Η ΠΑΛΙΑ ΜΟΥ ΓΕΙΤΟΝΙΑ
Η γειτονιά του παρελθόντος
72 χρονοθίνες σωριάστηκαν στη ζωή μου, στις φυγές του χωροχρόνου. 72 χρονοθίνες με κατάλοιπα αναμνήσεων…Και στο πισωγύρισμα τούτων των αναμνήσεων, η σκέψη στραλιάζει σε κείνη την παλιά μου γειτονιά στο βοσκοχώρι των Σφακίων -στον Άγιο Ιωάννη- στους πρόποδες των Λευκών Ορέων. Γειτονιά βουκόλων με πολυπληθείς οικογένειες, ίδιον τούτο τα χρόνια εκείνα. Τη διάρκεια της ημέρας αντηχούσαν τα γέλια από τα παιχνιδίσματα των μικρών παιδιών ανεξάρτητα από την εποχή και την ώρα της ημέρας, όταν δεν είχαν σχολείο. Μα και σε τούτο πηγαίναμε συντροφιασμένα. Λογής-λογής παιχνίδια απασχολούσαν τα παιδιά κείνης της γειτονιάς. Και σαν έπεφτε το βράδυ, αποσυρόμαστε να παρακολουθούμε τις συζητήσεις των μεγάλων, στην αυλή του σπιτιού του δικού μου ή των γειτόνων. Αποσπερίδες τις λέγανε οι μεγάλοι και μεις παρακολουθούσαμε με ενδιαφέρον τις συζητήσεις που αναφέρονταν στον τελευταίο πόλεμο μα και στον αδελφοκτόνο εμφύλιο, λίγα χρόνια πριν, ή σε κάποια βεντέτα, ιδίωμα και συνήθεια, εκείνων των χρόνων. Μα και στη διάρκεια της ημέρας, αντηχούσαν τα πέταλα των αργαλειών των κοριτσιών, που ΄ύφαιναν τη προίκα τους. Συντροφιασμένοι οι γείτονες κατά ηλικία…
`Ομορφα χρόνια και νοσταλγικά στην ανιστόρησή τους…
δρ Γιάννης Θ. Πολυράκης
Όταν θυμάμαι την παλιά τη γειτονιά μου
Όταν θυμάμαι την παλιά τη γειτονιά μου,
γεμίζει νοσταλγία η καρδιά μου
Γύρω, τριγύρω τα δρομάκι’ αντιλαλούνε,
από τις παιδικές φωνές, που κελαηδούνε
Και σαν αρχίζει, να βραδιάζει η ημέρα,
μαζεύντ’ όλοι, για να πουν μια καλησπέρα
Τόπος συνάντησης η αυλή του πατρικού μου,
λόγια και γέλια με τα’ αστέρια τ’ ουρανού μου
Η μάνα, ο πατέρας, η αδελφή
και τ’ άλλα τα παιδιά, σαν μια ψυχή,
μιλά ο ένας στον άλλον και πειράζει
κι η ώρα αν περνά ,δεν μας νυστάζει
Σκαρώνουμε μια πρόχειρη αυλαία,
κι εμείς οι θεατρίνοι, τι ωραία…
Παράσταση θα δώσουμε μεγάλη
κι ας είν’ οι θεατές μας δυο μεγάλοι
Πάμε μαζί τα γειτονάκια στο σχολειό,
στο μονοπάτι περπατούμε δυο και δυο
Και σαν σχολάσουμε, κρυφτό, κυνηγητό,
μα με το φως του λυχναριού το διαβαστό
Δεν είχαμε ΤιΒι και ταμπλετάκια,
Στο ράδιο μόνο λίγα τραγουδάκια,
Μα ήμασταν αγνοί κι ευτυχισμένοι
Και πάν’ απ’ όλα, σαν αδέρφια αγαπημένοι
Μαρία Βογιατζάκη Ντούζα
Η παλιά μου γειτονιά
Στο μυαλό μου μένει πάντα, η παλιά μου γειτονιά
και μυρίζομαι λεβάντα, σαν κινώ απ΄ τα Χανιά.
Μια επίσκεψη της κάνω, τη βδομάδα μια φορά
και το δρόμο μπροστά βάνω, ταπεινά και χαλαρά.
Μού ΄χει γίνει πια συνήθεια, που να κόψω δεν μπορώ,
σας μιλώ την πάσ΄ αλήθεια, κι όσο ζω θα την τηρώ.
Γιατί έχω αναμνήσεις , απ΄ την γειτονιά αυτή
και καθημερνές οχλήσεις, που μου σέρνουνε τ΄ αφτί.
Απ΄ τα βήματα τα πρώτα και από την κατοχή,
θύμισες μου θέτουν νότα και ας πέφτει και … βροχή.
