Συμπληρώθηκαν πρόσφατα 119 χρόνια από τη μάχη της Αλμυρίδας Αποκορώνου η οποία είχε λάβει χώρα από 30 Ιουνίου έως 4 Ιουλίου 1896 και αποτέλεσε την τελευταία μάχη κατά των Τούρκων στον Αποκόρωνα.
Προηγήθηκε η πολιορκία του Βάμου η οποία διήρκησε επί 15/νθήμερο και κατέληξε στη σκληρή και φονική μάχη των Μαμουνιανών της 18ης Μαΐου 1896.
Η μάχη του Βάμου χαρακτηρίστηκε από τις “πεισματωδέστερες” και “φονικότερες” μάχες της Κρήτης. Και είχε πολλές ανθρώπινες θυσίες και καταστροφές των σπιτιών των Χριστιανών τόσο στον Βάμο όσο και στα γύρω χωριά. Ο τουρκικός στρατός παρέμενε και περιορίστηκε έκτοτε εντός του χωριού των Καλυβών, που απετέλεσαν τη βάση στάθμευσής του διότι πείσθηκαν ότι «…η περαιτέρω εν Βάμω διαμονή τους θ’ απέβαινεν αφεύκτως εις τέλειον όλεθρόν τους».
Επί ένα χρονικό διάστημα, δεν τολμούσε να βγει έξω από το χωριό. Μετά από λίγο καιρό, όμως, και συγκεκριμένα στις 30 Ιουνίου, το τουρκικό πολεμικό πλοίο “Καπλάν” κυνήγησε κάποιο χριστιανικό πλοιάριο που μετέφερε αλάτι και αυτό για να σωθεί κατέφυγε στο λιμανάκι της Αλμυρίδας. Επειδή, εκεί, τα νερά της θάλασσας είναι αβαθή δεν μπορούσε να πλησιάσει το πολεμικό κι έστειλε μια λέμβο με ένα ανθυποπλοίαρχο, ένα υποκελευστή και εννέα ναύτες. Πρόθεσή τους ήταν να ρυμουλκήσουν και να φέρουν προς τα Χανιά όχι μόνο το πλοιάριο με το αλάτι αλλά και όλα τα ψαράδικα πλοιάρια των Πλακιανών που βρίσκονταν εκεί στο λιμάνι. Ήθελαν με τον τρόπο αυτό οι τουρκικές αρχές αφ’ ενός να διακόψουν την επαφή μεταξύ Αποκορώνου και Χανίων, μέσω Ακρωτηρίου, και αφετέρου να πιέσουν τους Χριστιανούς βουλευτές να είναι λιγότερο απαιτητικοί στα αιτήματα που τότε επρόκειτο να υποβάλλουν στο Σουλτάνο.
Οι ενέργειες και οι προθέσεις των Τούρκων έγιναν αντιληπτές από τους ιδιοκτήτες των ψαράδικων και άρχισαν να τους πυροβολούν από τη στεριά, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν δύο ναύτες εντός της τουρκικής λέμβου.
Το πυρ γενικεύτηκε με τα τηλεβόλα και τα τουφέκια από τη μεριά των Τούρκων και με τους κατοίκους από την άλλη. Προς ενίσχυση των ντόπιων κατοίκων είχαν εν τω μεταξύ προστρέξει και κάτοικοι από τα γύρω χωριά, καθώς και μέλη της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής που βρέθηκαν κοντά. Στο ημερολόγιο του Ι. Λεκανίδη διαβάζομε «…Ιδόντες όμως τούτους οι περίοικοι Χριστιανοί ήρξαντο πυροβολούντες κατ’ αυτών και ηνάγκασαν τους εν αυτή (λέμβο) ναύτας να ριφθώσιν εις την θάλασσαν και να καταφύγωσι εντός σπηλαίου όπως σωθώσιν όπου πολιορκούσιν αυτούς στενώς…».
Η ιδιόρυθμη αυτή μάχη στεριάς – θάλασσας διήρκησε μέχρι αργά τη νύκτα και σ’ αυτή σκοτώθηκε όλο το τουρκικό άγημα. «Την σημαία του αγήματος και το ξίφος του Αξιωματικού παρελήφθησαν υπό των Εμμ. Ι. Παπαδάκη και Αρτεμίου Νικάκη εκ Γαβαλοχωρίου τα οποία, σημαία και ξίφος, ευρίσκονται εις το Εθνικολογικό Μουσείο Αθηνών» (σύμφωνα με το έγγραφο 378/17-8-1965 της κοινότητας Γαβαλοχωρίου).
