Ολοκληρώθηκε με την αυλαία των εκθέσεων, ο κεντρικός κορμός των φετινών εκδηλώσεων για τη Μάχη της Κρήτης, που διοργάνωσαν η Περιφέρεια Κρήτης, η Περιφέρεια Κρήτης – Π.Ε. Χανίων, ο Δήμος Χανίων, ο Δήμος Πλατανιά και η ΚΕΠΠΕΔΗΧ – ΚΑΜ, ομολογουμένως με ιδιαίτερη επιμέλεια, παρά τη βαριά σκιά της πανδημίας.
Τρείς εκθέσεις με διαφορετικό υλικό η καθεμία, ομιλίες, έκδοση ειδικής σειράς γραμματοσήμων του αείμνηστου Δημιουργού Φρέντερικ Κάραμποττ, έκδοση και παρουσίαση του βιβλίου του αείμνηστου Βετεράνου Νίκου Κοπάση, καταθέσεις στεφάνων, επιδείξεις αεροσκαφών, ο Ελληνικός Ύμνος, οι Ύμνοι των χωρών των Συμμάχων, εβδομάδα Οπτικοακουστικού Φεστιβάλ, μαρτυρίες και ταινίες, με θέμα τις συγκλονιστικές εκείνες μέρες. Συγκίνηση, περηφάνια, θαυμασμός, αποστροφή, θλίψη, αίσθημα ευθύνης είναι μερικά από τα συναισθήματα που δημιουργήθηκαν, καθώς οι Μνήμες ήρθαν στο προσκήνιο. Περισσότερο από όλα, συγκίνηση…
Τρία πράγματα όμως με συγκίνησαν περισσότερο.
Το πρώτο ήταν η ιστορία του Μανούσου, οπισθόφυλλο στο βιβλίο, ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ. «εμείς ξέραμε πως γράφαμε ιστορία…» του Λευτέρη Λαμπράκη, σε συνεργασία με τον Ματθαίο Φραντζεσκάκη και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πυξίδα και το Chania Film Festival.
“Ένας αλεξιπτωτιστής, που έπεσε στο δρόμο Σούδας – Χανίων, βρέθηκε με το πολυβόλο απέναντι σε μια ομάδα γερόντων που κάθονταν στο καφενείο. Πάτησε τη σκανδάλη και άρχισε να σκοτώνει. Την άλλη στιγμή, τον έφτασε ο Καπετάν Μανούσος, ένας Σφακιανός, δυο μέτρα. Δεν είχε όπλο μαζί του, παρά κρατούσε μια μυτερή πέτρα. Πριν να προλάβει ο Γερμανός να γυρίσει το όπλο προς το μέρος του, τον είχε αναποδογυρίσει και τον είχε σκοτώσει με την πέτρα. Ύστερα, πήρε το πολυβόλο, έτρεξε στον κάμπο κι άρχισε να θερίσει τους Γερμανούς, που έτρεχαν εδώ κι εκεί, προσπαθώντας να βρουν τους συντρόφους τους.
Οι Γερμανοί έψαξαν να τον βρουν, αλλά τον Καπετάν Μανούσο τον είχαν καταπιεί τα βράχια του Ψηλορείτη. Τότε, η γερμανική διοίκηση τοιχοκόλλησε μια προειδοποίηση που έλεγε περίπου αυτά: «Αν δεν παρουσιαστείς σε 48 ώρες, θα τουφεκίσουμε 50 αθώους. Διάλεξε». Κι ο Καπετάν Μανούσος, γνήσιο παιδί της Κρήτης, διάλεξε. Φόρεσε ένα μαύρο πουκάμισο, αποχαιρέτησε τη γυναίκα του και τα παιδιά του και παραδόθηκε. Τον τουφέκισαν το ίδιο βράδυ. Την ώρα που τον ετοίμαζαν για την εκτέλεση, ο Μανούσος ξεφλούδιζε ένα πορτοκάλι.
«Δεν φοβάσαι βρε θηρίο;» τον ρώτησε ένας χωροφύλακας. «Τι έχεις μέσα σου; Πέτρα;» Ο Μανούσος τον κοίταξε αυστηρά: «Πολλά λες», του είπε.
Έτσι πέθανε το 1941, ο Καπετάν Μανούσος, πρώτος ξάδελφος του «Καπετάν Μιχάλη».
Το δεύτερο ήταν ένα ζευγαράκι Γερμανών. Τουρίστες. Γύρω στα τριάντα, ξανθοί, ψηλοί, με τα καπελάκια τους, μπήκαν διστακτικά στην έκθεση για τη Μάχη, στην Πύλη Σαμπιονάρα. Μελέτησαν την έκθεση, δεν την κοίταξαν απλώς. Διάβασαν προσεκτικά τα ναζιστικά προστάγματα. Ύστερα, πλησίασαν διστακτικά τους επιμελητές, τον Λευτέρη και την Μαρία. «Συγνώμη» είπαν στα αγγλικά. «Συγνώμη για αυτά που σας έκαναν οι δικοί μας, τα βρίσκουμε τρομακτικά. Δεν είμαστε τέτοιοι. Μας προκαλούν φρίκη.» Χαμογέλασαν αμήχανα οι Έλληνες. Πόσο βάρος μπορεί να σηκώσει μια συγνώμη, δυο συγνώμες, χίλιες συγνώμες; Πόσο άραγε; Αλλά και πώς να μην τη δεχθείς; Και έτσι, εκεί κάτω από τα βίντεο με τις προφορικές μαρτυρίες που προβάλλονταν στον τοίχο του ιστορικού κτιρίου, ανάμεσα στις αφίσες του πολέμου και στο γερμανικό αυτοκίνητο των ναζί, τέσσερεις άνθρωποι, δύο Γερμανοί και δύο Έλληνες, ένωσαν τις γροθιές τους, όπως επιβάλλει η πανδημία, σε μια χειρονομία αλληλοκατανόησης και αλληλεγγύης.
Το τρίτο ήταν τα παιδιά των Σχολείων μας που επισκέφθηκαν τις εκθέσεις. Αθώα μάτια, γεμάτα περιέργεια, που γίνονταν τεράστια από απορία, θαυμασμό, αγανάκτηση, θυμό καθώς άκουγαν τους Δασκάλους τους να προσθέτουν το δικό τους λόγο, στις αφηγήσεις των εκθεμάτων. Και τα παιδιά παρακολουθούσαν προσεκτικά, κάποια θυμούνταν ιστορίες που τους είχαν διηγηθεί οι παππούδες και οι γιαγιάδες τους, ιστορίες παρόμοιες με των Δασκάλων, γιατί ζούμε στο Νησί που η ιστορία της κάθε οικογένειας είναι και η Ιστορία του τόπου μας και η Ιστορία του τόπου μας είναι και η ιστορία κάθε οικογένειας. Και ήταν συγκινημένοι, Δάσκαλοι και Μαθητές. Έτσι, που αυθόρμητα να σκεφτεί κανείς: αν έχεις τέτοιους Δασκάλους και τέτοιους Μαθητές, δεν φοβάσαι τίποτα.
Και του χρόνου!
Πανέμορφο και του χρόνου