Και χειμώνες καλοκαίρια, έρχομαι εις το χωριό,
εις τα παιδικά λημέρια, και σαν έρθω δεν ξαργώ.
Βόλτες κάνω κάθε τόσο, στ΄ αμπελάκι και σ΄τσ΄ ελιές,
τον καιρό μου να σκοτώσω κι όχι δύσκολες δουλειές.
Κι όταν γίνονται τα φρούτα, ωριμάζουν δηλαδή,
τσάντες κόβω από τούτα κι αλαφρώνει το κλαδί.
Σε αυτή την ηλικία, των ογδόντα και ετών,
θεωρώ πως είν΄ βλακεία, το σκαπέτι να κρατώ.
Η ανάμνηση που μένει, στου μυαλού την οροφή.
είναι πάντοτε δεμένη, με της μνήμης την τροφή.
Εννιαχωριανός
“Αρώματα γιασεμιού”
Ένα ζωντανό κύτταρο η κάθε γειτονιά του κόσμου! Η ανάγκη για επικοινωνία, μας ωθεί να βγούμε έξω, να συναντηθουμε με φίλους, με γνωστούς, μα και με άγνωστους. Και ποιος δεν έχει απολαύσει μια ψιλοκουβεντουλα στο πιο πλατύ σημείο της περιοχής του ή ακόμη και μπροστά στα σκαλοπάτια των εισόδων. Παλαιότερα, αυτοί οι χώροι ήταν γεμάτοι με λουλούδια, σε κάθε μορφής γάστρας και ακουμπησμενα στους τοίχους των σπιτιών, σκορπουσαν τη δροσιά και τα αρώματα τους. Σε κάποιες γωνίες τα γιασεμιά, να παλεύουν να γαντζωθουν προς τα πάνω και όσα βρισκόταν σε μπαλκόνια, αποκρεμιονουσαν να κατέβουν, τεντωνοντας τους ολανθιστους βλαστούς, θέλοντας και αυτά να είναι μέρος της παρέας. Εκεί σε ένα τέτοιο σημείο, όλα τα θέματα που είχαν οι γείτονες, λυνόταν πιο γρήγορα με την κουβέντα. Τα παιδιά να κάνουν συνεχώς κυκλους, να φωνάζουν, να παίζουν. Κάθε τόσο ακούγονταν μικροδιαφορες και παράπονα. Να! σαν να τα ακούω και τώρα! “ήταν γκολ”, “όχι δεν ήταν” “κάνεις χλετζιες” η “πάτησες τη γραμμή, χάνεις”, αν επρόκειτο για το παιχνίδι ‘κουτσό’. Σε κάποιες γειτονιές υπήρχε μόνιμα χαραγμένο το σχέδιο για κουτσό η από κιμωλία η στο χώμα, που σε αυτήν την περίπτωση, από τα πολλά πατήματα και με την επαναλαμβανόμενη χάραξη των ορίων, φαινόταν σαν να είναι χωμένο στο έδαφος το σχήμα του. Που και που να ακούγονται αχνες μελωδιες από κάποιο ραδιόφωνο! Στην παλιά μας γειτονιά, δε μοσχομυριζε μόνο το γιασεμί και ο βασιλικός που ήταν πολύ δημοφιλή λουλούδια, μα και τα σπίτια μοσχοβολουσαν. Κάθε τόσο κάποιος από την παρέα έφερνε κέρασμα. Πότε καλλιτσουνακια, πότε φρεσκοψημενα κουλουράκια και άλλοτε φρούτα από τα δικά τους δέντρα. Σε αυτές τις παρεουλες, φαινομενικά μπορεί να πει κανείς ότι είχαν χαμηλες προσδοκίες. Όμως όχι! Υπήρχε συναισθηματική πληρότητα, γιατί μπορούσαν να που και να ακούσουν αστεία. Μπορούσαν να εξομολογηθουν τον πόνο και το πρόβλημα τους. Να πουν τις ανησυχιες τους και αυτομάτως όλοι οι άλλοι, είχαν να δώσουν μια λύση, μια ιδέα, έναν καλό λόγο. Πιο αργά, ίσως να κατέφθανε ένας δίσκος με σφινακια γεμάτα λικέρ η ρακί που είχαν φτιάξει οι ίδιοι. Αυτό μάλλον ήταν η συνταγή της αποθεραπείας τους! Αυτές οι συναντήσεις, ήταν ένα ραντεβού σιωπηλά δοσμένο σε καθημερινή βάση, που όλοι το περίμεναν. Κοιλουσαν έτσι κάποιες ώρες, όμορφα και απλά. Κάπου εκεί έξω και τώρα ίσως να υπάρχουν άνθρωποι έτοιμοι να ανταλλάξουν μαζί μας δύο αισιόδοξες κουβέντες. Μήπως να κοιτάξουμε φιλικά τριγύρω;
Μαίρη Σκαμνάκη (Κουτρούλη)
Η παλιά μας γειτονιά
Θεωρώ πως η μόνη πατρίδα είναι τα παιδικά μας χρόνια. Όπου κι αν βρεθούμε στην πορεία της ζωής μας πάντα ανατρέχουμε νοσταλγικά στην παλιά στην πρώτη γειτονιά μας, Παιδικά – Εφηβικά χρόνια. Είναι έντονα καταγεγραμμένα στη μνήμη μας.