Όμως η μάχη δεν έληξε, διότι το ίδιο βράδυ απόσπασμα από 180 άνδρες ενίσχυσε τον στρατό των Καλυβών που αποτελείτο από δύο τάγματα και όλος αυτός ο στρατός ενισχυμένος από τους ντόπιους Οθωμανούς κινήθηκε κατά της Αλμυρίδας με σκοπό αφ’ ενός να παραλάβουν τα πτώματα των σκοτωμένων ναυτικών αλλά και για να τιμωρήσουν, όπως έκαναν συνήθως, τους κατοίκους των γύρω χωριών δηλ. Πλάκας, Καμπιών, Αγ. Βασιλείου, Κοπράνα, Κόκκινου Χωριού και Γαβαλοχωρίου επειδή έλαβαν μέρος σ’ αυτή τη μάχη. Οι Χριστιανοί πρότειναν να μη κινηθεί ο τουρκικός στρατός και αυτοί θα αναλάμβαναν να φέρουν και να παραδώσουν στις Καλύβες τα πτώματα των ναυτικών. Οι Τούρκοι όμως αρνήθηκαν διότι προφανώς ήθελαν επιπλέον να καταστρέψουν τα γύρω χωριά και να τιμωρήσουν τους επαναστάτες κατοίκους.
Στα γεγονότα αυτά της Αλμυρίδας φαίνεται και ο ρόλος του Αρτεμίου Νικάκη από το Γαβαλοχώρι. Στο ημερολόγιό του ο Λεκανίδης σημειώνει «Ένεκεν των γεγονότων τούτων αναγκαζόμεθα να αναχωρήσομεν εκ Φρε και να κατέλθωμεν εις Νέον Χωρίον όπου διανυκτερεύομε. Ενταύθα πληροφορούμεθα ότι ο Αξιωματικός της Χωροφυλακής Αρτέμιος Νικάκης εκ Γαβαλοχωρίου, όστις μέχρι τούδε υπηρέτει πιστώς την Τουρκικήν Κυβέρνησιν ηυταμώλησε νύκτωρ, δι’ άγνωστους λόγους εκ του εν Καλύβαις Τουρκικού στρατοπέδου προς το ημέτερον κολυμπών και κατέστησε ημίν γνωστόν ότι την βαθείαν αυγήν θα επέλθει καθ’ ημών ο εν Καλύβαις Τουρκικός στρατός μετ’ εντοπίων…». «…Συμφώνως προς τα προδοθέντα από τον αυτομολύσαντα, προς το στρατόπεδο ημών Αρτεμίου Νικάκη περί την τρίτην ώραν, πυκναί πυροβολισμοί καθ’ ομαδόν πυρά ακούγονται προς το μέρος του Καστελλίου Καλυβών και της Κεράς. Ημείς δεν χάνομεν καιρόν αλλά σπεύδομεν μετά πλείστον πολεμιστών προς τα μέρη εκείνα…». Στο Αρχείο του Λεκανίδη σημειώνεται ότι ο Τουρκικός στρατός ξεκίνησε τη νύκτα της 30ης Ιουνίου προς την 1η Ιουλίου και ερχόμενος προς Αλμυρίδα έφθασεν χωρίς αντίσταση μέχρι τον Αγ. Ανδρέα και Φοινικιά «…αλλ’ επιτιθέντες κατ’ αυτών οι οπλίται της Επιτροπής της Μεταπολιτεύσεως υπό τον Αρχηγόν αυτής Κ. Μαλινόν, τον υπαρχηγόν Ιωάννην Γιανναράκην ή Γιασσεμήν, τον Ατιπρόεδρον Γεώργ. Μυλωνογιαννάκην, τον ταμίαν Χαράλαμπο Παπαδάκην και τους παπα Μαλέκον, Αναγνώστην Κουρινάκην, Πετρομάρκον, Θεοκλήν Κακατσάκην, Ευστάθιον Περουλήν, Μιχαήλ Μυλωνογιαννάκην, Μάρκον Δημητρακάκην και Σέργην Καλιγιαννάκην και οι κάτοικοι των πέριξ χωρίων υπό τον Καπετάν Ματθαίον Μυλωνογιαννάκην… μεθ’ ορμής, ηνάγκασαν αυτούς να επανέλθωσιν εις τα θέσεις των, μετά μεγάλων ζημιών…»
Ο Μαλινός συμμετείχε στις μάχες της Αλμυρίδας, φρόντιζε όμως συγχρόνως και για τη φύλαξη αλλά και για την τροφοδοσία των πολεμιστών ιδιαίτερα αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι αρκετοί πολεμιστές είχαν έλθει από τα Σφακιά και άλλα απομακρυσμένα χωριά. Διαβάζομε στο Ημερολόγιο του Ι.Γ. Λεκανίδη για το βράδυ 2ας Ιουλίου. «Επελθούσης λοιπόν της νύκτας καταπαύει αναγκαία η μάχη. Αφικνείται εις το πεδίον της μάχης ο Αρχηγός του Σωματείου μας Κ. Μαλινός όπως ορίσει και τακτοποιήση τας νυκτερινάς φρουράς, φέρων και τροφήν εκ κρέατος, άρτου και οίνου δι’ αυτούς. Ο αυτός καθ’ όλην την ημέραν εφρόντιζεν όπως προμηθεύση δια συνεισφορών τροφήν, ύδωρ και οίνον εις τους πολεμιστάς».
