίτητων για την πλοκή, της οποίας κεντρικό σημείο αποτελεί η δολοφονία ενός νεαρού Ιταλού μετανάστη, το μαχαιρωμένο πτώμα του οποίου θα βρεθεί σε έναν παρακείμενο σκοτεινό παράδρομο της Λεωφόρου. Η εξιχνίαση του εγκλήματος αποτελεί απλώς την αφορμή, το εύρημα που θα προσδώσει στην ιστορία το απαραίτητο σασπένς και τις κορυφώσεις που χρειάζεται, όμως παράλληλα, τόσο σύγχρονα όσο και αναληπτικά, η ιστορία θα περιβληθεί με δεκάδες επιμέρους επεισόδια, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον Trevanian να μιλήσει για το Μόντρεαλ και τους ανθρώπους του, για το χωνευτήρι πολιτισμών και την αναζήτηση ταυτότητας, το καλό και το κακό, το παλαιό και το μοντέρνο, την ηθική -με τη σχετικότητα και τον υποκειμενισμό της-, για την ανάγκη για αγάπη και για το παρελθόν που αναγκαστικά, όσο και αν δεν το θέλουμε, όσο και αν μας βαραίνει, το κουβαλάμε διαρκώς.