Προσωπικά είχα την τύχη να γεννηθώ και να μεγαλώσω σε φτωχό χωριό της Θεσσαλίας. Μπορώ να πω ότι το ωραιότερο κομμάτι της ζωής μου ως τώρα είναι τα παιδικά μου χρόνια, η πρώτη μου γειτονιά. Οι γείτονες μονιασμένοι, εμείς τα παιδιά αδελφωμένα.
Παιχνίδι! Παιχνίδι! Ξενοιασιά, χαρά είναι οι μνήμες μου. Τα παιχνίδια μας αυτοσχέδια. Κλέφτες κι αστυνόμοι, κρυφτό, κυνηγητό, κουτσό, μηλαρόνια και πολλά άλλα αυτοσχέδια ήταν τα παιχνίδια μας.
Η επαφή μας με τη φύση άμεση. Σε κάθε σπίτι υπήρχαν ζώα, γαϊδουράκια, κατσικάκια, σκυλιά, γατιά, κότες κ.ά.. Φρούτα και λαχανικά άφθονα.
Δεν υπήρχαν κοινωνικές διακρίσεις. Δεν ξέραμε πως είναι να έχεις. Αρκούμασταν στα ελάχιστα που είχαμε. Η φτώχεια και η στέρηση δεν με θλίβει γιατί έμαθα την απλότητα και τη λιτότητα.
Δεν είχε εισβάλει η τεχνολογία και ο καταναλωτισμός γι΄ αυτό.
Και κάθε που έχουμε την ευκαιρία επιστρέφουμε στην παλιά μας γειτονιά, φρεσκάρουμε τις μνήμες μας και αναβιώνουμε με κάθε τρόπο και φαντασία τα παιχνίδια ήθη και έθιμα. Έχουμε ανάγκη το συναίσθημα, τη συγκίνηση και τη χαρά.
Γιατί… οι άνθρωποι χωρίς μνήμες και φαντασία αποκτηνώνονται.
Νανά Μπακόλα
Παλιές, αξέχαστες γειτονιές…
Με τα σπιτάκια τους κολλητά το ένα στο άλλο, με τα στενά τους καλντερίμια να διακλαδώνονται και ν’ ανηφορίζουν στο βουνό, με τη συνεχή βοή των παιδιών που έπαιζαν έξω απ’ τα σπίτια, με τον πατέρα να γυρίζει το δειλινό απ’ τα χωράφια, με το καλάθι του γεμάτο φρούτα που τα μοίραζε από πόρτα σε πόρτα! Στη μικρή μας πόλη, στο χωριουδάκι μας, εκεί όπου ο νιός του πάνω δρόμου ερωτευόταν και παντρευόταν τη κοπελιά του κάτω σοκακιού, έσμιγαν τα δρομάκια, και γινόταν ένα σώμα και μια ψυχή οι κοινοί παππούδες, οι συμπέθεροι, οι θείες, οι θείοι, και βέβαια τα πολλά ανίψια που γέμιζαν τα σοκάκια και χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Από κοντά κι οι καλοί γείτονες που γινόταν νονοί, κουμπάροι και φίλοι μια ζωή… Στη παλιά μας γειτονιά, όπου έκαναν γύρο οι τηγανίτες της γιαγιάς, οι λουκουμάδες της νονάς η ζεστή σουπίτσα της γειτόνισσας, αλλά και το φρέσκο ψημένο φραντζολάκι με το πετιμέζι επάνω, που σου ερχόταν στο χέρι απ’ το πουθενά!
Εκεί όπου η χαρά κι η λύπη μοιραζόταν, κι η ανήμπορη γιαγιά δεν έμενε ούτε στιγμή μόνη, μια που όλο και κάποιο χέρι αγαπημένο θ’ απλωνόταν να της προσφέρει τα χρειαζούμενα… Πώς να μη τρέχει ο νους στις παλιές μας γειτονιές με τις ξεκλείδωτες πόρτες που δεχόταν τον καθένα! Πώς να μην νοσταλγείς τα μέρη όπου μεγάλωσες, τα γεμάτα φιλικές παρουσίες, φωνές παρηγορητικές κι ανοιχτές αγκαλιές;