Σε άλλο σημείο του Ημερολογίου του Ι.Γ. Λεκανίδη αναφέρει για τη μάχη της Αλμυρίδας «…την μάχην εκ μέρους των ημετέρων διήυθυνον οι Κ. Μαλινός, παπά Μαλέκος, Γ. Και Μιχ. Μυλωνογιαννάκης και τινές άλλοι».
Η μάχη της Αλμυρίδας διήρκησε πέντε μέρες και ήταν σκληρότερη κατά την τελευταία μέρα.
Η έκθεση της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής προς τον Πρόξενο Χανίων με ημερομηνία 4 Ιουλίου 1896 γράφει για τις απώλειες της πρώτης ημέρας δηλ. 30ης Ιουνίου. «Οι Τούρκοι και ωρισμένως ο αξιωματικός πυροβολήσας κατ’ αυτών εφόνευσε τους Γεώργιον Κρασάκην εκ Γαβαλοχωρίου, τον Χαράλαμπον Νικητάκην εκ Δραπάνου και Δημήτριον Καρντασάκην εκ Καμπίων, ότε και οι ημέτεροι ιδόντες ότι έπεσαν εις παγίδα επυροβόλησαν και εφόνευσαν άπαντας τους εν τω σπηλαίω εν όλω ένδεκα μετά του Αξιωματικού».
Ο Σπανδωνής, ανταποκριτής της Ακροπόλεως, αναφέρει ότι την 1η Ιουλίου δεν εφονεύθη Κρητικός, τραυματίσθηκαν όμως πέντε, μεταξύ αυτών ήταν και ο Χαράλαμπος Ι. Παπαδάκης ο οποίος συμμετείχε στη μάχη μαζί με τον αδελφό του Εμμ. Ι. Παπαδάκη. Στο Ημερολόγιό του ο Ι. Λεκανίδης σημειώνει «Εν Φρε διαμένοντας… πληροφορούμε ότι ο εκ Γαβαλοχωρίου Κεντρικός Ταμίας της Μεταπολιτευτικής Επιτροπής Χαρ. Ι. Παπαδάκης ετραυματίσθη προκινδυνεύων, λίαν επικινδύνως…» και συμπληρώνει ο ίδιος «…εδέχθη τραύμα διαμπερές επί της κοιλίας ανδρείως επιτιθέμενος ο ταμίας Χαράλ. Ι. Παπαδάκης τελειόφοιτος Νομικής».
Έγγραφο της Κοινότητας Γαβαλοχωρίου (Αριθμ. Πρωτ. 375/17-8-1965) τεκμηριωμένο με πολλές μαρτυρίες συμπληρώνει το Πολεμικό Ημερολόγιο του Ι. Λεκανίδη και αναφέρει ότι την 30-6-96 εφονεύθη στη Μαύρη Πλάκη Αλμυρίδας ο Γεώργιος Κρασάκης του Εμμ., υιός του μεγάλου καπετάνιου, εκ Γαβαλοχωρίου, Εμμ. Κρασά. Αναφέρει επίσης ότι στα υψώματα Βαγιωνιάς και Μαροπάδων Γαβαλοχωρίου, στα υψώματα δίπλα στην Αλμυρίδα εφονεύθησαν οι «Ιωάννης Κοτζαμπασάκης του Εμμ. εκ Δουλιανών, Χαράλαμπος Παπουτσάκης και Νικόλαος Σπυριδάκης ή Λαγός εκ Γαβαλοχωρίου και ο Κυριάκος Δρουβαλάκης εκ Κοπράνας και όχι Κυριάκος Δρούβαλης όπως λέει το Πολεμικό Ημερολόγιο».
Την τελευταία μέρα που έγινε η πιο σκληρή μάχη σκοτώθηκαν, λέει ο Σπανδωνής, πέντε Αποκορωνιώτες και ένας Σφακιανός το όνομα του οποίου μένει άγνωστο. Μεταξύ των σκοτωμένων ήταν ο Α. Ντουρουντάκης, από τα Καμπιά, ο Δ. Βαγιωνής από τις Καρές, ο Γ. Χαριτάκης από το Πρόβαρμα επίσης οι Χ. Παπουτσάκης και Ν. Λαγός από το Γαβαλοχώρι όπως αναφέρθηκε πιο πάνω. Το σύνολο των νεκρών όλων των ημερών ήταν δέκα πέντε. Οι επαναστάτες κατόρθωσαν να πάρουν μαζί τους τους νεκρούς τους πλην ενός του Ν. Σφυριδάκη ή Λαγού από το Γαβαλοχώρι. Γι’ αυτόν, όπως γράφει ο Σπανδωνής «Τούτον τον πήραν οι Τούρκοι, του έκοψαν το κεφάλι και έστησαν όρθιο το πτώμα του προς εμπαιγμόν. Στο λαιμό του πτώματος προσάρμοσαν τούρκικο φέσι για να χρησιμοποιηθεί ως στόχος των χριστιανικών σφαιρών».
Στη μάχη της Αλμυρίδας τραυματίσθηκαν επίσης εκτός από τον Χαρ. Ι. Παπαδάκη ο Νικόλαος Προεστάκης, οι αδελφοί Εμμανουήλ και Βασίλειος Σαπουνάκης και Εμμανουήλ Ανδρουλάκης, όλοι από το Γαβαλοχώρι. Ο τελευταίος ήταν Συνταγματάρχης της Χωροφυλακής και ιδιαίτερος γραμματέας του οπλαρχηγού Κων. Μαλινού (έγγραφο Κοινότητας Γαβαλοχωρίου 375/17-8-1965).
Η Μάχη στην Αλμυρίδα και στους πλησίον λόφους Βαγωνιάς και Μαροπάδων του Γαβαλοχωρίου ήταν πεισματώδης και σκληρή.
Οι Τούρκοι άφησαν πολλούς νεκρούς, τραυματίες και πολλά λάφυρα. Ο Κούνδουρος στο ημερολόγιό του αναφέρει 800 νεκρούς και τραυματίες. Ο ανταποκριτής της εφημερίδας “Άστυ” υπολογίζει σε 500 νεκρούς και ισάριθμους τραυματίες.
Η μάχη της Αλμυρίδας ήταν η τελευταία μάχη κατά των Τούρκων στον Αποκόρωνα, διήρκησε πέντε μέρες, και είχε μεγάλη σημασία για τις επόμενες εξελίξεις. «Ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής Αβδουλάχ απελπισθείς και εκ των τελευταίων ηττών, απέσειρε τον στρατό εντός των Καλυβών, ελαττώσας μάλιστα αυτόν, εις δύο πάλιν τάγματα, υπακούων δήθεν εις τας συμβουλάς των κ.κ. Προξένων» (αρχείο Γ. Λεκανίδη).
Η πεισματώδης Μάχη της Αλμυρίδας, η οποία ακολούθησε της γιγαντομαχίας του Βάμου συνέτεινε ακόμη περισσότερο στη μεταστροφή της κοινής γνώμης των Μεγάλων Δυνάμεων υπέρ των αγωνιζόμενων Κρητών.
Ακολούθησαν τα γεγονότα του Ακρωτηρίου και εκείνα του Ηρακλείου και όλα μαζί οδήγησαν κατ’ αρχήν στην ανεξαρτησία και τέλος στην πολυπόθητη Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα.
*Δρ. Γεωπόνος, π. Δήμαρχος Βάμου